Στην βδομαδιάτικη περιήγησή μου ανά τας οδούς και τας λεωφόρους του διαδικτύου και των βιβλίων μου, προκειμένου να αλιεύσω θέμα αρεστό σε μένα αλλά και ενδιαφέρον για σας, έπεσα πάνω σε μια δημοσίευση.
«Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων» έλεγε.
Ποιού πολέμου; Αναρωτήθηκα. Αλλά ναι θυμάμαι, είχε γίνει ένας πόλεμος ολίγων ημερών, εκεί προς το τέλος του 19ου αιώνα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Όλο και κάπου θα βρεις να αναφέρεται στενάχωρα και πικραμένα η μάχη της Μελούνας. Γιατί αυτός ήταν ένας πόλεμος που τον χάσαμε, μάλιστα με τέτοιον επονείδιστο και ντροπιαστικό τρόπο που τον ονομάσαμε «ατυχή» πόλεμο. Είθισται τέτοια γεγονότα να φροντίζουμε να τα ξεχνάμε για διάφορους λόγους. Γιατί πονάνε. Γιατί μας χαλάνε την εικόνα που έχουμε για πάρτη μας. Κι εγώ ακόμα που έχω μεγάλο «κάλο» για τα ιστορικά γεγονότα πολύ λίγα πράγματα ήξερα για το κομμάτι αυτό της νεώτερης ιστορίας μας. Όμως ξετυλίγοντας τις σελίδες για τον πόλεμο του 1897 πολλά ενδιαφέροντα διάβασα και έμαθα.
Η Ελλάδα του 1897 είναι μια χώρα μικρή που τα σύνορά της φτάνουν από τις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ολύμπου μέχρι την Άρτα με μεγάλα προβλήματα τόσο εσωτερικά (την κατεχόμενη ακόμα Μακεδονία και Κρήτη) όσο και εξωτερικά (οι μεγάλες δυνάμεις εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους χρησιμοποιούν την αδύναμη Ελλάδα κατά βούλησην) και ένα τεράστιο δημόσιο χρέος αφού το 1893 ο Χ. Τρικούπης είχε κηρύξει την χρεοκοπία της. Στο εσωτερικό συν τοις άλλοις, ο λαός αγνοώντας τα πραγματικά γεγονότα (ανετοιμότητα και απουσία εκπαίδευσης του στρατού) και εθελοτυφλώντας αναζητεί το όραμα μιας μεγάλης ένδοξης πατρίδας.
Η κυβέρνηση του Θ. Δηλιγιάννη υποχωρεί στις λαϊκές απαιτήσεις και παρά την δεινή θέση της χώρας, μετά τις σφαγές από τους Τούρκους στα Χανιά τον Ιανουάριο του 1897 στέλνει στην υπό Οθωμανική κατοχή Κρήτη ένα εκστρατευτικό σώμα υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο να καταλάβει το νησί εν ονόματι του βασιλέως. Τις ίδιες περίπου ημέρες άτακτοι περνούν τα Ελληνοτουρκικά σύνορα στην Θεσσαλία και εισβάλουν στην Μακεδονία. Όλα αυτά για την Υψηλή Πύλη αποτελούν αιτία πολέμου κατά της Ελλάδας. Οι Έλληνες πλήρεις ενθουσιασμού εμποτισμένοι από το όραμα της ελευθερωμένης πατρίδας και με την προτροπή «στην Κωνσταντινούπολη» κατευθύνονται προς τα σύνορα.
Η πρώτη σφαίρα αυτού του πολέμου έπεσε στις 6 Απριλίου και οι εχθροπραξίες τέλειωσαν στις 7 Μαΐου του 1897. Οι Έλληνες ολιγότεροι, τελείως απαίδευτοι χάνουν την μία μάχη μετά την άλλη. Αναφέρεται σε ένα σχετικό δημοσίευμα. «Ο στρατός ήταν αξιοθρήνητος, απαρασκεύαστος, εκτός από το ναυτικό που υπερείχε του τουρκικού (γι αυτό και ο οθωμανικός στόλος δεν ενεφανίστη πουθενά). Ο στρατός διέθετε στρατιώτες, οι περισσότεροι των οποίων δεν ήταν ικανοί ούτε τα όπλα να χειρισθούν, ενώ υπήρχαν αξιωματικοί των οποίων η συμμετοχή στον πόλεμο αποτελούσε την πρώτη πρακτική τους εξάσκηση! Είχαμε ιππείς και οι περισσότεροι δεν είχαν ίππους!» άστε δε που ο στρατιωτικός μας εξοπλισμός ήταν απαρχαιωμένος σε σχέση με τα σύγχρονα όπλα καθώς και την τεχνογνωσία των αντιπάλων (που είχαν Γερμανούς εκπαιδευτές).
Το μέτωπο της Ηπείρου κρατά λίγο αλλά της Θεσσαλίας καταρρέει αμέσως. Οι Τούρκοι λίγο ακόμα θα έμπαιναν και στην Αθήνα. Ευτυχώς για μας τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων σταματούν την προέλαση του εχθρικού στρατού και επιτάσσουν ανακωχή. Η κυβέρνηση παραιτείται υπό το βάρος της αβάστακτης ήττας.
Οι ενθουσιώδεις και περήφανοι πατριώτες που έτρεχαν στα σύνορα πιστεύοντας ότι θα ελευθερώσουν το σκλαβωμένο έθνος γυρίζουν ντροπιασμένοι πίσω.
Ο Παύλος Μελάς ανθυπολοχαγός τότε του πυροβολικού από την πρώτη γραμμή της μάχης κατέγραψε σε επιστολή του το αποκαρδιωτικό θέαμα. «Μακροτάτη σειρά ανθρωπίνων όντων ………. εφαίνετο βραδέως χωρούσα διά της ερήμου πεδιάδος. Ουδείς ετόλμησε να σηκώση τα βλέμματά του, διότι όλοι εντρέποντο». Εκείνο το Πάσχα περιγράφει ένας άλλος σχολιαστής κανείς Έλληνας δεν έβαψε κόκκινα αυγά και δεν έψησε οβελία.
Η επόμενη κυβέρνηση αναλαμβάνει να διαπραγματευτεί την επώδυνη ανακωχή. Αναγκάζεται να υπογράψει την επονείδιστη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης όπου προβλέπεται καταβολή πολεμικής αποζημίωσης 4,000,000 τουρκικών λιρών στην Πύλη. Που να βρει τόσα εκατομμύρια η χρεοκοπημένη Ελλαδίτσα; Εδώ καταφτάνουν οι καλοί μας φίλοι και ευεργέτες, οι διεθνείς τραπεζίτες, οι οποίοι έχουν όλη την διάθεση να μας παραχωρήσουν δάνειο για να εξοφλήσουμε τις υποχρεώσεις μας. Φτάνει μόνο να τους εγγυηθούμε την αποπληρωμή του με ασφάλεια. Έτσι για να πάρει αυτό το δάνειο η Ελλάδα εκχωρεί κρατικές εισπράξεις από τα μονοπώλια στα χαρτόσημα, στο αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα , στα τραπουλόχαρτα…
Σε περίπτωση δε, που οι πρόσοδοι αυτές δεν επαρκούσαν, προβλέπονταν να πάρουν και από τους δασμούς των τελωνείων Λαυρίου, Πατρών, Βόλου και Κερκύρας. Στην ουσία τα έσοδα του κράτους δεν πήγαιναν στα ταμεία του αλλά στα ταμεία των δανειστών. Επίσης οι δανειστές μας είχαν λόγο και στους διορισμούς των δημοσίων υπαλλήλων.
Τις εισπράξεις αυτές απέδιδε η χώρα μας από τότε έως και το 1981, που μπήκαμε στην EOK!
Κάτι σας θυμίζει όλο αυτό το σκηνικό; Σαν να σας βλέπω τώρα μπροστά μου να κουνάτε το κεφάλι. Γιατί είμαι σίγουρη σκέφτεστε και σεις ότι κι εγώ. Πόσο όμοια είναι τα γεγονότα του τότε και του τώρα. Πόσο αποδεικνύεται η ρήση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Εγώ πάντως διαβάζοντας όλα αυτά τα γεγονότα αναρωτήθηκα αν στην χώρα μας θα συμβαίνουν και στο μέλλον ίδια περιστατικά. Δηλ. μόλις ξεπληρώσουμε και τούτες δω τις σημερινές δανειακές υποχρεώσεις, θα δημιουργηθεί κάποιο αντίστοιχο νέο περιστατικό που θα μας αναγκάσει να μπούμε πάλι στην ίδια γαϊτανάκι χρέους και υποτέλειας. Άραγε θα μάθουμε ποτέ από τα προηγούμενα λάθη μας;
Όμως ο ατυχής αυτός πόλεμος, το μαύρο 97, όπως εκλήθη είχε επίσης και κάποια θετικά. Την επόμενη χρονιά παραχωρήθηκε αυτονομία στην Κρήτη (αν και πιστεύω ότι μάλλον δικά τους συμφέροντα τακτοποιούσαν οι φίλες μας οι Μεγάλες δυνάμεις και όχι δικά μας. Εν τω μεταξύ είχαν προηγηθεί σφαγές Χριστιανών Ελλήνων και Εγγλέζων από τους Τούρκους καθώς και πράξεις αντρείας- βλέπε Καγιαλές- που σημάδεψαν όλο αυτό το περιστατικό). Το άλλο μεγάλο θετικό ήταν ότι αντιλαμβανόμενες οι επόμενες Ελληνικές κυβερνήσεις την σημασία του ετοιμοπόλεμου και καλά εξοπλισμένου και εκπαιδευμένου στρατού έδωσαν την πρέπουσα σημασία στο θέμα αυτό. Τα αποτελέσματα της τακτικής αυτής φάνηκαν λίγα χρόνια μετά, στις στρατιωτικές επιτυχίες της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους.
Λένε πως και από τούτη δω την σημερινή κρίση των μνημονίων έχουν βγει μερικά καλά. Πως συνειδητοποιήσαμε τον κατήφορο που είχαμε πάρει και σιγά σιγά τον διορθώνουμε.
Το ακούω αυτό και το σκέπτομαι. Το ντουσουντίζω που λέγανε οι παλιοί. Δεν ξέρω αν έχωμε μάθει κάτι από όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια. Το ελπίζω. Το ελπίζω για χάριν των νέων ανθρώπων που ξεκινούν τώρα, γεμάτοι οράματα την ζωή τους.