Μπορεί να πέρασε η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση που δημιούργησε το κράτος μας, μα ο απόηχός της καλά κρατεί ακόμα.
Δεν την καλογιορτάσαμε κιόλας λόγω της πανδημίας. Σίγουρα ειπώθηκαν κάποια πράγματα. Ήρθαν στο τραπέζι θέματα αποξεχασμένα. Θυμηθήκαμε πρόσωπα και περιστατικά θαμμένα στην πατίνα του χρόνου. Ταυτοποιήσαμε ονόματα οδών, πλατειών, κτιρίων, που τα ακούγαμε από παλιά, όμως είχαμε λησμονήσει σε ποια προσωπικότητα ή σε ποιο γεγονός παρέπεμπαν.
Για έναν φλογερό φιλέλληνα θέλω να σας μιλήσω σήμερα. Τον Ιωάννη Γαβριήλ Εϋνάρδο. Από τα σχολικά μου διαβάσματα θυμόμουν έναν τραπεζίτη με το επώνυμο αυτό. Όμως δεν ήξερα τίποτα περισσότερο, πέρα από το όνομά του. Ωστόσο είναι εκείνος που τον αποκαλούν μέγιστο των φιλελλήνων. Εκείνος που για τον εαυτό του έλεγε, πως ήταν «Έλληνας στο φρόνημα και την ψυχή». Ο ίδιος όμως δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Δεν πήρε το όπλο ποτέ για να την υπερασπιστεί ενάντια στους εχθρούς της. Γιατί λοιπόν να αποκαλείται μέγιστος;
Ο Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος γεννήθηκε στην Λυών της Γαλλίας το 1775. Η καταγωγή του ήταν αρχοντική και οι πρόγονοί του πολύ πλούσιοι. Στους αγώνες όμως που προηγήθηκαν της Γαλλικής επανάστασης ο πατέρας του έχασε την περιουσία τους και η οικογένεια μετακόμισε σε μια μικρή ελβετική πόλη. Μετά από δύσκολες μαθητείες και σκληρή δουλειά ο Ιωάννης Γαβριήλ ιδρύει δικό του εμπορικό οίκο στην Γένοβα. Αποδεικνύεται σπουδαίος έμπορος, ισχυρός τραπεζίτης και ικανός διπλωμάτης. Η περιουσία του γιγαντώνεται και ο ίδιος αναλαμβάνει υψηλές θέσεις σε δημόσια αξιώματα, τις οποίες τις υπηρετεί με μεγάλη επιτυχία. Οι δράσεις του έχουν κέντρο τα βόρεια κρατίδια της Ιταλίας-τότε η Ιταλία ήταν ακόμα μοιρασμένη-αλλά επεκτείνονται μέχρι την Γαλλία και την Ελβετία, όπου εγκαθίσταται μόνιμα.
Κατά την διάρκεια του συνεδρίου της Βιέννης το 1815 είναι μέλος της Ελβετικής αποστολής που προσπαθεί να πετύχει να αναγνωριστεί η ουδετερότητα της χώρας. Εκεί βρίσκεται και ο ειδικός απεσταλμένος του τσάρου Αλέξανδρου του Α’, Ιωάννης Καποδίστριας. Οι δυό άνδρες θα γνωριστούν. Βαθιά συμπάθεια και φιλία θα τους συνδέσει που θα κρατήσει μέχρι την δολοφονία του κυβερνήτη. Από τον Επτανήσιο φίλο του ουσιαστικά αρχίζει να μαθαίνει τα Ελληνικά πράγματα ο γαλλοελβετός τραπεζίτης και γίνεται ένθερμος υποστηρικτής τους.
Είναι από τους πρώτους Ευρωπαίους που με την έκρηξη της Επανάστασης στις παραδουνάβιες χώρες, ιδρύει φιλελληνική επιτροπή στην Γενεύη και γίνεται η ψυχή και ο κύριος οργανωτής των φιλελληνικών κομιτάτων όλης της Ευρώπης. Μαζεύει χρήματα, χρηματοδοτεί ο ίδιος αποστολές εθελοντών, τροφίμων, πολεμοφοδίων. Μιλά στα ταξίδια του σε αυλές και διπλωματικές αποστολές για το Ελληνικό ζήτημα. Η επιρροή του σε όλη την Ευρώπη υπέρ των θεμάτων μας είναι μεγάλη. Συγχρόνως αλληλογραφεί με Έλληνες οπλαρχηγούς και πολιτικούς. Στο Παρίσι προσπαθεί να εξασφαλίσει δάνειο για τον αγώνα με ευνοϊκούς όρους. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι όμως επιλέγουν το γνωστό δάνειο του Λονδίνου. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου έρχεται ο ίδιος με την γυναίκα του στην Αγκώνα για να επιβλέψει προσωπικά την φόρτωση και αποστολή εφοδίων και τροφίμων προς την μαρτυρική πόλη. Στέλνει χρήματα για να εξαγοραστούν σκλαβωμένα γυναικόπαιδα. Συμμετέχει στα έξοδα για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου. Σε κάποιο ετήσιο απολογισμό ο Εϋνάρδος αναφέρει ότι στάλθηκαν στην Ελλάδα από εράνους, που ο ίδιος έχει οργανώσει και επιβλέψει, για το έτος 1826 πάνω από 2,500,000 φράγκα.
Η Γ’ εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα αναγνωρίζοντας την προσφορά του τον ανακηρύσσει «αληθή Έλληνα και πολίτην της Ελλάδος.»
Η ένθερμη συμπαράσταση του Εϋνάρδου προς την χώρα μας συνεχίζεται με τον ερχομό του Καποδίστρια. Ο κυβερνήτης επικοινωνεί με τον φίλο του και ανταλλάσσουν γνώμες, ιδέες, προτάσεις. Ο τραπεζίτης συμμετέχει ενεργά στις δυσκολίες του νέου κράτους. Στέλνει σπόρους, πατάτες, εργαλεία, φάρμακα. Συμβάλλει στην ανοικοδόμηση χωριών, στην ίδρυση της γεωργικής σχολής της Τίρυνθας, στην οργάνωση της γεωργίας, της παιδείας και του στρατού. Στέλνει χρήματα για την ίδρυση της Εθνικής χρηματιστικής τράπεζας, χορηγεί δάνειο το 1829 για να πληρωθεί ο στρατός (δάνειο που είχαν αρνηθεί οι Μεγάλες Δυνάμεις). Παρά το χτύπημα που του προκάλεσε η δολοφονία του κυβερνήτη, η βοήθειά του στην χώρα μας είναι συνεχής και αμέριστη, με γνώμονα πάντα τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Κατά την διάρκεια της Οθωνικής βασιλείας, υπήρξε «ειλικρινής σύμβουλος» του βασιλιά παρ όλο που δεν εισακουγόταν πάντα. Φροντίζει να σταλούν στην Ελλάδα οι γάλλοι οικονομολόγοι Regny και Lemaitre που θα οργανώσουν τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας.
Το 1841 συμβάλλει αποφασιστικά στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και ανακηρύσσεται επίτιμος διοικητής της. Υποστηρίζει σθεναρά τον πρώτο της διευθυντή Γεώργιο Σταύρου με τον οποίο συνεχίζει να αλληλογραφεί ανελλιπώς σε όλη την διάρκεια της ζωής του.
Το 1847 αντιμετωπίζει με σθένος τις υπερβολικές απαιτήσεις των άγγλων τραπεζιτών για το δάνειο του 1832 και πληρώνει ο ίδιος μισό εκατομμύριο χρυσά φράγκα για να τους ικανοποιήσει.
Σε όλη την διάρκεια της ζωής του και σε όλες τις οικονομικές και διπλωματικές κρίσεις της χώρας μας είναι παρών με ευθύνη, γνοιάσιμο για την πατρίδα μας και ανιδιοτέλεια. Ο Όθωνας λίγο πριν από την εκθρόνισή του, τον επισκέπτεται στο σπίτι του στην Ελβετία για να του μεταφέρει την αγάπη κι ευγνωμοσύνη του Ελληνικού λαού και να του παραδώσει ο ίδιος τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος που του έχει απονεμηθεί.
Πεθαίνει στην Γενεύη το 1863.
Αναρωτιέμαι πώς άραγε του μίλησε ο Καποδίστριας, τι να του είπε τότε που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην Βιέννη και τον έκανε να δοθεί τόσο βαθιά και απόλυτα στο Ελληνικό ζήτημα. Τόσο βαθιά που ούτε η δολοφονία του φίλου του τον έκανε να μεταστρέψει τις ιδέες του.
Ο αγώνας μας του 1821 του οφείλει πολλά. Μα και το κράτος μας που τόσο στήριξε και βοήθησε για την οργάνωσή του σε ένα θεσμό σύγχρονο. Χαίρομαι που καταφέραμε να αναγνωρίσωμε την προσφορά του ενόσο ζούσε. Και χαίρομαι να διαβάζω ότι τον τιμούμε διαχρονικά ακόμα μέχρι σήμερα και ότι το όνομά του είναι από αυτά που δεν έχουν ξεχαστεί.