Διάβηκαν το κατώφλι των Εγκληματικών Φυλακών Ιτζεδίν και κλείστηκαν στα ανήλιαγα κελιά μια στιγμή που ο χρόνος έμοιαζε να σταματάει για πάντα. Δικαίως ή αδίκως, οι περισσότεροι από αυτούς, περίμεναν το τέλος τους στο λυκαυγές μιας μέρας, βόρεια των φυλακών. Στους τοίχους αλλά και στην ταράτσα του κτηρίου χάραξαν τα πάθη τους και τους καημούς τους μετατρέποντας τις χαραγματιές τους σε κραυγές που ταξίδευαν στο πέλαγος ανακατεμένες με την αλμύρα.
Μα κάποιοι νεοέλληνες, χρόνια μετά που έκλεισε η φυλακή, και μέσα από μια άλλη χρήση του συγκροτήματος, έκριναν σκόπιμο να στρώσουν την ταράτσα με πίσσα προκειμένου να αντιμετωπίσουν την υγρασία, εξαφανίζοντας κάθε ζωντανό μάρτυρα της ιστορίας του τόπου και των ανθρώπων. Ο χρόνος όμως, σαν άλλος τιμωρός και μέσα από την εγκατάλειψη, έφερε στο φως και πάλι τα σκαλίσματα των φυλακισμένων.
Η πολιτεία, χρόνια τώρα γυρίζει την πλάτη στο μνημείο. Αποδεικνύεται μάλιστα πως έχει σύμμαχους και τους πολίτες της. Η διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης – αν και πολύπλοκη διαδικασία – δεν εξαρτάται μόνο από τα κονδύλια και τις χρηματοδοτήσεις αλλά και από τις ευαισθησίες των πολιτών σχετικά με την πολιτιστική μας κληρονομιά και την διαφύλαξή της.