» Audre Lorde (μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Κείμενα)
Η ανάγνωση, η επαφή με την τέχνη εν γένει, ως αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξης, επηρεάζεται και καθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από τα προνόμια του υποκειμένου, στον ίδιο βαθμό με την παρατήρηση, μέσω παραμορφωτικών γυαλιών, του τριγύρω κόσμου. Διαβάζουμε αυτό που είμαστε, αυτό που μας καθησυχάζει πως καλώς είμαστε, που μας απαλύνει την όποια ευθύνη μας απέναντι στον κόσμο, στην ερμηνεία του, επίσης. Και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Προνόμια τα οποία φέρουν, μεταξύ άλλων, και την αυτοπεποίθηση της γνώσης, αλλά και της προσωπικής ηθικής. Ένα τεράστιο εγώ ξέρω πλανάται. Το στρίμωγμα που η ανάγνωση αναπόφευκτα επιφέρει σε εκείνον που δοκιμάζει να κινηθεί σε περιβάλλοντα ανοίκεια αποτελεί τη βάση τής, καίτοι λανθασμένης, άποψης πως το διάβασμα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Στρίμωγμα που επέρχεται όταν ένα εκκωφαντικό σκάσε και διάβαζε ακούγεται. Άλλωστε, τα προνόμιά μας είναι σε μεγάλο βαθμό εντοιχισμένα στον πυρήνα μας, αναπόσπαστο μέρος του ποιοι είμαστε, μια συνθήκη φυσιολογική σαν να επρόκειτο για ένα επίτευγμα και όχι για μια εν πολλοίς συγκυριακή κατάσταση.
Και νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για τα προνόμια αυτά με έναν τρόπο κάπως προφανή και θεωρητικά ποικιλοτρόπως διατυπωμένο, πριν περάσω στο σπουδαίο αυτό βιβλίο που διάβασα. Στο νου μου έρχεται η εικόνα μιας ηλικιωμένης που συμμετέχει σε μια ακόμα διαμαρτυρία κρατώντας ένα πλακάτ που γράφει: δεν το πιστεύω πως ακόμα πρέπει να διαμαρτύρομαι για τα ίδια σκατά. Λευκός, ετεροφυλόφιλος άντρας προσέρχεται να διαβάσει τα κείμενα μιας μαύρης, λεσβίας, γυναίκας και ποιήτριας, ελπίζοντας πως οι αντιστάσεις των προνομίων του θα αποδειχτούν όσο τα δυνατόν πιο επιρρεπής στο ράγισμα. Δεν γνώριζα την Όντρι Λορντ, ούτε την ποίησή της. Άγνοια που προφανώς σχετίζεται με τα προνόμια μου, αλλιώς, αν είχα ανάγκη την ποίηση και τα λόγια της, θα την είχα συναντήσει νωρίτερα. Και πριν οι διαμαρτυρίες των ομοίων μου εκφραστούν, ας διευκρινιστεί: δεν αρκούν το περιεχόμενο και η στράτευση. Σίγουρα δεν αρκούν.
Με τα προνόμια μου λοιπόν σε πλήρη παράταξη, συνοδευόμενα επίσης από την αυτοπεποίθηση πως εγώ σαν τους άλλους δεν είμαι και έχω ικανή επάρκεια για τις συνθήκες εντός των οποίων διάγουν το βίο τους υποκείμενα λιγότερο προνομιούχα, νιώθοντας ταυτόχρονα και την απαραίτητη ενσυναίσθηση, βασικό συστατικό της προσωπικής γαματοσύνης, έπιασα το βιβλίο της Λορντ στα χέρια μου. Δεν είναι ζήτημα γνώσης. Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Η Λορντ δεν λέει πράγματα που μοιάζουν καινούρια. Το γεγονός πως τόσα χρόνια μετά είναι ακόμα εφιαλτικά επίκαιρα δείχνει πως η γνώση δεν είναι αρκετή για έναν κόσμο ισότητας. Ο τόμος αυτός αποτελείται από διάφορα κείμενα που κατά καιρούς έγραψε η Λορντ ώστε να παραβρεθεί σε πάνελ συνεδρίων, μεμουάρ ταξιδίων στο εξωτερικό, μια επιστολή απάντησης και μια αρκετά μεγάλη συνέντευξη. Κείμενα όπως αυτά που αποτελούν την παρούσα έκδοση πρέπει να διαβάζονται και όχι να συνοψίζονται ή να ερμηνεύονται και σίγουρα όχι από εξωτερικούς παρατηρητές της συνθήκης που περιγράφουν. Τούτου λεχθέντος, θα αποπειραθώ να σταχυολογήσω μερικές παρατηρήσεις.
Αρχικά, εκείνο που εμφανώς προκύπτει από το σύνολο των κειμένων, ακόμα και αν λάβει κανείς υπόψη του τη φροντίδα της επιμέλειας που δέχτηκαν πριν από την έκδοσή τους, είναι η ιδιότητα της ποιήτριας. Η Λορντ αποφεύγει να δοκιμιοποιήσει τον λόγο της, να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις φτάνουν στην άκρη της γραφίδας της, τον τρόπο με τον οποίο παρατηρεί και αποκωδικοποιεί τον κόσμο μέσα και γύρω της και να καταστήσει τον λόγο της ψυχρό και δόκιμο ακόμα και όταν βρίσκεται σε περιβάλλοντα αυστηρώς ακαδημαϊκά και αποστειρωμένα. Όχι γιατί παίρνει αψήφιστα τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται, το αντίθετο συμβαίνει. Η ποίηση της Λορντ δεν είναι μια ποίηση ωραιοποιητική, αναχωρητική, που σκοπεύει να καθησυχάσει, αλλά μια ποίηση που αποπείραται να κατανοήσει και να συμπυκνώσει το βίωμα εντός της οδυνηρής πραγματικότητας. Η ποιητικότητα των κειμένων αυτών αναδεικνύει την οργή και την ανάγκη για στράτευση. Αυτό δεν έχει να κάνει με δευτερεύουσες, ως προς τη γραφή, αποφάσεις όπως η στίξη ή η χρήση των κανόνων ορθογραφίας, αλλά με την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Η παρεμβολή στίχων της υπογραμμίζει τη σχέση αυτή, σε μια αλληλένδετη οδό σαφέστερης κατανόησης τόσο των κειμένων αυτών όσο και της ίδιας της ποίησης της Λορντ.
Το προνόμιο που φέρει η Λορντ, της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής διεξόδου κυρίως, προνόμιο του οποίου την επίγνωση διαθέτει, δεν ήταν κάτι το οποίο μου κίνησε από μόνο του το ενδιαφέρον, καθώς υπήρξε μια παρατήρηση που κατά κάποιο τρόπο ανέμενα και ευτυχώς συνάντησα στα κείμενα αυτά. Εντούτοις, το κείμενο Η ποίηση δεν είναι πολυτέλεια το αξιολογώ ως ένα από τα σημαντικότερα, κυρίως επειδή επιχειρεί και εν πολλοίς πετυχαίνει να καταρρίψει ένα στερεότυπο, που καθιστά ποιητικά υποκείμενα αποκλειστικά προνομιούχα άτομα και μαζί με αυτό απομακρύνει την ποίηση από την καθημερινή μάχη για επιβίωση και τη μεταφέρει σε καλοξεσκονισμένα σαλόνια. Υπάρχει διάταξη απεύθυνσης των κειμένων αυτών, δεν απευθύνονται με την ίδια ένταση σε όλους τους εν δυνάμει αναγνώστες. Πρώτες έρχονται οι μαύρες γυναίκες, σ’ εκείνες απολογείται και δικαιολογείται η Λορντ για το προνόμιο της ποίησης, χωρίς να σκέφτεται πως ίσως να λερωθεί ο ποιητικός μανδύας και σίγουρα όχι με διάθεση διδακτική.
Απόρροια της διαβάθμισης στην απεύθυνση, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, είναι η επιμονή της Λορντ στη διαμάχη εντός του πλαισίου της μαύρης κοινότητας, αλλά και ειδικότερα ανάμεσα στις μαύρες γυναίκες. Γιατί υπάρχει τέτοια ποσότητα και ένταση μίσους μεταξύ των μαύρων γυναικών; Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα σημεία περιστροφής της σκέψης της, πηγή μιας σκέψης με την οποία δεν ήμουν εξοικειωμένος. Εκεί επιχειρεί να σκάψει και να γυρέψει όλα τα ζιζάνια που η πατριαρχία και ο καπιταλισμός έσπειραν και φρόντισαν να μεγαλώσουν για να πνίξουν το δέντρο της αλληλεγγύης μεταξύ των μαύρων γυναικών, αλληλεγγύη η οποία αποτελούσε για αιώνες συνεκτικό στοιχείο. Η διαίρεση είναι καθοριστική πράξη για την επικράτηση της εξουσίας, σε κάθε της έκφανση.
Πόσες φορές απαίτησα από μια άλλη Μαύρη γυναίκα αυτό που δεν έχω τολμήσει η ίδια να δώσω στον εαυτό μου – αποδοχή, πίστη, χώρο για αλλαγές; Πόσες φορές της ζήτησα να υπερπηδήσει τη διαφορά, την καχυποψία, τη δυσπιστία, τους παλιούς πόνους; Πόσες φορές περίμενα από αυτήν να δρασκελίσει μόνη της το αποκρουστικό χάσμα της απέχθειας που μας έχουν μάθει να νιώθουμε η μία για την άλλη, σαν ζώα που τα τύφλωσαν για να τα εκπαιδεύσουν να μη δίνουν σημασία στους γκρεμούς; Πόσες φορές ξέχασα να κάνω αυτή την ερώτηση;
Η Λορντ δεν προβάλλει και δεν αποκλείει κάποιο από τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητά της. Μαύρη, λεσβία, γυναίκα, ποιήτρια. Ταυτόχρονα αρνείται να περάσει στα εδάφη του μη φυσιολογικού, της εξαίρεσης, δεν αποδέχεται τον κανόνα, του ορμάει κατά μέτωπο. Αρνείται να εξηγήσει με λόγια απλά και στρογγυλεμένα ποια είναι αυτή και οι συντρόφισσές της στα προνομιούχα άτομα, εκείνα είναι που πρέπει να σκύψουν και να πλησιάσουν, ακριβώς λόγω των προνομίων τους. Δεν υπάρχει χώρος για άμυνα, παρά μόνο για επίθεση, όπως αυτή που βιώνουν καθημερινά και επί χρόνια τα καταπιεσμένα άτομα. Ωστόσο, η, γοητευτική, αυτοπεποίθηση με την οποία η Λορντ πορεύεται δεν σπρώχνει κάτω από το χαλάκι τις φοβίες, την απόπειρα κατανόησης, τις υποχρεώσεις ή ακόμα και τα δικά της προνόμια. Άλλωστε πάντοτε θα υπάρχει ένα λιγότερο προνομιούχο άτομο. Μιλώντας για υποχρεώσεις, η Λορντ αφιερώνει ένα κείμενο ολόκληρο για τον ρόλο, τη σημασία και τις καθημερινές προκλήσεις της μητρότητας, μιλώντας για το πώς αντιμετωπίζει την πορεία του γιου της προς την ενηλικίωση, πώς στέκεται απέναντι στον κίνδυνο, παρόλα όσα εκείνη έχει κάνει, να τον δει να αποτελεί μέρος της πατριαρχίας.
Το βίωμα είναι καθοριστικό στα κείμενα αυτά. Αλλά είπαμε, χωρίς την παρουσία εκφραστικής δεινότητας, αυτό δεν θα ήταν αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη γενικότερη αξία τους. Το προνόμιο της ικανότητάς της με τις λέξεις γεννά την υποχρέωση στη Λορντ να υψώσει ανάστημα, να αγωνιστεί με πάθος σε εχθρικές έδρες, να ματώσει αν χρειαστεί, να μην ξεχαστεί από τις σειρήνες και τα ψίχουλα με τα οποία το σύστημα θα την καλοπιάσει, παγίδα η οποία γίνεται ολοένα και πιο εμφανής καθώς τα χρόνια περνούν και η κανονικότητα επιχειρεί να δείξει την ανοχή της σε υποκείμενα γραφής λιγότερο προνομιούχα για να μπορεί να παινέψει τη γαματοσύνη της. Κάπως έτσι οι ταξικά, φυλετικά και σεξουαλικά προνομιούχοι περνούν στο άλλο άκρο και μιλούν για επικράτηση της διαφορετικότητας, λένε ακόμα πως πια μόνο εκείνα τα άτομα προωθούνται και προμοτάρονται, πως εκείνοι περνούν στο περιθώριο και την αφάνεια, γκρινιάζουν γι’ αυτό. Δεν έχει να κάνει με κάποιου είδους αφηρημένο ηρωισμό όλο αυτό. Η Λορντ συμβάλλει με τα δικά της όπλα σε έναν αγώνα που πρέπει να δίνεται καθημερινά και με επιμονή. Τόσα χρόνια μετά και ελάχιστα δείχνουν να έχουν αλλάξει, κάθε εκατοστό παραχωρημένου εδάφους πρέπει να πατιέται με τη μέγιστη προσοχή, η δίψα να ζητά ικανοποίηση και όχι το ξεγέλασμα της σταγόνας.