Αυτές τις ημέρες διάβασα ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Στενάχωρο γιατί μιλά για ένα πονεμένο θέμα, για το ναυάγιο του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, αλλά εξαιρετικό. Το υπογράφει ο τελευταίος διασωθείς του ναυαγίου ο Παναγιώτης Μπελώνης μαζί με την κόρη του την Πηγή. Ο μπαμπάς μίλησε για την εμπειρία του και η κόρη έκανε την έρευνα για τα πώς και τα γιατί. Και μας προσέφεραν ένα πολύτιμο έργο. Πολύτιμο, γιατί βρίσκεις σε ένα τόμο από την μια μεριά στοιχεία, τεκμήρια, φωτογραφίες, ντοκουμέντα . Και από την άλλη μας δίνει το χρονικό του ταξιδιού και της διάσωσης του 37χρονου τότε Παναγιώτη. Το ημερολόγιο ενός παρ ολίγον θανάτου, μιας και ο Παναγιώτης κατάφερε να διασωθεί αφού πάλεψε με τα κύματα για δέκα τρεις ώρες. Έπεσε στην θάλασσα στις 2 μετά τα μεσάνυχτα την ώρα που το πλοίο ήταν έτοιμο να βουλιάξει και τον περισυνέλεξαν την άλλη ημέρα στις 3 το μεσημέρι. (Αναλογίζομαι πόσες φορές έχω πάθει υποθερμία επειδή κολύμπησα λίγα λεπτά παραπάνω από το κανονικό κι απορώ. Πως τα κατάφερε; Πως άντεξε;)
Όλο το βιβλίο είναι μια μαρτυρία. Μαθαίνεις πράγματα. Γιατί ένα καινούργιο πλοίο, ένα που διαφημιζόταν ως το μεγαλύτερο, ταχύτερο και ασφαλέστερο, βυθίστηκε τόσο εύκολα; Γιατί δεν υπήρξαν περισσότεροι επιζώντες; Γιατί άργησαν τόσο πολύ να ξεκινήσουν οι έρευνες διάσωσης; Γιατί τόσες διαδικασίες αιχμής, καίριες για την σωτηρία των επιβατών παρακάμφθηκαν και στην ουσία τα μέτρα ασφαλείας δεν τηρήθηκαν ποτέ; Γιατί δεν τιμωρήθηκαν οι υπεύθυνοι μετά;
Γιατί δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη; Γιατί; Γιατί;
Το βιβλίο, το ξαναλέω, για μένα είναι συγκλονιστικό. Διαβάζοντάς το πολλά μου κάνουν εντύπωση, πολλά με προβληματίζουν, πολλά με σοκάρουν. Και πάρα πολλά με πονάνε. Κι ας έχουν περάσει από τότε πενήντα πέντε χρόνια. Στέκομαι σε δύο μόνο από αυτά.
Το πρώτο είναι, το πόσο εύκολα απαξιώθηκε η ανθρώπινη ζωή. Από την πρώτη στιγμή της μετασκευής του πλοίου από φορτηγό σε οχηματαγωγό, μέχρι τότε που του χορηγούσαν τη άδεια «συνεχίσεως των πλόων», μέχρι τα λειψά σωστικά μέτρα, μέχρι τις λαθεμένες αποφάσεις των υπευθύνων το μοιραίο βράδυ, μέχρι τις κυβερνητικές αποφάσεις που σταθήκανε πάντα στο πλευρό των ιδιοκτητών εφοπλιστών, μαθαίνεις ότι ο στόχος ήταν πάντα ένας. Το κέρδος. Το πλοίο αυτό, έπρεπε να έχει χώρους για πολλούς επιβάτες και φορτηγά, μεγαλύτερους και περισσότερους από τα ανταγωνιστικά. Έπρεπε να φεύγει εγκαίρως, να κάνει το ταξίδι σε λιγότερες ώρες και να φτάνει πρώτο από όλα στον προορισμό του, με οποιοδήποτε κόστος. Και να μην αφήσει τίποτα να το εμποδίσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Γι αυτό και οι παρανομίες, οι παραλείψεις, τα ελλιπή μέτρα, οι λάθος αποφάσεις.
Το δεύτερο και πιο σημαντικό, για μένα τουλάχιστον, είναι οι άνθρωποι. Οι σκέψεις και οι πράξεις τους. Μέσα από τις αφηγήσεις του Παναγιώτη (διάβασα πως έχει φύγει από τον κόσμο τούτο, αυτός ο άγνωστός μου άνθρωπος. Όμως μέσα από την αφήγησή του έμαθα τόσα γι αυτόν που τον αισθάνομαι πολύ οικείο) βλέπεις συμπεριφορές και χαρακτήρες. Μέσα από τις πράξεις φανερώνονται οι άνθρωποι, οι ιδέες τους, η ηθική τους. Το μεγαλείο, η ανθρωπιά ή η μικρότητά τους. Γεμάτο είναι τούτο το βιβλίο από τέτοιες ενέργειες. Από το μέλος του πληρώματος που λίγο πριν βουλιάξει το πλοίο έριχνε στην θάλασσα οτιδήποτε ήταν δυνατόν να επιπλεύσει. Από τον ασυρματιστή που έμεινε μέχρι το τέλος, για να δώσει το μήνυμα. Από την συμπεριφορά του πλοιάρχου που επέμενε εμμονικά στις λαθεμένες επιλογές του.
Μα πιο πολύ στέκομαι στις σκέψεις του ίδιου του ναυαγού Παναγιώτη μέσα στις δέκα τρείς ώρες της πάλης του με τα κύματα. Δέκα τρεις ώρες παγωμένος, ξυλιασμένος, με τα μάτια ερεθισμένα, κοκκινισμένα και πονεμένα από την αλμύρα και τα χυμένα πετρέλαια. Το κουράγιο και το θάρρος που έδινε ο ίδιος στον εαυτό του κι ο τρόπος του να μην λυγίσει. Αλλά και η μαρτυρία του για μια αξιοθαύμαστη γυναίκα που όλες αυτές τις δύσκολες ώρες εμψύχωνε τον ίδιο και άλλους δυό που είχαν βρεθεί μαζί.
Ποτέ δεν έγινε γνωστό πόσοι ακριβώς πνίγηκαν εκείνο το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου 1966. Οι επίσημοι αριθμοί μιλούν για 244, 247 ακόμα και 273. Αλλά ξέρουμε ότι σίγουρα ήταν περισσότεροι. Στρατιώτες, κατάδικοι, τσιγγάνοι, άνθρωποι που ταξίδευαν δωρεάν ή λαθραία και που δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένοι. Μόνο οι οικογένειες των ορφανεμένων ξέρουν το μέγεθος της απώλειάς τους. Και τον Γολγοθά που έπρεπε να περάσουν μετά. Ήταν σπίτια που έχασαν και δύο και τρία μέλη. Ήταν οικογένειες που ξεκληρίστηκαν. Και ήταν πολλά παιδιά, πάρα πολλά παιδιά που ορφάνεψαν.
Τα χρόνια περάσανε. Ο χρόνος λένε πως μαλακώνει τις πληγές και θεραπεύει. Τέτοιες πληγές; Δεν ξέρω αν ένα τέτοιο τραύμα επουλώνεται κάποτε.
Σήμερα στην πλατεία Τάλω πίσω από το Φιρκά, στέκει ένα γλυπτό σύμπλεγμα. Οι νέοι της πόλης δίνουν εκεί συχνά ραντεβού. Θα βρεθούμε «στο χέρι» λένε. Γιατί το μνημείο δείχνει ένα καράβι να βουλιάζει κι ένα χέρι να ξεπροβάλλει από τα νερά αναζητώντας, μάταια και απεγνωσμένα, την σωτηρία. Μια σωτηρία που ήρθε μόνο για σαράντα επτά. Με συγκινεί να σκέπτομαι ότι το έργο τούτο, μια προσφορά μνήμης από την πόλη για τα αδικοχαμένα παιδιά της, δείχνει ακριβώς αυτό. Τη ζωή που μέσα στα χρόνια και με όλα τα βάσανα και τους καημούς της μεταλλάσσεται, συνεχίζεται και προχωράει.