Όσοι ζούμε σε τούτον τον όμορφο τόπο με τον καιρό, νομίζω, έχομε φτάσει να τον θεωρούμε δεδομένο. Κάθε τόσο, ειδικά το καλοκαίρι με τους ξενομπάτες, προσπαθούμε (εγώ τουλάχιστον) να θυμηθούμε ιστορίες για τα μνημεία που τον στολίζουν και που πολλά είναι γέννημα άλλων πολιτισμών και άλλων καιρών. Να τις διηγηθούμε για να τα αναδείξωμε μα και για να στοχαστούμε κι εμείς την διαδρομή που έχουν κάνει μέσα στον χρόνο. Να αντιληφθούμε πώς ήταν ο κόσμος τότε, πώς σήμερα και να συνειδητοποιήσωμε τις ομοιότητες και τις διαφορές μας.
Στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης δίπλα από το ακρωτήριο με το ίδιο όνομα βρίσκονται τα νησιά της άγριας και της ήμερης Γραμβούσας. Την κορυφή της ήμερης, την στολίζει ένα βενετσιάνικο κάστρο που μετράει ήδη στην πλάτη του τετρακόσια και βάλε χρόνια. Οι Ενετοί εκτίμησαν το στρατηγικό σημείο του νησιού που ελέγχει θαλάσσια περάσματα, έβλεπαν και τις επεκτατικές τάσεις των Τούρκων και κατασκεύασαν εκεί ένα καστέλι. Παρά τις προσπάθειές τους (ακόμα και όταν όλη η Κρήτη έπεσε στους Οθωμανούς η συνθήκη παράδοσης άφηνε τα νησιά της Γραμβούσας της Σούδας και της Σπιναλόγγας στο προηγούμενο καθεστώς), κάποια στιγμή το κάστρο πάρθηκε με προδοσία. Ο Ενετός διοικητής του προτίμησε την καλή ζωή και τα πλούτη που του παραχωρούσε στην Κωνσταντινούπολη η Υψηλή πύλη, από τις μοναχικές ημέρες πάνω του. Μάλιστα, λέγεται πώς στην Πόλη το παρατσούκλι του ήταν Καπετάν Γραμβούσας.
Με το που κηρύχθηκε η Επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο ξεσηκώθηκε και η Κρήτη, τον Απρίλιο του 1821. Τον πρώτο καιρό οι επιτυχίες διαδέχονται η μια την άλλη. Αλλά το 1822 έρχονται ενισχύσεις των Τούρκων από την Αίγυπτο. Οι σφαγές πληθαίνουν , ο άμαχος πληθυσμός αποδεκατίζεται, τα χωριά καταστρέφονται. Προς το τέλος του 1823 ο αγώνας φαίνεται να σβήνει. Οι εναπομείναντες επαναστάτες και ο αρμοστής Τομπάζης κρίνουν πως η κατάληψη του κάστρου της Γραμβούσας θα ανακόψει την ορμή και την βία του εχθρού. Ότι θα δώσει μια ανάσα στους επαναστατημένους και ένα μέρος για να καταφεύγουν όταν διώκονται. Οργανώνεται μια ομάδα περίπου πεντακοσίων ανδρών με κεφαλές τον Κισαμίτη Μιχάλη Μαυράκη, τον Σφακιανό Μπούζη Μάρκο, τον Ξέπαπα Γιώργη Παπαδάκη (ιερωμένος που είχε πετάξει τα ράσα), τον Αναγνώστη Παναγιωτάκη και τον Δημ. Δράμαλη.
Το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου 1823 φτάνουν στην παραλία του νησιού. Σκαρφαλώνουν αθόρυβα τους απότομους βράχους της βόρειας πλευράς και φθάνουν ανενόχλητοι στο φυλάκιο της εισόδου. Εκεί βρίσκουν τον μοναδικό φρουρό της πύλης, ξέγνοιαστο, σίγουρο ότι κανείς δεν θα μπορούσε να φτάσει μια τέτοια νύχτα μέχρι την αετοφωλιά που φύλαγε, να γλεντά την μοναξιά του με ωραία συντροφιά. Η παράδοση διασώζει πως ο Μπουζόμαρκος που μπήκε πρώτος έσφαξε τον Τούρκο. Η ομορφιά όμως της γυναίκας τον λάβωσε, γι αυτό και την άφησε ζωντανή. Γεγονός είναι πως δεν την σκότωσαν, αλλά και δεν την φύλαξαν καλά. Κι αυτή μόλις μπόρεσε πετάχτηκε έξω από το φυλάκιο βάζοντας τις φωνές. Οπότε οι πολιορκούμενοι κατάφεραν και έπιασαν τις κατάλληλες θέσεις στις επάλξεις. Από τους επιτιθέμενους είχαν προλάβει να ανέβουν περίπου εκατόν πενήντα, που αγωνίστηκαν γενναία όλο το βράδυ μέχρι την επόμενη ημέρα. Με ογδόντα τρείς άνδρες νεκρούς, αναγκάστηκαν τέλος να υποχωρήσουν. Ο αρμοστής που ακολουθούσε, κατευθύνθηκε προς τα Σφακιά. Ήταν απελπισμένος γιατί θεώρησε ότι με την μάχη αυτή χάθηκε κάθε ελπίδα για την βελτίωση των «Κρητικών πραγμάτων». «Η ελπίς να κυριεύσωμεν την Γραμβούσαν και να υποστηριχθώμεν εις αυτήν απέτυχε με φθοράν μείζονα των ημετέρων», έγραφε.
Εμείς σήμερα βέβαια ξέρομε ότι έγινε άλλη μια προσπάθεια κατάληψης του κάστρου της Γραμβούσας, τον Αύγουστο του 1825. Επιτυχής αυτή τη φορά. Ξέρομε ότι η επανάσταση στην Κρήτη ξαναφούντωσε και ότι το νησάκι αυτό έγινε το πρώτο ελεύθερο κομμάτι της, μετά από αιώνες δουλείας και ότι μαζεύτηκε εκεί πολύς κόσμος για να αποφύγει τα δεινά της σκλαβιάς. Και ξέρομε ότι οι Γραμπουσιανοί μαζί με την επαναστατική τους δράση όργωσαν τα πέλαγα σαν πειρατές, πλούτισαν ανυπολόγιστα και έγιναν καρφί στο μάτι όλων των Ευρωπαίων που διέσχιζαν την Ανατολική Μεσόγειο αφού δεν γλύτωνε κανένα τους πλοίο από τους παράτολμους Κρητικούς. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1828 οπότε το νησί παραδόθηκε στους Αγγλογάλλους, Μετά στους Ρώσους, στους Τουρκοαιγυπτίους και τέλος το 1832 στους Τούρκους. Από τότε το μέρος ουσιαστικά εγκαταλείπεται κι ερημώνει.
Στις μέρες μας το ένδοξο κάστρο είναι αφημένο στην τύχη του. Το καλοκαίρι ορδές επισκεπτών καταφθάνουν με κάθε είδους πλεούμενο στο λιμάνι του. Παίρνουν το ανηφορικό μονοπάτι για το καστέλι και το περιδιαβαίνουν για κάμποση ώρα. Τα υπολείμματα από τις δυό μεγάλες υδατοδεξαμενές καθώς και της εκκλησιάς της Παναγιάς της Κλεφτρίνας σου επιτρέπουν να φανταστείς την πειρατική πολιτεία και να πλέξεις όνειρα για την δύσκολη ζωή των αγωνιστών- πειρατών, εκεί. Εξ άλλου ο θρύλος λέει πως ένας θαμμένος θησαυρός περιμένει ακόμα μέχρι σήμερα κάποιον τυχερό.
Το νησί τότε, έσφυζε από ανθρώπους που είχαν βρει σ αυτό καταφύγιο από τον δυνάστη και μια δύσκολη ζωή. Σήμερα στην Γραμβούσα δεν μένει κανείς. Οι επισκέπτες μετά από μια ολιγόωρη επίσκεψη, την εγκαταλείπουν. Το κάστρο μένει κατοικία των πουλιών και των ερπετών. Μα μήπως αυτοί δεν ήταν ανέκαθεν οι μόνιμοι κάτοικοί του;