Η Ελλάδα, όπως υποστηρίζουν οι πολιτικοί και τεχνοκράτες σε Αθήνα και Βρυξέλλες, μπορεί να βγαίνει από την οικονομική κρίση, ωστόσο, οι συνέπειές της σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους θα συνεχίσουν να απασχολούν την ελληνική κοινωνία σε βάθος χρόνου.
Το γεγονός αυτό, παραδέχεται ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που σε πρόσφατη έκθεσή του τονίζει, μεταξύ άλλων, πως «η κρίση μπορεί να έχει διαρκή αποτελέσματα στη δυνητική ανάπτυξη μέσω των επιπτώσεών της στα ποσοστά γονιμότητας και τη μετανάστευση, καθώς και στην ανισότητα των εισοδημάτων».
Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση του ΔΝΤ που δημοσιεύεται στο https://blogs.imf.org/ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως τα ποσοστά γονιμότητας λόγω της κρίσης έχουν βρεθεί σε απότομη πτώση σε πολλές οικονομίες και η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα περιορίσει στο μέλλον το μέγεθος του εργατικού δυναμικού στις χώρες αυτές.
Ειδικότερα για το θέμα της υπογεννητικότητας που απασχολεί σοβαρά την Ελλάδα, οι παρενέργειες της οικονομικής κρίσης (υψηλή ανεργία, αβεβαιότητα, μείωση των εισοδημάτων κλπ) φαίνεται πως ήρθαν να ενισχύσουν τάσεις που προϋπήρχαν στην κοινωνία, οι συνέπειες των οποίων θα γίνουν ακόμα πιο ορατές τα επόμενα χρόνια.
«Δεν μπορεί να δοθεί μια μονοσήμαντη απάντηση για το πως επηρέασε η οικονομική κρίση το θέμα των γεννήσεων στην Ελλάδα», επισημαίνει η επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών Τίνα Κακλαμάνη (φωτ.) και προσθέτει: «Αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι ότι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας λόγω κρίσης και η οικονομική ανασφάλεια, έχουν ως συνέπεια να μετατίθεται χρονικά ο γάμος που σημαίνει ότι αυτό πάει πίσω και τις γεννήσεις».
Συγχρόνως, η τάση που είχε διαμορφωθεί προ-κρίσης είναι οι γυναίκες να παραμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο εκπαιδευτικό σύστημα, γεγονός που αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα που μεταθέτει τη στιγμή της δημιουργίας οικογένειας σε μεγαλύτερη ηλικία. «Μεγαλύτερη ηλικία γάμου -δεδομένου ότι δεν έχουμε αξιοσημείωτα ποσοστά τεκνοποίησης εκτός γάμου- σημαίνει πρακτικά πως μειώνεται και το χρονικό διάστημα που μπορεί να τεκνοποιήσει μια γυναίκα», εξηγεί η κα Κακλαμάνη.
Έτσι, όπως καταδεικνύει και η σχετική μελέτη των Β. Κοτζαμάνη, Π. Μπαλτά και Α. Κωστάκη, που δημοσιεύτηκε το 2017 στο περιοδικό “Population Review”, ενώ κατά τη δεκαετία του 2000 ο δείκτης ολικής γονιμότητας (Δ.Ο.Γ.) αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης των γεννήσεων που αναβλήθηκαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και της δεκαετίας του 1990, στη συνέχεια ο δείκτης παρουσιάζει κάμψη. «Φαίνεται λοιπόν ότι η κρίση διέκοψε την ανάκαμψη των γεννήσεων που άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σταμάτησε την αύξηση της γονιμότητας στις νεότερες ηλικίες. Οι πρόσφατες αλλαγές στη γονιμότητα είναι ενδεικτικές μιας επιταχυνόμενης μείωσης της πλήρους γονιμότητας των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1980, κυρίως επειδή η ύφεση ξεκίνησε σε μια εποχή όπου η μέση ηλικία αναπαραγωγής ήταν πολύ υψηλή (30 έτη για το πρώτο παιδί). Τα γεγονότα αυτά δεν επιτρέπουν την αισιοδοξία όσον αφορά την αντιστροφή των ποσοστών γονιμότητας των νεότερων γενεών που πιθανότατα θα περάσουν σημαντικό μέρος της αναπαραγωγικής ζωής τους σε συνθήκες κρίσης», αναφέρουν σχετικά οι ερευνητές.
Θα πρέπει, τέλος, να λάβει κανείς υπόψη του και μια ακόμα παράμετρο που επηρεάζει άμεσα το δημογραφικό ζήτημα και αυτό δεν είναι άλλο από το φαινόμενο της μετανάστευσης. Έστω και αν, όπως τονίζουν οι κοινωνικοί επιστήμονες, το μεταναστευτικό κύμα των τελευταίων ετών δεν είναι της τάξεως των χρόνων που ακολούθησαν τα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα, η φυγή -κυρίως- νέων ανθρώπων στο εξωτερικό έλαβε αξιοσημείωτες διαστάσεις τα χρόνια της κρίσης. Το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης αναφέρεται σε 250.000 νέους Έλληνες επιστήμονες που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη σε κάποια άλλη χώρα, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος ανεβάζει το νούμερο σε πάνω από 400.000 λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό αριθμό των μόνιμων κατοίκων που εγκατέλειψαν τη χώρα από το 2008.