• «Οταν σας προσβάλλει κάποιος, υψώστε την ψυχή σας τόσο ψηλά, ώστε να μη τη φτάνει η προσβολή»
[René Descartes (1596 – 1650).
Γάλλος Φιλόσοφος και Μαθηματικός, στο “Αρχές της Φιλοσοφίας”, 1644]
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ένα σχετικό δοκίμιο του Ευάγγελου Παπανούτσου (1) αναρωτιόμαστε πόσο εφικτό είναι αυτό «το ανέβασμα ψυχής» -του Ντεκάρτ- και μάλιστα σε μια εποχή απόλυτης σύγχυσης, βίαιων αλλαγών και καταρράκωσης κάθε ανθρώπινης αξίας;
ΔΕΝ είν’ ο κόσμος μας αγγελικά πλασμένος. Οι ανθρώπινες κακίες (έστω, «αδυναμίες») είναι δεδομένες όπως δεδομένες είναι κι οι αψυχολόγητες ή παράλογες αντιδράσεις σε κάθε τι που θεωρούμε ως προσβολή. Από την άλλη, δεν είμαστε και πλασμένοι να «καταπίνουμε» κατάφωρες αδικίες προκειμένου να δείξουμε ανωτερότητα. Ο ψυχικός μας κόσμος είναι διπολικός: με εγωισμούς, μικροψυχίες και μικροπρεπείς ενέργειες, αλλά και με πράξεις καλοσύνης, ανοχής και μετριοπάθειας. Είμαστε κράμα μεγαλείου και αθλιότητας.
… ΣΤΟ δοκίμιό του «Οι εργάτες του κακού» (απόσπασμα), ο Ευ. Παπανούτσος επισημαίνει τα εξής (σ.σ. τα μέσα σε [] σχόλια, είναι δικά μας):
• «Πώς ν’ αντιδράσει ο φρόνιμος άνθρωπος όταν πληγώνεται θανάσιμα από εκείνους που… “κάνουν το κακό για το κακό”; Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης παρορμά σε αντεπίθεση με δημόσιες αποκαλύψεις ή με δικαστικούς αγώνες εναντίον των ενόχων. Η φρόνηση όμως και ο αυτοσεβασμός αποδοκιμάζουν αυτή την τακτική που εξισώνει τα δυο αντίμαχα μέρη (ειν’ εκείνο ακριβώς που επιδιώκει όποιος αδικεί). Αλλωστε, τελικά η έκβαση παρόμοιων ενεργειών είναι η φθορά, μια δεύτερη δηλαδή ζημιά των θυμάτων».
[Είναι φορές που μια αλλαγή της ζωής μας γίνεται αιτία αλυσιδωτών αντιδράσεων των άλλων, συνήθως αρνητικών. Λίγο η κακία, περισσότερο ο φθόνος, «γεννούν» και διογκώνουν καταστάσεις και υποθέσεις που οδηγούν σε παρεξηγήσεις, εχθρότητα, απρέπειες. Τα ζούμε αυτά τόσο στην πολιτική όσο και στον ιδιωτικό μας βίο. Στην πολιτική «η διαβολή», με συνακόλουθες υβριστικές δηλώσεις και ενέργειες, γίνεται προς εντυπωσιασμό του κοινού. Μετράει η δημοσιότητα, αφού αυτή τρέφει τους πολιτικούς. Καμιά φορά γίνεται κι από κυνισμό, επειδή σήμερα κυνισμός και πολιτική ταυτίζονται. Όμως, θα δείτε τους αντιμαχόμενους βουλευτές να πίνουν μαζί τον καφέ στο καφενείο της Βουλής στην υγεία ημών των κορόιδων: των οπαδών τους, δηλαδή, που αντιδρούμε βλακωδώς συναισθηματικά. Στον ιδιωτικό βίο όπου κυριαρχεί σχεδόν πάντα το συναίσθημα, τα πράγματα εκτρέπονται ευκολότερα. Προστρέχουν μάλιστα εκατέρωθεν πολλοί αυτόκλητοι καλοθελητές (επι/κατά)κριτές δημιουργώντας αυθαίρετα «μέτρα» μέτρησης ικανοτήτων των αντιπάλων: και όποιος τα υπερβαίνει (κατά την κρίση τους) πρέπει να πολεμηθεί, να απαξιωθεί, να εξοντωθεί! Με ενορχηστρωμένες μάλιστα επιθέσεις. Μα, αυτό δεν είναι ο φθόνος;
Και στις δυο περιπτώσεις (πολιτική-ιδιωτικός βίος), έστω κι αν οι δυο «αντιμαχόμενοι» διαθέτουν τα ίδια αξιολογικά όπλα, η προσπάθεια (υπερ)καταξίωσης του ενός γίνεται με την πλήρη απαξίωση του άλλου χρησιμοποιώντας το ψεύδος και την παραπληροφόρηση. Το διαπιστώνουμε στους προεκλογικούς αγώνες: μήπως έργο των κομματικών οργάνων δεν είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέλκυση ψηφοφόρων; Έτσι, αξιοπρεπείς διάλογοι/αντίλογοι μεταξύ των υποψηφίων είναι μάλλον μάταιοι, ανούσιοι ή στημένοι. Είτε επειδή δεν συμφέρουν σε κανένα, είτε διότι τα Μ.Μ.Ε. έχουν συμφέρον να υποδαυλίζουν αντιδικίες για να ανεβάσουν τη θεαματικότητά τους. Θυμηθείτε μόνο τα προ κρίσης ελληνικά προεκλογικά debates και πώς διεξάγονταν… Σε τέτοιες περιπτώσεις η φθορά είναι αναπόφευκτη, τόσο για τον «αδικούμενο» όσο και για τον «αδικούντα».]
• «Όχι λοιπόν μόνο από μεγαλοψυχία, αλλά και για πρακτικούς λόγους ο Σωκράτης των πλατωνικών διαλόγων δήλωνε στους εμβρόντητους συνομιλητές του: ότι αν ήταν αναγκασμένος να διαλέξει μεταξύ του «αδικείσθαι» και του «αδικείν», θα προτιμούσε χωρίς αμφιβολία το «αδικείσθαι», ποτέ το «αδικείν». Ο Χριστός προχώρησε πολύ περισσότερο∙ μας παραγγέλλει «να ευεργετούμε όσους μας μισούν, να προσευχόμαστε για όσους μας κακομεταχειρίζονται και μας καταδιώκουν». Δύσκολο θα πείτε, να φτάσει κανείς έως εκεί· κάτι άλλο όμως είναι εύκολο για κείνους που έχουν ό,τι λείπει από τους εργάτες του κακού: εσωτερική ευστάθεια και υψηλοφροσύνη. Να τους περιφρονήσουν και με έργα θετικά και αναμφισβήτητα να αποδείξουν, να επιβάλλουν στη γενική αναγνώριση την αρετή τους. Πριν απ΄όλα όμως να μη χάσουν την ψυχραιμία τους, να μη εξαφθούν και να μη βιαστούν ν’ απαντήσουν. Κακός σύμβουλος είναι εκείνος που παρακινεί σε αντίποινα με το επιχείρημα ότι όποιος αμύνεται δεν διαλέγει τα όπλα του. Ο φρόνιμος τα διαλέγει. Μπορεί ακόμα να ωφεληθεί από τις άδικες επιθέσει. Πώς; Με μια γενναιότερη και οξύτερη αυτοκριτική που θα τον κάνει να εκτιμήσει σωστά τα θετικά αλλά και τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, να δει καθαρότερα το φως αλλά και τις σκιές του έργου του. Κάποτε μπορεί κανείς να είναι και ευγνώμων στους εχθρούς του».
[Θα πρέπει επομένως να διαθέτει κανείς ισχυρό και ακέραιο χαρακτήρα (σπάνιο στην πολιτική, ασύνηθες στον ιδιωτικό βίο), για να μη κατεβεί στο επίπεδο του επιτιθέμενου. Αν έχει ως οδηγό συμπεριφοράς τη σωκρατική τακτική -να προτιμά δηλαδή το «αδικείσθαι» του «αδικείν»- θα πρέπει να έχει στη φαρέτρα του υπομονή, καρτερικότητα και φρόνηση. Σκεπτόμενος δε λογικά, θα είναι σε θέση να ελέγχει τα συναισθήματά του μη επιτρέποντας σ’ αυτά να μετατραπούν σε τυφλή οργή και παραφορά. Ξέρει ότι τα έντονα συναισθήματα δημιουργούνται πάντα από άτακτες σκέψεις τις οποίες γεννά η «ερμηνεία» που δίνουμε εμείς στα γεγονότα∙ δεν δημιουργούνται από τη φύση των γεγονότων (αυτά υπόκεινται σε λογική θεώρηση). Ξέρει επίσης ότι η κυριαρχία του συναισθήματος επιφέρει μόνο θόλωμα του νου!
Στις επιθέσεις των κακεντρεχών, η καλύτερη απάντηση (όπως συνιστά ο Ε. Παπανούτσος) είναι το έργο, η δουλειά. Αν υιοθετήσουμε αντίποινα, αυτά θα φέρουν άλλα που θα μας μπάσουν σ’ ένα φαύλο κύκλο απ’ τον οποίο κανείς δεν κερδίζει κι όλοι είναι χαμένοι. Ή (πάντα κατά τον Ε.Π.), «κερδίζει» ο δεχόμενος την επίθεση στο ότι κάνοντας σωστότερη αυτοκριτική και όντας καθαρός δεν έχει να ντραπεί για τίποτε. Γι’ αυτό, οι ηθικές κι οι ψυχικές αρετές ενός συνετού πολίτη πρέπει να είναι οδηγός του.]
ΚΑΙ πάλι ο Ντεκάρτ (στο «Περί Μεθόδου Λόγος», 1637) εξηγεί τον τρόπο μιας σκέψης μας: «Η ποικιλία των απόψεών μας», λέει, «δεν προέρχεται απ’ το ότι μερικές τους είναι πιο λογικές από τις άλλες, αλλά μόνον απ’ το ότι οδηγούμε τις σκέψεις από διαφορετικούς δρόμους, χωρίς να παρατηρούμε τα ίδια πράγματα». Γι’ αυτό, οι απεργαζόμενοι το κακό (κατά τον Παπανούτσο), διατρέχοντας «δρόμους» ανέλεγκτων πληροφοριών, μεγεθύνουν ή διαστρεβλώνουν τα γεγονότα κατά το δοκούν. Όμως στην εποχή μας, πιο σοφή -ίσως και πιο αποτελεσματική- στάση είναι αυτή που μας προτείνει ο Αρίστος Δοξιάδης (2): «Ούτε θυμός, ούτε βία· μια επιλογή έχουμε: πώς θα χτίσουμε το αύριο». Αλλά πόσοι την ακολουθούμε;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Ευ. Παπανούτσος (1900-1982), «Οι δρόμοι της ζωής», εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1993, σσ 233-234, τίτλος δοκιμίου «Οι εργάτες του κακού»
-(2) Αρίστος Δοξιάδης (1951-), Οικονομολόγος, στο περιοδικό «Ε» («Ελευθεροτυπία»), 23-24/04/2011