Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Σκέψεις από μία εθελόντρια

Διηγείται η Μαρία Φαραντούρη. «Αμέσως μετά την δικτατορία ο Μίκης προέτρεπε τους μουσικούς του συνεργάτες να φύγουν στο εξωτερικό για να συνεχίσουν να διαδίδουν μέσα από το έργο του, την υπόθεση της ελευθερίας και της δημοκρατίας στην χώρα μας, Τους έγραφε λοιπόν στα σημειώματα που τους έστελνε: «Μη φοβηθείτε, αυτοί είναι που φοβούνται τα τραγούδια μας».

Αυτή η φράση με γυρίζει πίσω στα πολύ νεανικά μου χρόνια όταν, εν μέσω χούντας, τέλειωνα τις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου γυμνασίου. Βρίσκομαι στο φροντιστήριο όπου έκανα μαθήματα για την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο. Εκεί μια σπουδαία δασκάλα, η Αλέκα Μαρκογιαννάκη προσπαθούσε να μας δώσει μαζί με τις γνώσεις των αρχαίων και των λατινικών , μαθήματα ζωής, ιδεών, αξιών και, ιδανικών. Κατά καιρούς, ανάμεσα στις παραδόσεις κα τις διδασκαλίες, στήνονταν κάποια απρόοπτα, αυτοσχέδια γλεντάκια. Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά την σύσταση από την δασκάλα μας: «Παιδιά, πιο σιγά.

Μην τραγουδάτε δυνατά, γιατί μπορεί να μας καρφώσουν στην αστυνομία». Γιατί αυτά που τραγουδούσαμε και που παραδόξως σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχε τηλεόραση και διαδίκτυο όλοι τα ξέραμε, ήταν του απαγορευμένου Θεοδωράκη. Η ιδέα που είχα τότε, για τα πολιτικά πράγματα εκείνης της εποχής, ήταν συγκεχυμένη. Ήξερα όμως πολύ καλά, όπως όλοι, ότι τα τραγούδια αυτά δεν έπρεπε να τα λέμε. Και η ατάκα «προσέχετε τον χαφιέ που μπορεί να μας καρφώσει» δεν μας έκανε εντύπωση, γιατί οι ρουφιάνοι ήταν μέσα στην καθημερινότητά μας.

Ο χρόνος κύλησε, εγώ συνέχισα στο πανεπιστήμιο, Κάπου εκεί στο μέσον των σπουδών μου η δικτατορία έπεσε κι εμείς οι φοιτητές, στην άψη και την ορμή της νιότης αρχίσαμε να διεκδικούμε μια ελεύθερη και δημοκρατικότερη ζωή. Τότε ήρθαν και πάλι τα τραγούδια του Μίκη να εκφράσουν τα όνειρα και τις επιθυμίες μας. Να μας δώσουν αέρα και πανιά για να πετάξουμε και να ονειρευτούμε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.

Θυμάμαι στην μεταπολίτευση μια συναυλία του στο στάδιο Καραϊσκάκη. Ήταν καλοκαίρι. Ήμασταν στα Χανιά για τις διακοπές, αλλά ξαναγυρίσαμε στην πρωτεύουσα μόνο για την συναυλία (αυτό για κείνην την εποχή της ανέχειας, ήταν ανήκουστο. Ακόμα απορώ πως το επέτρεψαν οι γονείς μας). Μου μένει μέχρι σήμερα στην θύμηση το πλήθος, ο παλμός του, οι φωνές και το βαθύ αίσθημα μέσα μου ότι τώρα είναι η ώρα της δικαίωσης. Και βέβαια τα πονεμένα πόδια μου γιατί, όταν η συναυλία τέλειωσε, γυρίσαμε στα σπίτια μας περπατώντας, αφού τα λεωφορεία και τα τραίνα δεν χωρούσαν όλο το πλήθος που βρέθηκε εκεί.

Τα χρόνια περνούσαν, εμείς ωριμάσαμε μπήκαμε για τα καλά μέσα στην πορεία της ζωής αλλά τα τραγούδια του Μίκη ήταν πάντα εκεί για να μας συντροφέψουν κάθε μας στιγμή.

Μαζί και ο δημιουργός τους, Πορευόταν κι αυτός, ένας ζωντανός θρύλος, μέσα στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου, Πάντα δημιουργικός και πληθωρικός. Πολλές φορές τον αμφισβητήσαμε, μα πάντα ήταν ένα αγκωνάρι με τεράστιο μέγεθος μέσα στο οικοδόμημα της σύγχρονης πατρίδας.

Κατάλαβα το εκτόπισμα και το βάρος του πατήματός του όταν τον είδα από κοντά. Τότε που άρχισαν οι δύσκολοι καιροί Σεπτέμβρη του 2011 μαζί με εκατοντάδες συμπολίτες στο «καλησωλήνειον» θέατρο της Ανατολικής τάφρου. Ήταν στο ξεκίνημα της κρίσης εκείνον τον καιρό που γύριζε την Ελλάδα. Μιλούσε και μας καλούσε σε μια νέα αντίσταση. Ήταν τότε κοντά στα ενενήντα του μα σε εντυπωσίαζε με την ζωντάνια και την νεανική του ορμητικότητα. Ήρθε απέναντί μας πάνω σε ένα καροτσάκι με μάτια που έλαμπαν και ξεκίνησε να μας μιλά. Με την πρώτη του κουβέντα άρχισε και η βροχή. «Σιγά, περιγέλασε ο Μίκης. Εμείς αντέξαμε βασανιστήρια και εξορίες. Σιγά μην και μας φοβίσει μια βροχή». Μα κείνη τη βραδιά λες και την είχαν σημαδέψει θεοί και δαίμονες. Όσο συνέχιζε να μιλά τόσο άνοιγαν οι καταρράκτες του ουρανού. Όσο χειμαρρώδης και καταλυτικός κι αν ήταν ο λόγος του, το πλήθος την φοβήθηκε την βροχή και εγκατέλειψε το θέατρο. Στο τέλος πια δεν είχε νόημα, είχαμε απομείνει ο Μίκης και μια χούφτα άνθρωποι, οπότε η όλη εκδήλωση τέλειωσε άδοξα.

Με τον θάνατό του την περασμένη Πέμπτη τα μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά πήραν φωτιά. Όλοι έχουν μια κρίση να κάνουν γι αυτόν. Ή ακόμα και μια επίκριση. Και θυμούνται και επιχειρηματολογούν και λένε…. Εγώ θαρρώ πως ένα κομμάτι της νιότης μου το πιο αγνό και το πιο ιδεαλιστικό, έφυγε μαζί του..

Αναλογίζομαι τον μεγάλο νεκρό. Μαζί με τα παινέματα του προσάπτουν λάθη κι αστοχίες. Ποιοι είμαστε εμείς να τον κρίνουμε, αναρωτιέμαι; Αυτός περπάτησε στον κόσμο τούτο κι άφησε χνάρια βαθιά και μεγάλα. Ευδιάκριτα να τα δουν κι άλλοι, να τα μετρήσουν και να τα κάνουν υπόδειγμα ζωής. Πως έχoμε το θράσος να εξαπολύoυμε κρίσεις, εμείς τα ξεφυσίδια, που το δικό μας αποτύπωμα είναι πιο ανάερο κι από της πεταλούδας; Θαρρώ πως μόνο όμοιοί του έχουν δικαίωμα να το κάνουν. Εμείς είμαστε πολύ μικροί.

« Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη δεν θέλησε ούτε να διασκεδάσει ούτε να παρηγορήσει τον πολύπαθο ελληνικό λαό, θέλησε να του δώσει την ψυχική ανάταση που χρειαζόταν ώστε να μπορέσει να κοιτάξει ψηλά, να σηκώσει το βλέμμα από το έδαφος στον ουρανό, να νιώσει υπεύθυνος για την ζωή του και ικανός να καθορίσει την μοίρα του», διαβάζω σε μιαν ανάρτηση στο διαδίκτυο. Κι αλλού

«Πρώτη και τελευταία φορά τη μέρα εκείνη είδα άνθρωπο να πετάει. Δεν ήταν διεύθυνση (ορχήστρας) αυτό, ήταν το πρώτο πέταγμα του ανθρώπου. Ο Μίκης μπορούσε να το κάνει. Και ήθελε να πάρει κι εμάς μαζί».

Το ξέρω, το έχω νοιώσει κι εγώ αυτό.
Θυμάμαι πάντα μια διαδήλωση στα φοιτητικά μου χρόνια, στην μεταπολίτευση

”Ομπρός, παιδιά, βοηθάτε να σηκώσουμε
τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα”

τραγουδούσαμε και πράγματι είχα την αίσθηση πως τώρα, εκείνη τη στιγμή, θα απλώναμε το χέρι για θα πιάσομε τον ήλιο, να τον καρφώσουμε στη μέση στο στερέωμα τα ουρανού για να κάνουμε την πατρίδα ωραία και δυνατή και την ζωή μας άξια αυτής της πατρίδας.

Αλήθεια ήθελε να μας πάρει μαζί του ο Μίκης στο πέταγμά του. Εμείς όσον καιρό ήμασταν νέοι σαν να το ψυχανεμιζόμαστε το κάλεσμα. Μετά… μετά όμως μεγαλώσαμε. Τα αυτιά βούλωσαν και τον είπαμε ξεπερασμένο και γραφικό.

Τώρα που τον αποχαιρετάμε αναλογίζομαι πόσο πιο φτωχοί είναι οι σημερινοί νέοι. Εμείς ζήσαμε σε δύσκολους καιρούς, μα είχαμε και φωτεινούς ανθρώπους, μπροστάρηδες. Θαρρώ πως ο Μίκης ήταν ο τελευταίος από την γενιά αυτή. Η σημερινή εποχή δεν θέλει μεγαλοσύνες και ηρωισμούς. Της αρκούν τα χαμηλά και τα συμβατικά. Όμως πόσο μικραίνει ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες! Πόσο στενεύουν οι ορίζοντές του! Πόσο χάνει αυτό το άυλο και πνευματικό που τον ανεβάζει στα ύψη κα μένει να χαμοκυλιέται στην λάσπη του υλισμού.

Καλό σου ταξίδι Μίκη.

Σ’ ευχαριστούμε για τα φτερά που μας έδωσες, για τα ύψη που μας ταξίδεψες, για την ανάταση που μας χάρισες.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα