Άκουσα πρώτα την φίλη καθηγήτρια που είχε έρθει στα μικράτα της από την Ρουμανία για να σπουδάσει και έκτοτε παρέμεινε εδώ όπου βρήκε δουλειά και έκανε οικογένεια να μιλά για την χώρα μας και να λέει σε μια εξομολογητική της στιγμή:
-Τότε που είχα πρωτοέρθει και μάθαινα τη ζωή εδώ, περπατούσα στους δρόμους και μου φαινόταν πως ζούσα μέσα σε ένα όνειρο. Σε μια υπέροχη χώρα, μια υπέροχη ζωή.
Ένας άλλος φίλος από τους πρώτους που είχαν έλθει στην Ελλάδα από την Αλβανία, αφού έζησε για κάμποσα χρόνια δουλεύοντας στην χώρα μας επέστρεψε στην γενέτειρά του, γιατί αποκαταστάθηκε επαγγελματικά εκεί. Βρήκε μια καλή θέση στο Δημόσιο και έλυσε τα προβλήματα επιβίωσης της οικογένειάς του. Σε μια ολιγοήμερη επιστροφή του στα Χανιά και στην ερώτησή μου πως είναι τα πράγματά στην δουλειά και πως ζει η οικογένειά του στην διπλανή χώρα, μου απάντησε ξεκάθαρα και σταράτα.
-Καλά είναι. μα δεν είναι όπως εδώ. Έχωμε πολύ δρόμο ακόμα για να σας φτάσουμε.
Ήταν τότε που η χώρα μας λογαριαζόταν σαν το όνειρο και ο παράδεισος μαζί. Το υπόδειγμα όπου όλοι ήθελαν να του μοιάσουν.
Αυτό συνέβαινε στα χρόνια μέχρι το 2010. Μετά ήρθε ο εφιάλτης. Η κρίση, τα μνημόνια, οι περικοπές, η ανεργία και η ανασφάλεια.
Η καθηγήτρια μετά από κάποιες δυσκολίες που είχαν προκύψει στην δουλειά της και κυρίως μετά από ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίστηκε επιπόλαια και μίζερα εδώ, έφυγε οικογενειακώς για την Αμερική. Μετακόμισε όπως τόσοι άλλοι αλλοδαποί αλλά και Έλληνες.
Τον Αλβανό φίλο δεν τον ξαναείδα. Αλλά έχω την εντύπωση πως αν συναντιόμαστε κάποτε, μάλλον θα είχε χάσει την υψηλή ιδέα που είχε στην συνείδησή του για την χώρα μας. Αν και τούτο δεν θα ήταν παράξενο αφού όλα αυτά τα χρόνια είχαμε γίνει το κακό παιδί παγκοσμίως. Όλοι μας έδειχναν με το δάχτυλο και μας ονομάτιζαν ακαμάτηδες, άδουλους, τεμπέληδες, κλέφτες. Ήμασταν οι ανεπρόκοποι της Ευρώπης που καρπώνονταν τους κόπους των εργαζόμενων δουλευταράρων των άλλων χωρών. Μας κυρίεψαν ντροπή, όνειδος και σαν να πάθαμε μιαν εθνική πανελλήνια κατάθλιψη.
Ξαφνικά όμως αυτές τις μέρες μια είδηση αναπαράγεται στα μέσα επικοινωνίας. Ένας μεγαλόσχημος Χολιγουντιανός σταρ που η γυναίκα του έχει Ελληνική καταγωγή, που έρχεται συχνά εδώ, που έχει χτίσει και σπίτι στις Κυκλάδες μίλησε για την χώρα μας, την εκθείασε και την παίνεψε όσο κανείς. «Η Ελλάδα είναι ένας παράδεισος. … Έχω πάει σε όλον τον κόσμο, στα πιο όμορφα μέρη του κόσμου, κανένα όμως δεν ξεπερνά την Ελλάδα. Η γη, ο ουρανός, το νερό. Είναι καλά για την ψυχή σου. Είναι μέρος που σε γιατρεύει» είπε.
Στέκομαι σε δυο σημεία της κουβέντας αυτής. Πρώτα στον τρόπο που μίλησε για την πατρίδα μας-και δική του πατρίδα τώρα πια, αφού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον έκαμε Έλληνα πολίτη. Την αγάπη, τον θαυμασμό, και τον σεβασμό του γι αυτήν την χώρα που την επέλεξε και τον επέλεξε. Κι ύστερα αυτή η φράση. «Είναι μέρος που σε γιατρεύει», τόνισε.
Κοιτάξτε θεώρηση και σκέψη. Η Ελλάδα είναι ένα μέρος που γιατρεύει; Ίσως γιατί η χώρα μας όσον αφορά τον καιρό, είναι ο τόπος του μέτρου; Ίσως γιατί η φυσική ομορφιά απαλύνει πόνους;
Γιατρεύει; Ακόμα και σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς; Μήπως μόνο τους επισκέπτες; Εμείς γιατί δεν το καταλαβαίνουμε, δεν το αναγνωρίζουμε; Μήπως θεωρούμε τον τόπο αυτονόητο και δεδομένο;
Αλήθεια ο τόπος μας είναι θαυμαστός και θαυματουργός. Το αντιλαμβανόμαστε όλοι άραγε; Εγώ λίγο τον ψυχανεμίστηκα όσο μεγάλωνα και ταξίδεψα σε μερικά μακρινά και παράξενα μέρη του κόσμου.
Αναρωτιέμαι όμως. Φτάνει μόνο ο τόπος; Φτάνει μόνο η γης, ο ουρανός, το νερό; Όλα τούτα όσο θαυμαστά κι αν είναι δεν είναι άψυχα χωρίς τους ανθρώπους;
Όλοι αυτοί που έρχονται όλα αυτά τα χρόνια, δεν μαγεύονται μόνο από τις φυσικές ομορφιές. Μαγεύονται και από τους ανθρώπους, την φιλοξενία, τις παραδόσεις και την κουλτούρα αιώνων που κουβαλούσαμε.
Κι εμείς οι άνθρωποι της θαυμαστής τούτης χώρας τι κάνουμε; Σεβόμαστε κι εκτιμούμε τον τόπο ή θεωρούμε την ύπαρξή του αυτονόητη τόσο που δεν χρειάζεται να τον προφυλάσσουμε και να τον προστατεύουμε; Και για τον πολιτισμό που κληρονομήσαμε τον τόσο εναρμονισμένο με τον χώρο και τους ανθρώπους του αιώνες τώρα, τι κάνουμε; Τον συντηρούμε, τον αναπαράγουμε και τον μεταδίδουμε ή σαν τους νεόπλουτους κοιτάμε να πετάξωμε κάθε τι πολύτιμο δικό μας και να μιμηθούμε άκριτα οτιδήποτε ξενόφερτο;
Και πως θα μπορέσουν να μας σεβαστούν οι ξένοι αν εμείς οι ίδιοι δεν σεβόμαστε τον εαυτό μας;