Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η θρησκευτική πίστη είναι ισχυρότερη από την πολιτική ιδεολογία ενός λαού. Γιατί απλούστατα η θεότητα στην ανθρώπινη αντίληψη της ιεραρχικής αξιολόγησης είναι ανώτερη από οποιονδήποτε πολιτικό ηγέτη. Γι’ αυτό και οι Φαραώ, αλλά και πρωτόγονες κοινωνίες, φρόντιζαν να συγκεντρώνουν στην κατοχή τους όχι μόνο την εγκόσμια αλλά και τη θεϊκή εξουσία.
Την υψηλή ιεραρχική κλίμακα προς το Ανώτατο Ον, ο άνθρωπος τη συμπλήρωνε στην εξέλιξή του με πνευματικούς εκπροσώπους του, μύστες, στοχαστές και φιλοσόφους, προικισμένους με εσωτερικές δυνάμεις που τους επέτρεπαν να επικοινωνούν με το υπερβατικό στοιχείο του Οντος.
Η Μεταφυσική του Αριστοτέλη, που καθιερώθηκε ως όρος στη Φιλοσοφία όταν βρέθηκε πραγματεία του στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας με καμμένο τον τίτλο της δίπλα στο έργο του “Τα Φυσικά” και έτσι ονομάστηκε “Μεταφυσικά”, πραγματευόταν και τα καλούμενα “ακούσματα” και “οράματα”, στοιχεία μιας άλλης σφαίρας πραγμάτων Ο Αριστοτέλης, μέγας ορθολογιστής φιλόσοφος, επιστημονικής προσέγγισης του επιστητού, μαθητής του μεγάλου φιλοσόφου Πλάτωνα, μαθητού του μεγάλου μύστη Σωκράτη, είχε αναγνωρίσει ένα άλλο πεδίο βαθύτερης και μυστικής γνώσης, μέρος της οποίας βρισκόταν στους Ορφικούς, τους Πυθαγόρειους, τα Ελευσίνια Μυστήρια, το Ιερατείο της Αρχαίας Αιγύπτου και άλλες εστίες των Ανατολικών Θρησκειών και Φιλοσοφιών. Σ’ αυτό το πεδίο έμπαινε με μυστικότητα, προκειμένου να τηρηθεί κρυφό και να το μοιράζεται με Πυθαγόρειο τρόπο μόνο με τους λίγους εκλεκτούς και μυημένους. Οπως τον δωδεκάχρονο μαθητή του Μεγαλέξανδρο.
Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, από τον Θαλή μέχρι τον Πυθαγόρα, Ηράκλειτο, Αναξαγόρα και Εμπεδοκλή, γαλούχησαν και κατεύθηναν τη φιλοσοφική σκέψη από τον Σωκράτη και μετά σε γνωστικούς ατραπούς που άνοιγαν ευρείς και άγνωστους ορίζοντες, που με την πάροδο των αιώνων και την Αναγέννηση, τους Εγκυκλοπαιδιστές και τον Διαφωτισμό θα εξελιχθεί σε Πανεπιστημιακό επίπεδο. Συνάμα, σε διάφορα σημεία του πλανήτη θα αναπτυχθεί ο φιλοσοφικός στοχασμός και ο διαλογισμός εις αναζήτηση της εσωτερικής γνώσης. Οπως ο Βουδισμός, ο Ινδουϊσμός, ο Ταοϊσμός, ο Κομφουκισμός, ο Μωαμεθανισμός και άλλες φιλοσοφίες και θρησκείες, μερικές από τις οποίες άπτονται και της θρησκείας και της φιλοσοφίας.
Παράλληλα, δημιουργούνταν διάφορες σχολές θεοσοφικής σκέψης που προσπαθούσαν να συνενώσουν τα ομοειδή στοιχεία των θρησκειών και να επισημάνουν, παρά τις διαφορές τους, τις πιο ουσιαστικές ομοιότητές τους και κοινούς στόχους. Εμβριθείς στοχαστές και θεόσοφοι, όπως ο Πλήθων που εμβάθυνε στα εσώτερα της θρησκευτικής πίστης μ’ ένα πλατωνικό τρόπο σε μια πνευματική εποχή μιας θάλλουσας Αναγέννησης, θα διευρύνει το φάσμα θεώρησης του θέματος. Υπήρχαν και άλλοι στοχαστές, όπως ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο Βησσαρίων, ο Χρυσολωράς και άλλοι σε μια πνευματική διαμάχη ως προς τις έννοιες του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Ο αείμνηστος καθηγητής μου Φιλοσοφίας Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος είχε ιδρύσει το 1975 στο χωριό Μάγουλα της Σπάρτης την Ελεύθερη Σχολή Φιλοσοφίας “Ο Πλήθων” για ελεύθερο φιλοσοφικό λόγο, διάλογο, έρευνα, μελέτη, διεθνή συνέδρια, περισυλλογή και στοχασμό.
Η θεοσοφία, ως κλάδος φιλοσοφίας, και η θεολογία συναντιούνται πολλές στιγμές δια μέσου των αιώνων, χωρίς να μπορούν να συγκλίνουν αποφασιστικά σε κάποιες προσεγγίσεις. Το αβίαστο του δόγματος και η απερέγκλιτη διατήρηση της εκκλησιαστικής παράδοσης αποκλείουν οποιανδήποτε αλλαγή στο πλαίσιο μιας ιστορικής διαλεκτικής και κοινωνικής προσαρμογής. Συγχρόνως, η ανυποχώρητη στάση των Εκκλησιών και οι μεταξύ τους μακρές διαμάχες διατηρούν τα διαχωριστικά τείχη και διαιωνίζουν τις διαφορές τους, καθιστώντας ανέφικτον οποιονδήποτε διάλογο σύμπλευσης.
Μετά τον καταστροφικό Μεγάλο πόλεμο με θύματα δέκα εκατομμυρίων ψυχών άρχισε, με κάποιες πρωτοβουλίες φορέων ειρήνης και αλληλεγγύης, να μετριάζεται η αδιαλλαξία με μια προσπάθεια να υποχωρήσει η ακαμψία των δογμάτων και ν’ αρχίσει ένας καλοπροαίρετος διάλογος αλληλοκατανόησης και εύρεσης κοινού τόπου συνάντησης. Αυτές οι πρωτοβουλίες βέβαια επηρεάστηκαν και από τη περιρρρέουσα ατμόσφαιρα πολιτικών και κοινωνικών αναζυμώσεων που παρουσιάστηκαν στον Μεσοπόλεμο και αναπτύχθηκαν μετά τον Β’ Π.Π.
Η γοργή ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνολογίας και της τέχνης επέφερε πρωτόγνωρες τομές στη κοινωνία, προλειαίνοντας το έδαφος για έναν οικουμενικότερο και πλέον απελευθερωμένο κόσμο. Εναν κόσμο που ήταν φυσικό ν’ απομακρυνθεί από τους απαραβίαστους κανόνες της Εκκλησίας και την αυστηρή ηθική δεοντολογία της θρησκείας. Παράλληλα όμως, πολύς κόσμος αναζητούσε να βρει στη κατανυκτική αύρα της εκκλησίας τη ψυχική γαλήνη και τη πνευματική θαλπωρή που είχε βαθιά ανάγκη σ’ ένα κόσμο ταχέων και ριζικών αλλαγών, που συχνά φαινόταν ακατανόητος, παράλογος και χαώδης. Η ανάγκη για εσωτερική γνώση και παιδεία εκδηλώθηκε σε πολλά σημεία του πλανήτη από διαφορετικές θρησκευτικές ιδεολογίες, που επιδίωκαν όμως τον ίδιο στόχο. Την καλλιέργεια πνευματικότητας του ανθρώπου. Αυτός ο στόχος ευρείας ανθρώπινης κλίμακας αποτέλεσε κίνητρο για τη σύγκλιση και συνέργεια διαφορετικών θρησκειών, προκειμένου να προβούν σε μια αντικειμενική αξιολόγηση του φαινομένου και να διερευνήσουν τρόπους προσφοράς στη πνευματική αυτή ανάγκη του ανθρώπου. Στη διαδικασία αυτή ανακαλύπτουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση πρέπει να είναι ένα πνεύμα συνεργασίας και συναίνεσης, το οποίο καθορίζεται εκ προοιμίου ως αντιδογματικό. Οπως γνωρίζουμε, ένας τέτοιος διάλογος εφαρμόστηκε για δεκαετίες με μια σειρά αξιόλογων και καινοτόμων εκδηλώσεων και παγκόσμιων συνεδρίων από την προοδευτική και οραματική Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης.
Διανύοντας την ιστορία αυτών των δράσεων και εξελίξεων, διαπιστώνουμε τη δύναμη της θρησκείας και την δυνατότητά της να παίξει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία ειρηνικού κλίματος και πνεύματος αλληλεγγύης, που αποτελεί και τον ευκταίο σκοπό του ανθρώπου. Η δύναμή της, όπως επισημαίνεται στην αρχή, είναι ισχυρότερη εκείνης της πολιτικής, γιατί είναι πνευματική. Αποτελεί τη μόνη δύναμη που μπορεί να βελτιώσει την ανθρώπινη φύση και να οδηγήσει τον άνθρωπο σε αυτοπειθαρχία με τη καθιέρωση μιας πανανθρώπινης συνείδησης. Αρκεί οι λαοί να πεισθούν ότι έχει επιτευχθεί μια άρρηκτη συμμαχία και αρμονία μεταξύ των θρησκειών. Αναμφισβήτητα ένα ιδιαίτερα δυσχερές αλλά σωτήριο για τον άνθρωπο έργο, γιατί θεμελιώνεται στο θείον συναίσθημα της Αγάπης.
Μια αποστολή που θα μπορούσε η πρωτοπόρος Κρήτη να αναλάβει και να πρωτοστατήσει. Όπως δημιούργησε τον Μινωικό πολιτισμό, τον λίκνο του Δυτικού πολιτισμού, να δημιουργήσει τώρα ένα Κέντρο μελέτης και συνάντησης όλων των Θρησκειών με κοινό στόχο τη δημιουργία ενός ειρηνικού οικουμενικού πολιτισμού. Οι λαοί θα πιστέψουν σ’ έναν Οργανισμό Ηνωμένων Θρησκειών περισσότερο από τον ΟΗΕ ή άλλες πολυεθνικές και πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες τους έχουν επανειλημμένως απογοητεύσει. Ένα είδος Magna Carta Amorum – Μέγας Χάρτης Αγάπης – κατά πρότυπο της Magna Carta Libertatum του 1215. Ουτοπία; Ή ίσως εφικτό όραμα; Ή, ακόμα περισσότερο, Αναγκαιότητα; (η κατά Πλάτωνα υπέρτατη δύναμη).
*Ο Φώτης Κωνσταντινίδης είναι σεναριογράφος-σκηνοθέτης