«Play it again Sam», ακούστηκε η βραχνή φωνή του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Η μαυρόασπρη οθόνη γέμισε με την αρρενωπή μορφή του πρωταγωνιστή, την σκανδιναβική, παγωμένη και ξανθιά ομορφιά της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, καθώς και την χαμογελαστή φιγούρα του μαύρου πιανίστα στη γνωστή ταινία «Καζαμπλάνκα».
Πόσες φορές είχε δει αυτή την ταινία; Είχε χάσει το λογαριασμό. Την πρωτοανέφερε ο πατέρας που την είχε πρωτοδεί τη δεκαετία του 1950 στο εξωτερικό όταν αυτός ήταν παιδί, τη δεκαετία του 1970. Είχαν περάσει πενήντα χρόνια, την είχε δει στην τηλεόραση μερικές φορές και τώρα, για πρώτη φορά, είχε πάει με τη σύζυγο στο θερινό κινηματογράφο του Δημοτικού Κήπου μόλις έμαθε ότι θα παιζόταν.
Είχαν διαλέξει δυο καθίσματα στη μεσαία σειρά και απολάμβαναν την ταινία. Ο έναστρος ουρανός του Ιούλη εξασφάλιζε το αναγκαίο ελάχιστο φυσικό φως στο σκοτάδι, με το οποίο οι θεατές έβλεπαν πίσω από την οθόνη το Ρολόϊ. Η μαγεία της «κινηματογραφικής σιωπής» διακόπηκε για ένα σύντομο διάλλειμα. Ήπιαν την πορτοκαλάδα τους, χαιρέτησαν γνωστά ζευγάρια και σχολίασαν το πρώτο μέρος του έργου που είχε πάρει τρία βραβεία όσκαρ, ενώ η γλυκιά γεύση του αναψυκτικού παρέμεινε για λίγη ώρα ακόμα στο στόμα.
Στο δεύτερο μέρος, αλήθεια, ανακάλυψαν πόσα διαφορετικά είδη αρωμάτων μύριζαν αυτή την καλοκαιρινή βραδιά. Το πιο δυνατό ήταν το γιασεμί, αυτό το ξεχώρισαν με σιγουριά. Στη σιγαλιά της νύχτας, μαζί με τις ομιλίες και τη μουσική του έργου, διέκριναν το θόρυβο από τους γρύλλους, καθώς και το μαλακό θρόισμα των φύλλων από τις λεύκες. Οι μαυρόασπρες εικόνες της ταινίας τους έφεραν μνήμες από την παιδική ηλικία, τότε που ο κόσμος της τηλεόρασης δεν ήταν ακόμα έγχρωμος.
Στο δρόμο του γυρισμού στο σπίτι, μ’ ένα αίσθημα χαλάρωσης, ηρεμίας και ψυχικής πληρότητας, συνδύασαν νοερά όλα όσα είχαν νοιώσει στο θερινό σινεμά. Είχαν δει ένα κλασικό έργο τέχνης, είχαν μυρίσει αρώματα, είχαν ακούσει τους θορύβους της φύσης και είχαν γευτεί ένα απλό αναψυκτικό. Αυτή ήταν η εξήγηση της διαχρονικής αξίας αυτού του είδους ψυχαγωγίας· η συμμετοχή όλων των αισθήσεων στην πρόσληψη της ομορφιάς μέσω των φυσικών ήχων, των εικόνων, των αρωμάτων και των γεύσεων. Αυτά τα αισθήματα τα είχαν νοιώσει όλοι, καθώς ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος κόσμο.
Και η αφή; Αυτή η αίσθηση δεν είχε καμία συμμετοχή; Κι όμως είχε, καθώς όλα τα ζευγαράκια είτε στην αρχή είτε στη μέση είτε προς το τέλος του έργου ή ήταν αγκαλιά ή κρατούσαν το χέρι ό ένας του άλλου. Έτσι, και οι πέντε αισθήσεις είχαν ενεργοποιηθεί και ικανοποιηθεί, με αποτέλεσμα να είναι όλοι ευχαριστημένοι, ενώ ταυτόχρονα έδωσαν την αμοιβαία υπόσχεση ότι στην επόμενη προβολή θα ήταν πάλι παρόντες!