Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, που συνήθως είναι και μέρες γύρω από το Πάσχα, το μυαλό μου γυρίζει σε ένα γεγονός που μου έχει μείνει στη μνήμη από τα σχολικά μου χρόνια.
Την έξοδο του Μεσολογγιού θυμάμαι, που έγινε το Σάββατο του Λαζάρου στις 10 του Απρίλη του 1826. Καλό σπασικλάκι ήσουνα κι εσύ, θα σχολιάσετε και με το δίκιο σας. Όμως όχι.
Πάνω στην ισχυρή θύμηση των μαθητικών χρόνων είναι και μετέπειτα διαβάσματα, συζητήσεις, καθώς και ένα γρήγορο πέρασμα-που όμως άφησε ίχνη- από την Ιερή πόλη.
Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το Μεσολόγγι, σημαντική πόλη για την Επανάσταση, πολιορκήθηκε για δεύτερη φορά από τον Κιουταχή τον Απρίλιο του 1825. Παρά το αριθμητικό πλεονέκτημα του πασά, οι δυνάμεις του δεν κατορθώνουν τον στόχο. Τον Δεκέμβριο μαζί του ενώνεται και ο Ιμπραήμ επικεφαλής 10,00 ανδρών. Τα πολεμικά αποτελέσματα είναι ισχνά για τους Τούρκους. Καταφέρνουν όμως να αποκλείσουν τον ανεφοδιασμό της πόλης. Ήδη από την αρχή του 1826 τα τρόφιμα αρχίζουν να λιγοστεύουν.
Μια απόπειρα τροφοδοσίας από τον Μιαούλη αποβαίνει άκαρπη. Οι Μεσολογγίτες αρχίζουν πρώτα να τρώνε τα οικόσιτα ζώα. Μετά όσο σφίγγει η πείνα, συνεχίζουν με καβούρια, με πικρά χόρτα της θάλασσας, με γατιά, σκυλιά, γαϊδούρια, άλογα. Όταν πια τελειώσουν και τα ποντίκια, τα βατράχια και τα άλλα «ακάθαρτα» ζώα στα οποία καταφεύγουν αναγκαστικά οι πολιορκημένοι, αφού απορρίψουν για άλλη μια φορά τις προτάσεις των Τούρκων για παράδοση και με πλήρη συνείδηση ότι «εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας» και ότι δεν μπορεί να τους βοηθήσει κανείς από τους συναγωνιστές και συμπατριώτες-ακόμα και ο Καραϊσκάκης είναι εκείνη την εποχή άρρωστος-τότε πια παίρνουν την μεγάλη απόφαση. Να επιχειρήσουν έξοδο.
Γίνανε κάποιες συσκέψεις για να συζητηθεί ο τρόπος της αποχώρησης. Βλέπετε υπήρχαν τραυματίες, άρρωστοι, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Οι πρώτες σκέψεις να σκοτώσει ο ένας την οικογένεια του άλλου για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων απορρίπτονται. Η τελική απόφαση είναι: οι πολεμιστές και αυτοί που μπορούν να ακολουθήσουν, θα φύγουν συντεταγμένοι. Οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι, θα μείνουν πίσω μαζεμένοι σε συγκεκριμένα οχυρωμένα σπίτια. Όλο το πολεμικό υλικό που δεν μπορούν να το κουβαλήσουν ή να το χρησιμοποιήσουν, το αχρηστεύουν. Θάβουν επίσης πιεστήρια και καταστρέφουν τυπογραφικά στοιχεία.
Οι γυναίκες ετοιμάζονται. Οι περισσότερες βάζουν φουστανέλα και πιάνουν σπαθί, για να τους περάσουν για άνδρες και να μην τις ατιμάσουν, εάν πιαστούν. Κρεμούν στον λαιμό τους και στον λαιμό των παιδιών τους οικογενειακά κειμήλια, σαν φυλαχτό. Οι εντολές λένε να δώσουν οι μανάδες στα μικρά παιδιά αφιόνι για να μην κλάψουν και προδώσουν την έξοδο.
Όσοι θα φύγουν αποχαιρετιούνται με όσους μένουν, χαμογελαστά, με ένα «καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο».
Το ηλιοβασίλεμα της 10ης Απριλίου αρχίζουν να μαζεύονται και μετά τις 9 το βράδυ να βγαίνουν οι πρώτοι από την πόλη. Ο Ιμπραήμ όμως ήταν ειδοποιημένος και η σελήνη που μέχρι κάποια στιγμή ήταν κρυμμένη, φανερώνει, στο τέλος, τα κρυφά. Κάποιοι, κυρίως από τους πολεμιστές, καταφέρνουνε μετά από πολύωρη μάχη να φτάσουν σε μέρος σχετικά ασφαλές. Το τρίτο σώμα όμως που αποτελούνταν από γυναικόπαιδα από κακή συνεννόηση προσπάθησε να γυρίσει πίσω στο Μεσολόγγι, όπου είχαν ήδη μπει οι πολιορκητές. Τότε αρχίζει μάχη σώμα με σώμα.
Μέσα στην πόλη η αντίσταση κρατάει ακόμα. Στα οχυρωμένα σπίτια οι γέροντες βάζουν φωτιά στο μπαρούτι και γίνονται όλοι παρανάλωμα του πυρός. Το ίδιο και σε υπονόμους που είχαν ανοίξει από τα πριν οι πολιορκούμενοι. Ο γέρο Καψάλης όταν αποχαιρετούσε αυτούς που θα έφευγαν το είχε προμαντάψει: « …ώρα σας καλή και όταν φτάσετε προς την ρίζα του βουνού, ακούτε και βλέπετε τον Καψάλη σας που θα πετά», έλεγε. Μετά γυρίζει και καλεί όσους θέλουν «γρήγορο και τιμημένο» θάνατο να τον ακολουθήσουν. Κάποιοι σκοτώνουν τις γυναίκες τους για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών και μετά πολεμώντας γενναία, σκοτώνονται κι οι ίδιοι.
Τελευταία αντίσταση, τελευταίο μπουρλότο στο νησάκι Ανεμόμυλος στις 12 Απριλίου.
Οι απώλειες της εξόδου είναι μεγάλες και από τις δύο πλευρές. Μόνο 13 γυναίκες έμειναν ζωντανές και 3 με 4 παιδιά. Περίπου δέκα πέντε φιλέλληνες που βρίσκονταν στο Μεσολόγγι πεθαίνουν όλοι με πρώτο τον Ελβετό Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ, τον πρώτο δημοσιογράφο στην Ελλάδα, που έγραψε σε ένα φίλο του λίγες ημέρες πριν την έξοδο «ότι καυχάται που εντός ολίγου το αίμα ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου θα ανακατωθεί με τα αίματα των ηρώων της Ελλάδας».
Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην πόλη μόνο είκοσι σπίτια βρέθηκαν όρθια. Χιλιάδες κομμένα αυτιά στάλθηκαν στον σουλτάνο και τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής γέμισαν Μεσολογγίτες.
Λέγεται πως, κάμποσο καιρό μετά την έξοδο, ο Ιμπραήμ συνάντησε τον Δεριγνύ και πιάσανε κουβέντα. Ανάμεσα στα άλλα ρωτά κάποια στιγμή ο Γάλλος καπετάνιος τον Αιγύπτιο.
«Λοιπόν πως τα περάσατε στο Μεσολόγγι;» Ο Ιμπραήμ, ο άνθρωπος που κατάφερε να μπει νικητής στην Ιερή πόλη, του δείχνει μακριά κάτι χιονισμένα βουνά και του λέει: «Τα βλέπεις ναύαρχε αυτά τα χιόνια εκεί στα ψηλά βουνά; Όπως λιώνουνε τώρα τα χιόνια, θα λιώναμε κι εμείς αν η φρουρά του Μεσολογγιού είχε τροφές για τρείς μόνο εβδομάδες».
Αλήθεια, όλοι παραδέχονται πως δεν νίκησε ο εχθρός το Μεσολόγγι. Η αβάσταχτη πείνα το παράδωσε.
Επίσης όλοι παραδέχονται ότι ο αντίκτυπος από την πτώση του Μεσολογγίου ήταν τεράστιος, ειδικά στην Ευρώπη. Το φιλελληνικό ρεύμα αναζωπυρώνεται και η κοινή γνώμη ζητά την αποφασιστική επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για να δοθεί τέρμα στο Ελληνικό δράμα, Η πτώση του, τελικά αποβαίνει προς όφελος του Ελληνικού ζητήματος..
Και είναι επίσης γεγονός ότι η καταστροφή θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η Κυβέρνηση που ήταν απασχολημένη με τις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης φρόντιζε για τον έγκαιρο ανεφοδιασμό της πόλης. Ο Σπυρομήλιος μέλος της επιτροπής που πήγε στο Ναύπλιο για να ζητήσει βοήθεια γράφει: «Αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμεν να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρησαν όλα τα κόμματα από ημάς, και ενώ τους ωμιλούσαμεν διά το Μεσολόγγιον όλοι έλεγαν το «ναι, έχετε δίκαιον», αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον».