» Abdón Ubidia (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)
Η νύχτα ράγισε σαν αστραπή. Στη γειτονιά κάποιος πέθαινε.
Ήταν το Κίτο. Ήταν το 1983 (η δικτατορία στην Αργεντινή είχε τελειώσει). Ήταν ένας γιατρός ο οποίος, στα τέλη του πιο βροχερού χειμώνα που μπορούσε να θυμηθεί, βρέθηκε μόνος του στο σπίτι του στη Μπέγιαβίστα, να κοιτάζει χωρίς να βλέπει, μέσα απ’ την τεράστια τζαμαρία του γραφείου του, τη μακρουλή, φευγαλέα, απόκρημνη μορφή της πολιτείας που χανόταν στον ορίζοντα των γαλάζιων βουνών. Νοσταλγούσε τη γυναίκα του; Νοσταλγούσε τον γιο του; Ποιος ξέρει. Μπορεί ποτέ να μην αγάπησε αρκετά τη γυναίκα του, κι όσο για τον γιο, είχε μπει, βλέπεις, στη βίαιη ηλικία -με μια βουβή επανάσταση εναντίον του πατέρα-, έτσι που η εγκατάλειψη από εκείνους δεν σήμαινε μια μετάβαση απ’ τον έρωτα στο ξέφτισμα του έρωτα, αλλά από τη φασαρία στη σιωπή, από μια δύσκολη συντροφιά σε μια παραζαλισμένη μοναξιά.
Ο τόπος, λοιπόν, είναι το Κίτο, πρωτεύουσα του Εκουαδόρ, χτισμένο σε υψόμετρο 2.850 μέτρων, και ο χρόνος το 1983, στο τέλος ενός έντονα υγρού χειμώνα, όταν πια η δικτατορία στη γειτονική Αργεντινή είχε λάβει τέλος. Και αν ως προς τον χώρο και τον χρόνο της δράσης ο Ουμπίδια είναι ακριβής, όταν φτάνει να αναφερθεί στον γιατρό, τον χαρακτήρα καταλύτη για την εξέλιξη της πλοκής αυτής της μικρής νουβέλας, μιλάει αόριστα για έναν γιατρό, που κοιτάζει έξω από την τεράστια τζαμαρία την πολιτεία να απλώνεται, έχοντας απομείνει σπίτι μόνος του, και θα μπορούσε να ‘ναι, θαρρείς, ο οποιοδήποτε άντρας στη θέση του, σε αυτή την ηλικία, από καιρό πια όχι νεαρή, αλλά σε καμία περίπτωση προχωρημένη, εγκαταλελειμμένος από τη γυναίκα του και το παιδί του, χωρίς να ξέρουμε γιατί και πώς κάτι τέτοιο συνέβη, σε ένα σπίτι σιωπηλό. Ο καινούριος ένοικος θα τον χαιρετίσει ενθουσιωδώς, θα του συστηθεί ως Ροδόλφο Μορόνι, απλώς Μορόνι για τους φίλους, θα σπεύσει να διευκρινίσει, δηλώνοντας πως σκόπευε να ανοίξει εκεί, στο Κίτο, ένα παράρτημα της κτηματομεσιτικής εταιρείας που διατηρούσε στην Αργεντινή, και πως η οικογένειά του, γυναίκα και κόρη, θα τον ακολουθούσαν όταν οι διάφορες επισκευές στο σπίτι θα ολοκληρώνονταν. Ο γιατρός δεν είχε πολλά πάρε δώσε μαζί του.
Και κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία αυτή, που αρχικά προοριζόταν για διήγημα και μόνο στην πορεία, και ύστερα από παραίνεση μιας φίλης του Ουμπίδια, πήρε τη μορφή σύντομης νουβέλας. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη ευκρινείς συντεταγμένες ανάγνωσης, επί των οποίων δύναται να οικοδομηθούν οι αναγνωστικές προσδοκίες. Αρχικά είναι δύο φράσεις: Στη γειτονία κάποιος πέθαινε και η δικτατορία στην Αργεντινή είχε τελειώσει· ιδιαίτερα η δεύτερη, παρενθετική και φαινομενικά αταίριαστη ως περιγραφή του χειμώνα του 1983 στο Εκουαδόρ, υποψιάζει τον αναγνώστη για τα όσα μπορεί να κρύβει ο -κατά δήλωση δική του- κτηματομεσίτης, έχοντας υπόψη του τη συνήθη τακτική των μελών και συνεργατών διδακτορικών καθεστώτων να εγκαταλείπουν σαν τα ποντίκια το ναυαγισμένο πια πλοίο, γυρεύοντας κρυψώνες και ταυτότητες νέες, και το πλοίο στην Αργεντινή είχε προσκρούσει σε ξέρα. Αλλά και λίγο παρακάτω, η λεπτομερής αναφορά στη συναισθηματική κατάσταση ενός γιατρού, εγκαταλελειμμένου και μόνου, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, για τον τρόπο με τον οποίο εκείνος αναμένεται να ενεργήσει απέναντι στα γεγονότα.
Είναι τέτοια η έκταση της νουβέλας που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στην πλοκή, καθώς κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε εις βάρος της προσδοκόμενης αναγνωστικής απόλαυσης. Ήδη από τις πρώτες γραμμές της ιστορίας είναι εμφανής η ικανότητα του Ουμπίδια -αρκετά έργα του οποίου έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα ελληνικά- στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, με την απειλή να αιωρείται και τον αναγνώστη να είναι σε διαρκή επιφυλακή για το τι πρόκειται να συμβεί στην επόμενη γραμμή. Ενδιαφέρον έχει να αναλογιστεί κανείς γιατί ο Ουμπίδια επέλεξε τη μικρή φόρμα -έστω και αν πέρασε από το διήγημα στη νουβέλα- για την ιστορία αυτή. Υποθέτω πως η απάντηση -χωρίς απαραίτητα να είναι η μόνη- βρίσκεται στην πρόθεση του συγγραφέα η ιστορία αυτή να λειτουργήσει υπαινικτικά και σχηματικά, κινούμενη γύρω από τον τρόπο με τον οποίο όλοι μας -τελικά- εμπλεκόμαστε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ανεξαρτήτως προθέσεων και καταβολών με μια ιστορία που φαινομενικά δεν είναι δική μας, αφού τα συστατικά της κάθε ιστορίας δεν γίνεται να προσεγγιστούν μονοσήμαντα και με βάση μόνο τη λογική.
Έχοντας επιλέξει τη μικρή φόρμα, ο Ουμπίδια γνωρίζει καλά πως το περιττό δεν ταιριάζει εδώ. Και με βάση τον -ας τον χαρακτηρίσουμε- περιορισμό αυτό κινείται καθ’ όλη την πορεία της αφήγησης. Η αφαίρεση που χαρακτηρίζει τη γραφή του ενισχύει επιπρόσθετα των παραπάνω ισχυρισμό περί υπαινικτικής και σχηματικής λειτουργίας της ιστορίας. Οι χαρακτήρες παραμένουν αρκετά στο σκοτάδι, κάτι που ισχύει ακόμα και για τον γιατρό. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε γι’ αυτούς. Δεν εξαντλούνται στο άτομό τους, δεν είναι προσωποκεντρικοί αλλά κατέχουν ευδιάκριτους ρόλους ως προς τη λειτουργία τους στην ιστορία, χωρίς όμως να αποκτήσουν χαρακτηριστικά στερεοτυπικά. Ιδιαίτερα ο γιατρός, χωμένος καθώς είναι στις προσωπικές του ανησυχίες, που ελάχιστο χώρο του αφήνουν για να ασχοληθεί με κάτι έξω και πέρα από αυτόν, προσιδιάζει αρκετά στον φιλήσυχο πολίτη, που η καθημερινότητα ελάχιστα τον επηρεάζει, ακόμα και αν πρόκειται για μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, έτσι όπως είναι ασφαλής στη ζωή που έχει οικοδομήσει. Άλλωστε, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως, επιπρόσθετα του κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα που φέρει η επαγγελματική του ιδιότητα, ο γιατρός έχει αποφασίσει να αποτραβηχτεί στο σπίτι του, χωρίς να δέχεται επισκέψεις, με σκοπό να διαβάσει και να γράψει. Κάπως έτσι ο Ουμπίδια τοποθετεί στην εξίσωση και τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Γιατί μπορεί στις λεπτομέρειές της η ιστορία αυτή να ‘ναι μοναδική, αλλά στον πυρήνα της είναι τρομακτικά οικεία, και θα μπορούσε να εκτυλίσσεται σε πολλά μέρη του κόσμου και σε διάφορες χρονικές περιόδους. Και εδώ έγκειται η συγγραφική ευφυΐα του Ουμπίδια, καθώς στηρίζει όλη την ιστορία του στην αντίθεση ανάμεσα στο συγκεκριμένο (τόπος, χρόνος, ιστορικοπολιτικό πλαίσιο) και το αόριστο (ένας γιατρός, εκείνη, ο άντρας από την Αργεντινή), για να την οδηγήσει εν τέλει μακριά από τον χειμώνα του 1983 στο Κίτο, καθιστώντας την οικουμενική.