Μέσα στα άδυτα της υπάρξεώς μας υπάρχει έστω μια σπίθα πίστεως, που ο καθένας με την προσπάθειά του και την χάρη του Θεού, μπορεί να την κάνει φλόγα. Αλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός την άναψε την ώρα που μας κάλεσε “εις μετάνοιαν” (Μάρκ. 1,15). Από τότε το ταπεινό φυτίλι της υπάρξεώς μας ανάβει λυτρωτικά. Είναι αναμένο – ακοίμητο καντήλι μπροστά στην παρουσία του Θεού μας.
Για μερικούς όμως από εμάς, ο Χριστός δείχνει άρρηκτη φιλανθρωπία και άπειρη συγκατάβαση για μια άλλη φορά. Ηταν τότε που άναψε μια δεύτερη φλόγα, την φλόγα της ιερωσύνης. Τότε ήταν που η ύπαρξή μας έγινε ένα δικέρι. Δύο φλόγες που καίνε και πυρπολούν τα εσώτερά μας, την ψυχή της ψυχής μας. Οι δυο αυτές φλόγες πρέπει να παραμείνουν για πάντα αναμένες. Δεν πρέπει να σβήσουν ποτέ. Και, εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα….
Γιατί στις ημέρες μας τα αντίθετα ρεύματα είναι τόσο πολλά, ώστε τίποτε δεν κινδυνεύει περισσότερο όσο η φλόγα της πίστεως και του Θεού που κλείνομε μέσα μας. Είναι τόσο βαριά η παγωνιά της αδιαφορίας, του ατομικισμού και του ψυχρού συμφέροντος, ώστε είναι πολύ δύσκολο να διατηρεί κανείς αναμένη τη φλόγα της ανιδιοτελούς αγάπης.
Της αγάπης φθάνει μέχρι την θυσία… Εξάλλου, η υγρασία της εκκοσμικεύσεως και της σαρκολατρίας έχει διαβρώσει τόσο πολύ τη σκέψη μας και τη ζωή μας, ώστε να κινδυνεύει να σβηστεί για την γενεά μας η φλόγα της Ιερωσύνης και της αφοσιώσεως στον Θεό και στους ανθρώπους. Ισως να είναι η εποχή μας εκείνη για την οποία ο Χριστός είπε: «δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» (Ματθ. 24,12).
Ωστόσο, πρέπει να κρατήσουμε την φλόγα του Θεού άσβηστη μέσα μας. Το σύνθημά μας πρέπει να είναι: Αναμένες τις λαμπάδες οτιδήποτε κι αν μας κοστίσει. Τον τρόπο μάς τον υποδεικνύει και η νύχτα της Αναστάσεως: Δύο ανοιχτές παλάμες γύρω από την φλόγα.
Οι δύο αυτές “παλάμες της υπάρξεώς μας είναι η αποφασιστικότης και η επαγρύπνησις που πρέπει να πλαισιώνουν την φλόγα του Θεού νύχτα και μέρα”.
Πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε τη φλόγα του Θεού μας αναμένη, αλλά και να αγρυπνούμε κάθε στιγμή (“καρδία νήφουσα”).
Οσο όμως δυνατά κι αν είναι τα χέρια μας, είναι και παραμένουν ανθρώπινα επομένως κουράζονται και πέφτουν εύκολα προς τα κάτω καθώς τα τραβάει με δύναμη η βαρύτητα της αδυναμίας μας.
Θα ήθελα εδώ να ανέφερα μια σχετική εικόνα από την Παλαιά Διαθήκη: Ο Μωυσής πολεμούσε εναντίον του Αμαλήκ. Βοηθούς είχε τον Ααρών και τον Ωρ. Ο Μωϋσής ύψωσε προς τον Ουρανόν τα χέρια του. Οταν τα κατέβαζε, ο Αμαλήκ νικούσε. Επρεπε, λοιπόν, συνέχεια να έχει τα χέρια του υψωμένα.
Δεν μπορούσε όμως αυτό να κρατά πολύ, διότι «και χείρες Μωυσή βαραίνει». Τότε ο Ααρών και ο Ωρ πήραν μια μεγάλη πέτρα και κάθισαν πάνω της τον Μωϋσή και του κρατούσαν τα χέρια υψωμένα μέχρι δύσεως του ηλίου και έτσι ενίκησαν “εν φόνω μαχαίρας” τους Αμαληκίτες. Ο Μωυσής μετά τη νίκη του αυτή οικοδόμησε «θυσιαστήριον Κυρίω και επωνόμαστε το όνομα αυτού Κύριος καταφυγή μου, ότι εν χειρί κρυφαία πολεμεί Κύριος επί Αμαλήκ από γενεών εις γενεάς» (Εξοδ. 17, 10-16).
Εαν εμείς το θελήσομε, ο Θεός θα κρατά άσβηστη τη φλόγα της πίστεως και της αγάπης, που Εκείνος άναψε μέσα μας, «ο εναρξάμενος εν υμίν έργον αγαθόν επιτελέσει άχρις ημέρας Ιησού Χριστού» (Φιλιπ. 1,6).
Εμείς, «άνω σχώμεν τας καρδίας» και ο Θεός θα ευλογήσει να μην σβήσει η φλόγα της πίστεως και της αγάπης μας. Ο Θεός μας βεβαιώνει ότι μας αγαπά, μας διαβεβαίωσε και ο Χριστός και οι άγιοι Του, ο δε Δαβίδ θα μας προτρέψει: «Εν ταις νυξίν επάρατε τας χείρας υμών εις τα Αγια και ευλογείτε (δοξολογείτε) τον Κύριον» (Ψαλμ. 133,2).
*θεολόγος – τ. Λυκειάρχης