ΜΕΤΑ τη δικαστική δικαίωση συνταξιούχου από επαρχιακό ελληνικό δικαστήριο (σε εφαρμογή σχετικής απόφασης του ΣτΕ) και την επιστροφή σ’ αυτόν σημαντικού ποσού παρανόμως παρακρατηθέντων (περικοπές σύνταξης και δώρων), προβλέπεται “μαζική” προσφυγή στα δικαστήρια από εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους. Φυσικά κι εδώ στα Χανιά.
ΒΕΒΑΙΑ, μια τέτοια εκτροπή από τα υπογραφέντα με τους δανειστές θα είχε ένα τεράστιο κόστος (οικονομικό και πολιτικό) για την κυβέρνηση. Τίθεται σ’ αυτήν το δίλημμα: περαιτέρω περικοπές συντάξεων (18%) που έχει ήδη υπογράψει, ή “επιστροφή” (λόγω και των επικείμενων εκλογών) ενός ποσού στους συνταξιούχους, που, όμως, αν το διαθέσει η κυβέρνηση, δεν θα κάνει άνω-κάτω τον προϋπολογισμό;
ΤΟ ΘΕΜΑ αφορά κυρίως εκείνη την ομάδα των συνταξιούχων που μπήκαν στο σύστημα πριν από τη μεταρρύθμιση του 2016 (Κατρούγκαλου), όταν εισήχθη ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων. Πάνω σ’ αυτό, να και η άποψη του πολύ μας γνωστού κ. Ντάισεμπλουμ. Λέει μεταξύ άλλων: «Θα πρέπει η σύνταξή τους να προσαρμοστεί προς τα κάτω, με βάση αυτόν τον νέο τρόπο υπολογισμού; Πιστεύω ότι οι Έλληνες έχουν κάποιο δίκιο όταν επισημαίνουν ότι αυτό το μέτρο δεν έχει διαρθρωτικές επιπτώσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Μακροπρόθεσμα, δεν θα αποφέρει πολλά οικονομικά οφέλη, καθώς οι συνταξιούχοι θα βγουν φυσικά από το σύστημα. Με άλλα λόγια, δεν συμβάλει στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος. Φυσικά, βραχυπρόθεσμα θα δημιουργούσε δημοσιονομικό χώρο ο οποίος -κάτι πολύ ευπρόσδεκτο- θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για άλλες κοινωνικές δαπάνες ή για φοροελαφρύνσεις (…)». Για να προσθέσει «“το κλειδί” εδώ, δίπλα στην ανάκαμψη της οικονομίας, είναι η βελτίωση στην είσπραξη φόρων…».
ΕΜΕΙΣ τι να πούμε; Ο Θεός και το… Eurogroup να βάλουν το χέρι τους, γιατί μια περαιτέρω μείωση των παλαιών συντάξεων και μάλιστα κατά 18% θα είχε μεγάλες συνέπειες τόσο στη φοροδοτική ικανότητα των συνταξιούχων και τη διατήρηση της συνοχής των οικογενειών, όσο και στην αύξηση της ανεργίας λόγω δραστικής μείωσης της κατανάλωσης. Ή μήπως όχι; Ας μη θεοποιούμε λοιπόν τα υπερ-πλεονάσματα σε βάρος της “σχετικής” ποιότητας ζωής των πολιτών.