Kυριακή 21 Νοεμβρίου. Με βρίσκει να σουλατσάρω στην οδό Χάληδων. Ο καλός καιρός έχει ωθήσει εμένα και πολύ κόσμο να βγούμε και να περπατήσουμε στην πόλη.
Να χαρούμε την λιακάδα και την επίπλαστη ελευθερία που μας προσφέρει η τελευταία ημέρα πριν την εφαρμογή των αυστηρότερων μέτρων του κορωνογιού. Είναι και η γιορτή της σήμερα. Της Παναγίας, της Μητρόπολής μας. της Τριμάρτυρης. Να μην περάσωμε να ανάψωμε ένα κεράκι; Για μένα η εκκλησία αυτή είναι συνυφασμένη με την παιδική μου ηλικία . Με το κοντινό της δημοτικό μου σχολείο, με τους εκκλησιασμούς, το κατηχητικό αλλά και την Κυριακάτικη λειτουργία μαζί με όλη την οικογένεια. Κάθε φορά που μπαίνω μέσα αναλογίζομαι αυτό το κοριτσάκι που στεκόταν ήσυχο (κουρασμένο αλλά ήσυχο), άκουγε τις ψαλμωδίες και χάζευε τις εικόνες, τις αγιογραφίες, τον άμβωνα, τους ιερείς με τα στολισμένα άμφια και το τελετουργικό της λειτουργίας. Τότε όλα αυτά, η εκκλησία, το σχολείο, η πόλη ήτανε δεδομένα. Ήταν η καθημερινότητα και η ζωή μας. Μεγαλώνοντας άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Κι αυτός ο ναός των παιδικών μου ματιών και χρόνων κατάλαβα πως ήταν πιο σημαντικός από την σπουδαιότητα που του έδιναν οι παιδιάστικες μου αναμνήσεις, Τρίκλιτη βασιλική την λένε, με αρχιτεκτονικά στοιχεία που παραπέμπουν στον καιρό της Ενετοκρατίας και με ωραιότατες αγιογραφίες από θαυμαστούς ντόπιους ζωγράφους. Και την είπανε Τριμάρτυρη γιατί κάθε κλίτος της είναι αφιερωμένο σε άλλον άγιο. Το κεντρικό πάντως ανήκει στην Παναγιά . Ναός συνυφασμένος με την ζωή της πόλης από την δεκαετία του 1850 που κτίστηκε. Και τι δεν έχει δει αυτή η εκκλησιά. Είδε πολλούς καταπιεσμένους και βασανισμένους Χριστιανούς-άραγε πως πορευτήκανε οι Χριστιανοί μαζί με τους Τούρκους μέσα στις επαναστάσεις από το Αρκάδι και μετά; Ξέρωμε ότι στην εξέγερση του 1897 κάηκαν τα χριστιανικά μαγαζιά που ήταν κτισμένα απέξω. Σίγουρα η συμβίωση δεν ήταν εύκολη. Είχε πολλά αγκάθια. Υστερότερα είδε τον ερχομό του πρίγκηπα αρμοστή που έφερνε ελπίδες πολλές, για ελευθερία. Σε λίγο την διάψευση τους. Τους καινούργιους αρμοστές που έρχονταν χωρίς να φέρνουν το χαρμόσυνο νέο. Ευτύχησε όμως το 1913 να δει, τον δικό μας Λευτέρη μαζί με τον βασιλιά να γιορτάζουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Και μετά από είκοσι τρία χρόνια είδε την κηδεία του. Και την κηδεία του γιού του. Στο ενδιάμεσο πολέμους, βομβαρδισμούς και καταστροφές. Θαρρώ όμως ότι και πριν , πριν ακόμα χτιστεί η εκκλησία, η Παναγία ήταν ανέκαθεν μέσα στην ζωή της πόλης. Ανακατεμένοι οι θρύλοι κι οι παραδόσεις με την ιστορία και την πραγματικότητα. Κουβάρι αξεδιάλυτο. Που να βρίσκεται άραγε η αλήθεια; Εκκλησία παλιά αφιερωμένη στην Παναγία, ήταν κτισμένη στο ίδιο μέρος, άλλοι λένε από τον 11ο κι άλλοι από τον 14ο αιώνα. Ξέρουμε ότι κάποια στιγμή ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από του Ενετούς σαν αποθήκη του απεναντινού καθολικού μοναστηριού των Καπουτσίνων.
Μετά, όταν οι Τούρκου κατέλαβαν τα Χανιά το 1645, χρησιμοποίησαν το μέρος, χωρίς να του αλλάξουν διαρρύθμιση σαν εργοστάσιο παρασκευής σαπουνιού. Μόνο που το σαπούνι που έφτιαζαν εκεί δεν ήταν, λέει, καλής ποιότητας. Όσο και να πρόσεχαν, όσο και να αγόραζαν τα καλύτερα υλικά, το σαπούνι δεν ήταν καλό. Και ο μάστορας που το έψηνε, έβλεπε συνέχεια μια γυναίκα στον ύπνο του να τον διώχνει και να του λέει πως «δεν θέλει σαπουναριά στο σπίτι της». Γύρω στο 1840 η σαπωνοποιία ανήκει στον Μουσταφά Ναϊτλή πασά. Αυτόν που τον ονομάσανε Γκιριτλή (Κρητικό) γιατί είχε έρθει πολύ νέος στην Κρήτη, πολέμησε εναντίον των Κρητικών για περίπου μισό αιώνα, αναρριχήθηκε σε μεγαλύτερα αξιώματα και έγινε σπουδαίος, τρανός και πλούσιος. Μ αυτόν πολέμησε το 1824 ο Χ΄Μιχάλης Νταλιάνης στο Φραγκοκάστελλο, τότε που φανήκανε πρώτη φορά οι δροσουλίτες. Αυτός ήταν που πολιόρκησε το 1866 το Αρκάδι, τότε που οι υπερασπιστές του το ανατίναξαν. Ο θρύλος όμως λέει, ότι αυτός ο σκληρός άνθρωπος και ανελέητος διώκτης των Χριστιανών, μέσα σε μια γωνιά της επιχείρησής του είχε την εικόνα της Παναγιάς αυτήν την ίδια την παλιά, που ποιος ξέρει με τι τρόπο είχε φτάσει ως τα χέρια του. Κι είχε επιφορτίσει τον αρχιμάστορά του να κρατά καθημερινά, αναμμένο ένα καντήλι μπροστά της. Στο σαπουναριό υπάρχει ένα πηγάδι. Εκεί μέσα έπεσε, λένε, το παιδί του Μουσταφά. Κι αυτός παρακάλεσε την κυρά της εικόνας να το σώσει. Το παιδί γλύτωσε. Ο Μουσταφάς έγινε βεζύρης στην Κωνσταντινούπολη και όταν οι Χανιώτες ζητούν από την Υψηλή Πύλη χώρο για να κτίσουν καινούργια εκκλησιά, γιατί οι Άγιοι Ανάργυροι δεν τους χωρούνε πια, θυμούμενος το θαύμα, τους παραχωρεί το μέρος. Συγχρόνως στέλνουν 100,000 γρόσια ο Σουλτάνος κι 30,000 ο ίδιος για να κτισθεί. Και ο τεχνίτης που είχε πάρει φεύγοντας την εικόνα μαζί του, την επιστρέφει πίσω. Η εικόνα με την Παναγιά παιδούλα να πηγαίνει στον ναό, τοποθετείται στην είσοδο της εκκλησιάς κι από εκεί φυλά και σκέπει την πόλη μας, μέχρι σήμερα. Δεν είχε τον κόσμο των περασμένων καλών ημερών την προηγούμενη Κυριακή, όταν την επισκέφθηκα. Η πανδημία έχει κάνει κι εδώ το θαύμα της. Είδα όμως αρκετούς νέους στην εκκλησιά. Σκέφτομαι πως παλιότερα η πίστη ήταν μεγάλο καταφύγιο για τους ανθρώπους. Στις μέρες μας που η θρησκεία, σαν κι άλλα, είναι στο στόχαστρο και αμφισβητείται, άραγε τι μπορεί να γίνει αποκούμπι για τους αναγκεμένους και πονεμένους της εποχής μας;