Ετοιμασίες όλη τη μέρα, και την προηγούμενη. Ψώνια, μαγειρέματα, γλυκά, τραπέζια, καρέκλες και κλαπατσίμπαλα να περιποιηθούνε δα την Παγώνα που Πω το λέει, “επί το ευηχότερον” και το Χάρη από Χαρίλαος που ήρτανε από το Αμέρικα και γιόρταζε η μοναχοκόρη τους η Σως, από Σουλτάνα, καθ’ ότι, από συφέρον τότε, τηρήσανε τα έθιμα και της δώκανε το όνομα της συχωρεμένης γιαγιάς της καφετζούς Σουλτανάρας που είχε ξεπερισσέψει γερό κομπόδεμα από φυλτζανοαναγνώσματα και προξενιά. Κι η Παγώνα, ή Πω, για να της το ξεζουμίσει, οικειοθελώς και με την ευχή της, όταν με ανασκουμπωμένα τα ράσα ρώτησε ο παπάς: «Το όνομα αυτής;».
– Σως, αποκρίθηκε.
– Μα δεν υπάρχει όνομα Σως,
– Από Σουλτάνα, πάτερ. Αλλά πες την, Σως.
Ο παπάς όμως με τη μεγάλη άσπρη γενειάδα, δεν απάντησε κι ως τη βούταγε την κουκλίτσα στην κολυμπήθρα, με έμφαση βροντοφώνησε “κατά το δοκούν”.
– Σουλτάνα.
Ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που ακούστηκε αυτή η λέξη εκτός από τις λίγες μα συγκλονιστικές επισκέψεις στη γιαγιά Σουλτανάρα, την ετοιμόρροπη πια, που μπροστά της, τη λέγανε Σουλτανίτσα και γελούσε περιχαρής η γιαγιά και της έγραψε όλο το κομπόδεμα για να κάνει την προίκα της άμα μεγάλωνε κι ας ήταν για να προικίσεις τη γειτονιά ολάκερη. Είναι, ή δεν είναι αλήθεια θαματουργό το κατακάθι του καφέ και το να ξέρεις να το διαβάζεις. Γιατί η Σουλτανάρα φήμη σε όλη την επαρχία είχε κι ερχόντουσαν επί ταυτού με το παραδάκι στον κόρφο, μη το δει ό άντρας τους, και το δίνανε προκειμένου να μάθουν οι κοκόνες το τι έγραφε το άμεσο κι απώτερο, μέχρι και δέκα τέρμινα, μέλλον τους. Απ’ του καφέ το κατακάθι ψώνισε και το Χαρίλαο, ανθρωπάκι του Θεού με παχουλό βαλάντιο και πατέρα από τους πρώτους που είχανε πάει στο Αμέρικα. Α, ναι. Κι άμα, που λέτε, έγραψε η ετοιμαζόμενη για το μακρινό ταξίδι γιαγιά όσα είχε και δεν είχε, μια κι είχε ξαποστείλει το Δημητράκι της έγκαιρα εις αιωνίους μονάς γιατί σαν άντρας το έπαιζε σκληρός και διαφωνούσε με το καφεανάγνωσμα της συζύγου μέχρι που εκεί που πήγε συμφώνησε μια και καλή και πήρε και γραμματέα η Σουλτανάρα. Καθήκοντα γραμματέα έκανε η πρώτη προξενήτρα του νησιού, κυρά Αλπινίκα, που φρόντιζε να μαθαίνει όλα τα κουτσομπολιά ανθρώπων και ζώων για να κρατάει ενήμερη την προϊσταμένη της η οποία “ειρήσθω εν παρόδω”, είχε εξελιχθεί και σε χαρτορίχτρα.
Κι έφερε βαρέως το γεγονός ότι η κορούλα της η Παγώνα είπε μια μέρα τη μικρή εγγονή της Σως.
– Τι όνομα είναι αυτό βρε κόρη μου; Σουλτανίτσα δε τη λέμε;
– Ναι μαμά, Σουλτανίτσα, αλλά να, λίγο βαρύ μας πέφτει. Για ευκολία τη λέμε Σως. Όταν μεγαλώσει θα το γυρίσει πάλι στο Σουλτάνα. Κείνη την ώρα λόγια βαριά ακούστηκαν.
– Σα δε ντρέπεστε! Με κοροϊδέψατε…
– Μα μαμάαα…
– Να μαδήσω και να σκάσω, που θα με πεις και μαμά.
– Κι ακόμα ένα, εσύ πια γέρασες, όπου νάναι…. Ενώ η μικρή…
– Έτσι έ; Με ετοιμάζετε; Που φάγατε την περιουσία μου με τις πουτανιές σας…
Οπότε πήρε λάθος δρόμο η κουβέντα, πεπεπέ, τις καταράστηκε η γριά, φούσκωσε μετά σα γαλοπούλα Χριστουγεννιάτικη, να και το εγκεφαλικούλι, μη τα πολυλογώ μας τέλειωσε, έμεινε η Παγώνα με το Χαρίλαο και τη Σουλτανίτσα με περιουσία. Βαρύ το κλίμα στο χωριό, φύγανε για Ν. Υόρκη κι από κει Βοστώνη μια κι ο Χαρίλαος γεννημένος εκεί είχε αποκτήσει την υπηκοότητα, και γενήκανε Χάρης αυτός, Πω αυτή και Σως η μικρή! Και νάσου απόψε στη βεράντα να γιορτάσουνε τα γενέθλιά της που ήτανε την περασμένη βδομάδα μα περίμενε να έρθει Ελλάδα να συναντήσει τη φίλη της κι άλλα κορίτσια της ηλικίας της
Κάτσανε όλοι, πιάσανε κι αυτές κινητά τάμπλετ Άι φων και δεν ξέρω τι άλλο, δεν ακολούθησαν οι οικοδεσπότες, θίχτηκαν Πω και Σως που δεν τους αποδώσανε τις δέουσες τιμές, σηκώθηκαν κι αποχώρησαν με τη ρήση:
– Τι χωριαταρία αυτό το χάους (house) πάμε να φύγουμε ντάρλιν (darling)… Και ψάχνομαι εγώ ο αφελής για κείνα τα χρόνια, τα όμορφα!