O Ρεθεμιώτης Ν. Παπαδογιαννάκης στο βιβλίο του Δυό κιβωτάρια και μια ιστορία, γράφει:
«Στου Φιρκά ήταν από νωρίς μαζωμένη όλη η πολιτεία για τη σημαντική στιγμή.
Οι στρατιώτες έκαμαν κορδόνι και παρουσίασαν όπλα στο πρόσταγμα του αξιωματικού του αγήματος, καθώς φάνηκαν στο βάθος να ‘ρχονται οι επίσημοι. Προπορευόταν ο Κωνσταντίνος, ορθόστητος στην μεγάλη του στολή. Δίπλα του ο Λευτέρης και πίσω του ακολουθούσε ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης με τον καπετάν Μάντακα …..
Σίμωσαν στο σημαιοστάσιο. Ο σφοδρός άνεμος καταχτυπούσε απάνω ψηλά τη σημαία της Πολιτείας της μισής λευτεριάς. ….
Ένας στρατιώτης πλησίασε ως ακούστηκε η σάλπιγγα. Το πλήθος είχε βουβαθεί. Μόνο ο βρόντος των κυμάτων στα βράχια ακουγόταν. Ο στρατιώτης άπλωσε τα χέρια κι έλυσε το σκοινί. Η σημαία χαμήλωσε γοργά, σαν πουλί χτυπημένο από τον άνεμο, και βρέθηκε ξέπνοη στα χέρια του στρατιώτη. Στο δεύτερο σάλπισμα, δέθηκε η καινούργια∙ της λευτεριάς. Μονομιάς από την μπάντα ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος του Ελεύθερου Βασιλείου και σκέπασε το μούγκρισμα της θάλασσας. Ο Κωνσταντίνος έπιασε το σκοινί. Τα χέρια του διέκρινε ελαφρή τρεμούλα. Σταμάτησε. Γύρισε κι έγνεψε προς τον Χατζή Μιχάλη και στον Μάντακα. Τους έδωκε το σκοινί. Τα γερασμένα χέρια το ‘πιασαν δυναμικά, σταθερά. Ο Χατζή Μιχάλης κοίταξε κατάματα τον Κωνσταντίνο κι ύστερα, με μια κίνηση γεμάτη νεανική ορμή, τράβηξε το σκοινί. Το ασπρογάλανο πανί όρμησε και χύθηκε ψηλά, ξεδιπλώθηκε και πλατάγισε στον αέρα κι έφτασε μέχρι την κορφή. Τα δάκρυα του καπετάνιου είχαν βρέξει την κατάλευκη γενειάδα του….»
Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ αναφέρει στην ανταπόκρισή της από τα Χανιά τον Δεκέμβρη του 1913:
«Ο Βασιλεύς απεβιβάσθη …. εν μέσω πανδαιμονίου κανονιοβολισμών, θυέλλης ζητωκραυγών και συριγμάτων των σειρήνων των πλοίων……. όπου δε διέκρινε το μάτι του γέροντας αγωνιστάς, επροχώρει πρώτος και έσφιγγεν ανοικτόκαρδα καθενός το χέρι. Οι αγωνισταί αντί παντός άλλου χαιρετισμού, δακρύοντες, του εφώναζαν:
– Χριστός Ανέστη Βασιληά!».
Διαβάζω για πολλοστή φορά αυτά τα αποσπάσματα. Προσπαθώ να μπω στην στιγμή. Να καταλάβω την αίσθηση αυτού του γεγονότος που το περιμέναμε οι Κρητικοί, κοντά εφτακόσια χρόνια. Γιατί δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι. Πριν από αυτούς ήσαν οι Βενετσιάνοι. Ίσα κακοί αφέντες και τύραννοι κι οι δυό. Να σκοτώσουν, να βασανίσουν. Να βιάσουν, να στείλουν στα σκλαβοπάζαρα. Να πιέσουν τους κατοίκους για να αλλαξοπιστήσουν. Να απομυζήσουν όσο γίνεται τον πλούτο του νησιού, έμψυχο και άψυχο.
Τώρα όμως, τα ψέματα τελειώσανε. Η λευτεριά ήρθε για το πολύπαθο νησί μας, τούτη τη μέρα της 1ης του Δεκέμβρη του 1913, Οι δυο αγωνιστές σηκώνουν, τιμής ένεκεν, την σημαία. Στα πρόσωπά τους δικαιώνονται όλοι αυτοί που πολέμησαν τούτα τα δίσεχτα χρόνια. Οι παρόντες μα πιο πολύ, όσοι λείπουν. Αυτοί που έδωσαν ακόμα και την ζωή τους για την Ένωση. Κάθε οικογένεια κάνει σήμερα το δικό της προσκλητήριο απόντων. Κι ο πρωτοκαπετάνιος ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης μετρά τους σκοτωμένους του. Θαρρώ όμως πως τους κάνει χαλάλι της λευτεριάς.
Διαβάζω για τον ήρωα αυτό. Βλέπω ντοκιμαντέρ. Ημίθεο της Κρήτης, τον ονομάζουν κάποιοι. Αγωνιστή ήρωα, εφάμιλλο του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη τον λένε άλλοι. Όσο πιο πολύ τον γνωρίζω, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει ο θαυμασμός μου. Τα στρατιωτικά του κατορθώματα είναι λίγο πολύ γνωστά. Από πολύ νέος στα 25 του, το 1855 ξεκινά τον αγώνα κατά των κατακτητών. Μάχεται εναντίον τους με όλες του τις δυνάμεις μέχρι το 1897.
Μπροστάρης σε όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. (Και ήταν κάμποσες). Στην Ελλάδα πολέμησε με το επίλεκτο τάγμα Κρητών. Και στην Ρωσία, όπου βρίσκεται αυτοεξόριστος για κάποια χρόνια, ανέρχεται στα υψηλότερα στρατιωτικά αξιώματα και τιμάται με δώρα και με ισόβια μεγάλη σύνταξη.
-Έχω παντρεφτεί την Κρήτη απαντά όταν οι Ρώσοι προσπαθούν να τον κρατήσουν εκεί με ένα συνοικέσιο.
Όπου και να είναι, γυρίζει πάντα πίσω. Στην πατρίδα, στους πολέμους και στις δυσκολίες. Μα και στην ελπίδα. Οι αγώνες, οι φυλακίσεις και οι αποδράσεις του έχουν γίνει θρύλος. Οι Τούρκοι εξαιτίας του θάρρους, της αντρειωσύνης και της ευφυΐας του τον αποκαλούν καρά σειτάν (μαύρο διάβολο).
Παντού τιμημένος και δοξασμένος. Σκεφτείτε ότι ο πασάς Χουσεΐν Αυνή όταν τον έπιασε καυχήθηκε πως έπιασε τον Αχιλλέα της Κρήτης. Και όταν τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη στην Υψηλή Πύλη, έγινε για την πράξη του αυτή, μεγάλος Βεζύρης. Οι ίδιοι οι Τούρκοι του παραχωρούν, αμνηστία, του τάζουν αξιώματα και πλούσια ζωή φτάνει να αλλαξοπιστήσει. Πράγμα που δεν θέλει ούτε να το ακούσει.
Όταν η Κρήτη κηρύσσεται αυτόνομη πολιτεία, πάλι αυτός είναι μπροστάρης. Πληρεξούσιος της Κρητικής Εθνοσυνέλευσης, βουλευτής Χανίων και πρόεδρος της Διοικούσας Επαναστατικής Επιτροπής (πρωθυπουργός δηλ.). Όπου χρειάζεται να επεμβαίνει, να διοικεί, να συμφιλιώνει.
Ο Κωνσταντίνος Σκόκος στο Ημερολόγιο του 1886, που ήταν το δημοφιλέστερο έντυπο της εποχής του, γράφει μεταξύ άλλων: « …. Ουδέποτε ουδαμού κατηγορήθη ότι επιβουλεύται τα κοινά προς το ίδιον συμφέρον ή προς τους συγγενείς αυτού χαριζόμενος…… Αι αδιαφιλονίκητοι αυταί αρεταί του προσέδωσαν τοιούτον γόητρον εν τη φαντασία του Κρητικού λαού ώστε πολλαχού απεδόθησαν εις αυτόν και μυθικαί ιδιότητες».
Ο πρόξενος της Αμερικής Ουίλιαμ Στίλλμαν γράφει: «Ο Χατζή Μιχάλης, αναμφιβόλως διεδραμάτισε τον σπουδαίοτατον πρόσωπον της επαναστάσεως. Πολλάκις παρετήρησα ότι οι Κρήτες ασυναισθήτως επαναλάμβαναν την ομηρικήν περιγραφήν του Αχιλλέως προκειμένου περί του Χατζή Μιχάλη… Η Κρήτη δύναται ευλόγως να σεμνύνητε επί τοιούτοις τέκνοις»,
Μια παροιμία λέει «όπου φελά κανείς, παντού φελά». Έτσι και ο πρωτοκαπετάνιος δεν είναι μόνο στα άρματα άξιος. Είναι και στα γράμματα. Όταν βρίσκεται στην Ρωσία γράφει την Κρητικοπούλα έργο 4,029 δεκαπεντασύλλαβων στίχων, όπου εξιστορεί τα πάθη του Κρητικού λαού αλλά και τα βιώματα του ίδιου από την επανάσταση του 1866.
Ο αετός της Μαδάρας άφησε την τελευταία του πνοή το 1916. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και οι φίλοι και συγχωριανοί του τον μετέφεραν, κατά πως παραδίδεται, στα χέρια μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα στον Ομαλό, όπου είχε φτιάξει ο ίδιος τον τάφο του.
Στέκομαι νοερά μπροστά στην προτομή του καπετάνιου στην πλατεία 1866. Εμείς, οι περισσότεροι από εμάς, την προσπερνάμε αδιάφορα χωρίς να αναρωτιώμαστε ποιος ήταν ο άνθρωπος που αναπαρίσταται και τι πρόσφερε. Μα εγώ τον φαντάζομαι να ατενίζει από εκεί ψηλά τους ανθρώπους που κυκλοφορούν ελεύθερα κοντά του (και που ο ίδιος συνέβαλε πολύ για τούτο) και να απευθύνει στους σημερινούς νέους κάποιους στίχους από την Κρητικοπούλα του.
«Λαέ της νέας γενεάς και δουλομένης Κρήτης
Τους πόθους των πατέρων σου ξετέλεψ’ ως πολίτης
Σ’ αφιερώ τα βάσανα, σου μεταδίδω πόνους
Και να φανής αντάξιος σαν ούλους τους προγόνους».