Δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά από τις αρχές του Νοέμβρη, άρχισαν να γίνονται στα παντός είδους μέσα μαζικής ενημέρωσης, αφιερώματα για τον Μανόλη Ανδρόνικο, τον άνθρωπο που ονομάστηκε ο εθνικός μας αρχαιολόγος. Έχει αυτός ο μήνας την σημασία του γιατί στις 8 του Νοέμβρη του 1977 μπήκαν αυτός και οι συνεργάτες του για πρώτη φορά σε έναν ασύλητο, Μακεδονικό, αρχαίο τάφο, γεμάτο θαυμαστά ευρήματα. Στις 24 του ίδιου μήνα ο καθηγητής δήλωσε με θάρρος και παρρησία, αγνοώντας όλες τις κακεντρεχείς και ζηλόφθονες γλώσσες, ότι στηριγμένος σε ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις, «έχει το δικαίωμα να πει» πως ο μεγάλος αυτός τάφος μπορεί να ανήκε στον Φίλιππο τον Β’, τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ενδείξεις με πολλαπλή σημασία και σπουδαιότητα. Γιατί μέχρι τότε ξέραμε για το έθνος των Μακεδόνων έτσι όπως το ανέφεραν οι αρχαίους συγγραφείς, αλλά δεν είχαμε αποδείξεις για τα γραφόμενά τους. Και η έλλειψη ευρημάτων έδινε το δικαίωμα σε διάφορους να αποκαλούν το βασίλειο αυτό βαρβαρικό και να υποστηρίζουν ότι ήταν μακριά από τις τέχνες και τον πολιτισμό των υπολοίπων πόλεων της αρχαίας Ελλάδας. Όλα αυτά ανατράπηκαν μετά τις ανακαλύψεις του Μανόλη Ανδρόνικου στο μέρος που σήμερα λέγεται Βεργίνα. Που κάποτε στα χρόνια πριν από τον Χριστό λεγόταν Αιγές και ήταν η αρχική πρωτεύουσα του βασιλείου των Μακεδόνων. Αιγές ονομάστηκε μετά από έναν χρησμό του Μαντείου των Δελφών που συμβούλευε τον πρώτο βασιλιά να χτίσει μια πόλη εκεί που θα έβλεπε χιονόλευκες γίδες με λαμπερά κέρατα να κοιμούνται. Η πόλη χτίστηκε περίπου τον 7ο αιώνα π.Χ. άκμασε κι ακόμα όταν μεταγενέστερα η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Πέλλα, διατήρησε τον συμβολισμό της ως λίκνο της δυναστείας των Τημενιδών των Μακεδόνων βασιλέων δηλ. Παρέμενε δε πάντα, τόπος σημαντικών τελετών καθώς και βασιλική νεκρόπολη.
Πρώτος που έσκαψε στην περιοχή ήταν ο Γάλλος Λεόν Εζέ ήδη από το 1861. Μετά στον ίδιο τόπο έκανε έρευνες ο καθηγητής Κωνσταντίνος Ρωμαίος με βοηθούς κάποιους από τους φοιτητές του (και τον Ανδρόνικο) την δεκαετία του 1930. Και οι δύο αυτοί αρχαιολόγοι βρήκαν από έναν τάφο που σήμερα έχει το όνομά τους. Τις εργασίες σταμάτησε ο πόλεμος. Το 1949 ο Ανδρόνικος επέστρεψε στην Βεργίνα ως επιμελητής αρχαιοτήτων. Έσκαψε με κάποια χρονικά κενά το νεκροταφείο των τύμβων αλλά και το ανάκτορο στην πεδιάδα κοντά του, χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Ώσπου η επιμονή του επιστήμονα να ψάξει έναν λόφο που έμοιαζε παράταιρος, την μεγάλη τούμπα, απέδωσε. Σκάβει σε έναν λάκκο που είχε ανοίξει σε κάποιο λοφίσκο. Μπαίνει πρώτα στον τάφο με την καταπληκτική τοιχογραφία της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. «Και μόνο αυτό να βρίσκαμε», έλεγε ο καθηγητής, «θα ήταν αρκετό». Γιατί για πρώτη φορά ένα έργο τόσο υψηλής τέχνης, μας δίνει μια εικόνα της ζωγραφικής στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.
Βρήκαν όμως κι άλλα, κι άλλα. Στον επόμενο τάφο σώζονται ακέραια τόσο τα χρωματικά, με μια θαυμάσια τοιχογραφία κυνηγιού, όσο και τα αρχιτεκτονικά του μέλη. Και μια μοναδική μαρμάρινη θύρα που φύλαγε τον αιώνιο ύπνο του επιφανούς νεκρού, που αναπαυόταν μέσα. Αλλά το δέος και ο θαυμασμός ήρθε με τα ευρήματα που ήταν εντός του τάφου.
«Με ρωτούν συχνά», λέει ο ίδιος ο ανασκαφέας. «Πως άντεξα όταν τα είδα όλα αυτά. Μα πρώτα, είδα μόνο την μαρμάρινη σαρκοφάγο. Μετά την καταγραφή, την ταξινόμηση και την φωτογράφηση των ευρημάτων, αγγείων, όπλων υφασμάτων, δερμάτων, που βρίσκονταν στο δάπεδο, κατεβήκαμε με τους συνεργάτες μου και σηκώσαμε το βαρύ της κάλυμμα. Αντικρίσαμε την χρυσή λάρνακα με το 16κτινο αστέρι και τον ρόδακα στην μέση του. Θαμπωθήκαμε από την λάμψη του χρυσού. Έπιασα τις δυό γωνίες από το καπάκι και το άνοιξα. Τότε μας έπιασε όλους ένα δέος, ένα σύγκρυο όταν είδαμε τα οστά και το χρυσό στεφάνι που τα περιέβαλε. Λίγο αργότερα η σκέψη ότι αυτά τα οστά που ακούμπησα μπορεί να ήταν του Φιλίππου με συγκλόνισε. (Θαρρώ πως αυτή η στιγμή που γεφύρωσε είκοσι τρεις αιώνες χρόνου, κατά την οποία συνομίλησε ένας τωρινός άνθρωπος με ένα πρόγονό μας δεν θα μπορούσε να αφήσει κανένας αδιάφορο. Είναι από μόνη της μια στιγμή που εγγράφεται στην αιωνιότητα του σύμπαντός μας). Την ίδια συγκίνηση ένοιωσα, συνεχίζει, όταν βρήκα κάποια ελεφαντοστέϊνα κεφαλάκια που κατά την γνώμη μου απεικόνιζαν τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Η χρονιά του 1977 έκλεισε με αλλεπάλληλες εκπλήξεις και συγκινήσεις, γιατί είχαμε συνεχώς νέα εντυπωσιακά ευρήματα».
Ωστόσο η ανασκαφή δεν τέλειωσε το έτος αυτό. Συνεχίστηκε, ακόμα και μετά τον θάνατο του καθηγητή το 1992. Ξέρομε πια ότι ο αρχαιολογικός χώρος της Βεργίνας αποτελείται από μια αρχαία πόλη, τις Αιγές, με ακρόπολη, θέατρο, ανάκτορο, αγορά, δημόσια κτήρια και από ένα εκτενές νεκροταφείο.
Τα ανασκαφικά ευρήματα του Ανδρόνικου μας έδειξαν το ποιοι ήταν οι Μακεδόνες. Το αποδεικνύουν ο τρόπος και τα έθιμα ταφής των βασιλικών νεκρών. Η καύση του νεκρού, το πλύσιμο των οστών με κρασί, η τοποθέτησή τους στην λάρνακα, οι τιμητικοί αγώνες. Έτσι ακριβώς όπως περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, την κηδεία του Πατρόκλου. Μας έδειξαν επίσης ότι η κοινωνία αυτή δεν ήταν βάρβαρη και άξεστη όπως πιστευόταν για πολύ, αλλά ότι απολάμβανε αγαθά με υψηλό βαθμό τέχνης εφάμιλλο και της υπόλοιπης Ελλάδας. Το αποδεικνύουν οι ζωγραφιές που είναι διάσπαρτες στα οικοδομήματα των τάφων καθώς και τα χρυσά αντικείμενα που περιέχονται μέσα. Που είναι άρτια καλλιτεχνήματα εξαιτίας της λεπτεπίλεπτης δουλειάς που έχουν και όχι επειδή είναι χρυσά. Το στεφάνι δρυός που σκέπαζε τα οστά του Φιλίππου έχει 313 εξαίσια δουλεμένα φύλλα βελανιδιάς και 68 βελανίδια.
Η εύρεση των βασιλικών τάφων στην Βεργίνα από τον Μανόλη Ανδρόνικο, θεωρείται από τα κορυφαία αρχαιολογικά γεγονότα του 20ου αιώνα, παγκοσμίως. Ο ίδιος έλεγε «πως πήγε στην Βεργίνα 17 χρονών μαθητής και πέρασε όλη του τη ζωή εκεί. Πως βλέπει πια τους φοιτητές του να έχουν πάρει την σκυτάλη να διδάσκουν και να σκάβουν στα βήματά του. Είναι ωραίο αυτό έλεγε ο καθηγητής. Δείχνει πως κάθε επιστημονική έρευνα, θέλει υπομονή, θέλει επιμονή, θέλει αφοσίωση,. Θέλει ένα μεράκι στο τέλος τέλος, δεν είναι κάτι το προγραμματισμένο. Δουλεύεις και ξαφνικά κερδίζεις κάτι πολύ σημαντικό. Μια γνώση, βρίσκεις ένα ωραίο εύρημα που σου δίνει ικανοποίηση πρώτα γιατί πέτυχες εσύ στην δουλειά σου κι ύστερα γιατί χάρισες και στους άλλους κάτι. Όταν σήμερα βλέπω κόσμο να έρχεται εδώ και να θαυμάζει αυτό το ανάκτορο, αυτά τα ερείπια λέω μέσα μου πως κάτι βοήθησα κι εγώ για να έχουν την δυνατότητα και άλλοι άνθρωποι να χαρούν και να κερδίσουν από αυτήν τη θέαση».
Ευχαριστούμε κε καθηγητά γι αυτό το τεράστιο «κάτι» σας.