Χαίρομαι να βλέπω την πόλη μας αυτές τις μέρες. Φωτεινή, στολισμένη. Θυμάμαι τον πρώτο καιρό, τότε που άρχισε η κρίση. Ξαφνικά ο τόπος είχε μαυρίσει. Κυκλοφορούσες βράδυ και συναντούσες συνεχώς σκοτεινά μαγαζιά, κλεισμένες επιχειρήσεις. Ενοικιαστήρια, πωλητήρια σε πλάκωναν από παντού. Ακόμα και τα καταστήματα που είχαν παραμείνει ανοιχτά και δούλευαν, κι αυτά ήταν υποφωτισμένα, κακομοιριασμένα και μίζερα. Πάθαινες κατάθλιψη και που περπατούσες μόνο στην πόλη. Σιγά σιγά όμως, αναντρανίσαμε και βρήκαμε άλλα πατήματα. Όχι πως έχουν φτιάξει όλα, μα κάπως ισορροπήσαμε. Κάπως, σαν να το πήραμε απόφαση πως τα πράγματα δεν ξαναγυρίζουν πίσω. Κοιτάξαμε να φτιάξουμε άλλη, νέα κατάσταση και προχωρήσαμε.
Έτσι τώρα έχουμε φωτισμένη πόλη και λαμπερούς δρόμους. Παραμυθουπόλεις, τραινάκια, παγοδρόμια κι ένα σωρό άλλα καλούδια για τα παιδιά μας. Ταβέρνες και εστιατόρια μας καλούν να συνεορτάσωμε με ιδιαίτερα φαγητά και πιοτά του τόπου μα και του κόσμου ολόκληρου. Συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις σε πνευματικά ιδρύματα μας καλούν να χορτάσωμε μαζί με το σώμα και το πνεύμα μας.
Ανοίγω τα μάτια, τεντώνω τα αυτιά, στήνω κεραίες για να συλλάβω όλα αυτά που συμβαίνουν στην πόλη και γύρω μας.
Από την μια μεριά τα ψώνια, τη χαρά και τις εορταστικές εκδηλώσεις. Οι δρόμοι ξεχειλίζουν από αυτοκίνητα (ξαναθυμόμαστε μέρες καλοκαιριού). Τα μαγαζιά ξεχειλίζουν από αγοραστές. Τα σπίτια γεμίζουν από ανθρώπους που επιστρέφουν για τις γιορτές. Τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, ξετρελαμένα από την εορταστική ατμόσφαιρα και την αναμονή των δώρων.
Μαζί με αυτά υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά.
-Αυτές οι μέρες είναι βάσανο. Να φύγουν γρήγορα. Εμείς θα πάρουμε τα βουνά και τα όρη. Κάπου θα πάμε μακριά από το σπίτι. Έλεγε η νεαρή που έχασε τον άνθρωπό της πρόσφατα και η χαροκαμένη μάνα από δίπλα συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι.
-Αυτές τις γιορτινές μέρες η μοναξιά είναι αβάσταχτη έλεγε η γιαγιά σε ένα Ίδρυμα. Το ξέρω πως εδώ δεν είμαι μόνη μου, ζούνε κι άλλοι μαζί μου και πως έχω ένα πιάτο φαΐ και ένα ζεστό κρεβάτι. Μα δεν μου φτάνει αυτό. Που είναι οι δικοί μου άνθρωποι; Η οικογένειά μου; Τόσα παιδιά μεγάλωσα και ανάστησα. Εγώ ήμουνα μία και τα κατάφερα. Αυτά που είναι τόσα δεν μπορούν να κοιτάξουν μια έρμη μάνα και με συνορίζονται; Και καλά, δεν χωρώ στα σπίθια τους και στις ζωές τους. Να μην έρχονται μπάρε μου να με δουν τούτεσες τσι χρονιάρες μέρες;
-Αυτές τις μέρες επισκέφτηκα το νοσοκομείο μας. Ξέχειλοι οι θάλαμοι ασθενείς, μικρούς και μεγάλους, άλλους ελαφρά κι άλλους με βαρύτερα συμπτώματα. Την ώρα που περίμενα στην αυλή είδα μια νεκροφόρα να περνά, συνοδευόμενη από αυτοκίνητα ξέχειλα στους μαυροφορεμένους. Και λίγο μετά ένα νεαρό ζευγάρι, περιχαρές, να μεταφέρει περήφανα μέσα σε μια καλαθούνα, στολισμένη με μπαλόνια και κορδέλες, το καινούργιο μέλος της οικογένειας, στο σπίτι τους.
-Αυτές τις μέρες θα ήθελα να ήμουν περισσότερο στο σπίτι μου, με την οικογένειά μου άκουσα την ευγενική πωλήτρια να λέει, αφού με διαβεβαίωσε ότι ήταν χαρά της να με εξυπηρετεί ακόμα κι όταν, αφού μου έφερε στο δοκιμαστήριο όλο το μαγαζί, εγώ κατέληξα με ένα φτηνό μπλουζάκι.
Όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι, σκεφτόμουν. Και οι χαρές και οι λύπες. Οι χαρές είναι ευχάριστες, καλοδεχούμενες και βρίσκονται πάντα πολλοί καλοθελητές για να τις μοιραστούν. Μα πόσο πιο βαριές, πιο δύσκολες, πιο αβάσταχτες γίνονται οι συμφορές μέσα στην γιορτινή ατμόσφαιρα. Και πόσο οι χαιράμενοι κάνουν πως δεν τις βλέπουν και τις αποφεύγουν.
Θυμάμαι έναν φίλο που έλεγε πως δεν μπορεί να επισκεφτεί τον άρρωστο βαριά, παλιό του συγκάτοικο γιατί, λέει, πάθαινε κατάθλιψη. Ακούω μιαν άλλη γνωστή να λέει πως δεν πάει να δει τους πενθισμένους της γείτονες γιατί, λέει, δεν έχει τι να τους πει.
Όλα αυτά είναι κατανοητά. Μα δεν πρέπει να κάνωμε μια προσπάθεια; Δεν πρέπει να κάνωμε την υπέρβαση; Πάντοτε, μα ειδικά τούτες τις μέρες που η αρρώστια, ο πόνος και η μοναξιά θεριεύουν και μετρούν διπλά και τρίδιπλα;
Χρόνια πολλά φίλοι συμπολίτες. Με υγεία πάνω από όλα. Να περάσετε χαρούμενες και ανέφελες γιορτές.