Σήμερα το πρωί στο ξεφύλλισμα της αγαπημένης μας εφημερίδα-των Χανιώτικων Νέων βεβαίως- έπεσα σε μια μικρούλα ανακοίνωση στη στήλη “σαν σήμερα”. Έγραφε ότι στις 4 Απριλίου 1913 έχασε την ζωή του, λόγω πτώσης του αεροσκάφους του, ο πρώτος νεκρός της πολεμικής μας Αεροπορίας. Ο ανθυπολοχαγός Εμμανουήλ Αργυρόπουλος.
Αμέσως ήρθε στη μνήμη μου μια επίσκεψή μου σε μουσείο στο Ναύπλιο- δεν θυμάμαι σε πιο- όπου πήρα τις πρώτες πληροφορίες για τη νεοσύστατη, εκεί γύρω στα 1910, πολεμική μας αεροπορία και τη δράση της στους βαλκανικούς πολέμους, σαν ένα καινούργιο, πρωτοφανές και αποτελεσματικό πολεμικό σώμα. Πληροφορίες που με εντυπωσίασαν, γιατί είναι αλήθεια ότι σήμερα ορισμένα πράγματα θεωρούνται δεδομένα και αυτονόητα και δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς ήμασταν όταν δεν υπήρχαν ή πώς ήμασταν στο ξεκίνημά τους. Γιατί, θυμηθείτε ήταν τον Δεκέμβριο του 1903 που έγινε η πρώτη μηχανοκίνητη πτήση από τους αδελφούς Ράιτ. Μέχρι τότε τόσο οι μετακινήσεις όσο και οι πόλεμοι γίνονταν πάνω στη γη ή στη θάλασσα. Η μόνη προσπάθεια του ανθρώπου, μέχρι εκείνη την στιγμή, να εξομοιωθεί με τα πουλιά και να πετάξει ήταν εκείνη του Ίκαρου και του Δαίδαλου.
Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, γιος του Έλληνα πρεσβευτή στην Αγία Πετρούπολη είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στη Γερμανία. Εγκαταλείπει όμως το επάγγελμά του και πηγαίνει στο Παρίσι όπου παρακολουθεί μαθήματα αεροναυπηγικής. Με την άδεια πιλότου στο χέρι και ένα ιδιόκτητο αεροπλάνο με κινητήρα 50 ίππων στις αποσκευές του επιστρέφει στην Ελλάδα. Με τη βοήθεια των μηχανικών της στρατιωτικής μονάδας στην Αθήνα το συναρμολογεί και ανακοινώνει ότι είναι έτοιμος για την πρώτη του πτήση, τον Φεβρουάριο του 1912. Πλήθος κόσμου μαζεύεται στο αυτοσχέδιο αεροδρόμιο στην περιοχή του Ρουφ.
Μεταξύ αυτών ο βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Μέσα σε ζητωκραυγές και επευφημίες ο Αργυρόπουλος πετά πάνω από την Αττική και την Ακρόπολη για 16 λεπτά. Μετά από μία ώρα γίνεται και δεύτερη πτήση με συνεπιβάτη τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που όταν αποβιβάζεται βαφτίζει το αεροπλάνο με ένα ποτήρι σαμπάνιας. Το όνομα αυτού «Αλκυών».
Με την έναρξη των βαλκανικών πολέμων ο Αργυρόπουλος εντάσσεται στις ένοπλες δυνάμεις με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του μηχανικού. Εκεί κατά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων η «Αλκυών», παρά την επιθυμία του νονού της που της είχε ευχηθεί να τερματίσει «με φυσικό τρόπο» τον βίο της, καταστρέφεται σε ατύχημα. Αλλά ω του θαύματος! Ο νεαρός πιλότος ανακαλύπτει στη Θεσσαλονίκη ένα αφημένο τουρκικό αεροπλάνο με τον ίδιο κινητήρα του δικού του. Η επισκευή, αφού έχει πρόσβαση σε ανταλλακτικά, είναι εύκολη -υπόθεση απλού μηχανουργείου. Με το σκάφος αυτό ο Αργυρόπουλος εκτελεί πολεμικές αποστολές πάνω από τις εχθρικές θέσεις μέχρι την 4η Απριλίου του 1913. Τότε με συνεπιβάτη τον βουλευτή και ποιητή Κωνσταντίνο Μάνο -ναι, αυτόν τον Κωνσταντίνο Μάνο τον δικό μας, τον δήμαρχο Χανίων, τον επαναστάτη του Θερίσσου, τον φίλο και συμπολεμιστή του Βενιζέλου- πετούν για τελευταία φορά. Το αεροσκάφος πέφτει λόγω μηχανικής βλάβης και οι επιβαίνοντες Αργυρόπουλος 24 χρονών και Μάνος 44, βρίσκουν ηρωικό θάνατο.
Ο Αργυρόπουλος είναι ο πρώτος σε μια μακριά σειρά πιλότων που έχουν χάσει τη ζωή τους για την πατρίδα μέσα σε αυτά τα 110 χρόνια της ύπαρξης της Ελληνικής Αεροπορίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ήδη από το 1911, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων στάλθηκε στρατιωτική αποστολή από έξι υπαξιωματικούς στη Γαλλία με σκοπό τα μέλη της να εκπαιδευτούν ως αεροπόροι και παραγγέλθηκαν τέσσερα αεροπλάνα. Αυτοί οι άνθρωποι και αυτά τα αεροσκάφη αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα, την πρώτη μαγιά της πολεμικής μας αεροπορίας.
Ένας από τους πρώτους αξιωματικούς της, που μεγαλούργησε στους βαλκανικούς πολέμους, ήταν και ο Δημήτριος Καμπέρος. Στην αρχή, λένε, ξεκίνησε την καριέρα του κάνοντας ειρηνικές ρίψεις τροφίμων και εφημερίδων πάνω από ελληνικές πόλεις. Μετά άρχισε να πετά πάνω από τις εχθρικές θέσεις. Να διεισδύει σε βάθος πολλών χιλιομέτρων, χωρίς να υπολογίζει τον κίνδυνο. Στο τέλος δεν τον έφτανε ούτε αυτό. Τώρα άρχισε να ρίχνει πάνω από τις γραμμές του εχθρού αυτοσχέδιες βόμβες. Τόσο αψηφούσε τον θάνατο και τόσο παράτολμες πράξεις έκανε που τον βάφτισαν τρελοκαμπέρο. Λέξη που έχει επιβιώσει μέχρι τα σήμερα στη γλώσσα μας. Μόνο που έχουμε ξεχάσει πως ξεκίνησε και σε ποιον αναφερόταν.
Γεγονότα και περιστατικά παλιά αλλά και τόσο σύγχρονα. Η γενιά μου δεν έζησε πόλεμο -τουλάχιστον όπως ήταν αυτός που ανέφερα. Σήμερα οι πόλεμοι διεξάγονται στις οθόνες των τηλεοράσεων και εμείς συμπάσχουμε από την ασφάλεια του σπιτιού και του καναπέ μας.
Σήμερα ένας πόλεμος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στη γειτονιά μας. Εμείς θεατές της θεωρίας, τον παρακολουθούμε από μακριά και εκ του ασφαλούς.
Αναρωτιέμαι. Πώς θα αντιδρούσαμε εμείς, αν ζούσαμε τότε; Πώς θα αντιδρούσαμε αν είμαστε αναγκασμένοι να βιώσουμε μια παρόμοια κατάσταση;