“Omnia mundi fumus et umbra¨ έγραφε, μια επιγραφή χαραγμένη πάνω από την είσοδο του πυργόσπιτου των Βενετσιάνων Ντα Μολίν στο χωριό Αλικιανός του νομού μας. Δηλ. όλα στον κόσμο είναι καπνός και σκιά. Μια ρήση πολύ ταιριαστή με αυτά που συνέβησαν στον χώρο αυτού του αρχοντικού και στην ευρύτερη περιοχή του Αλικιανού πριν πεντακόσια περίπου χρόνια, όταν η Κρήτη βρισκόταν κάτω υπό την κατοχή της Γαληνοτάτης Βενετίας. Σε μια από τις είκοσι επτά επαναστάσεις, την τελευταία, των Κρητικών εναντίον των φράγκων κατακτητών της, μιας και λίγο μετά θα ενέσκηπταν οι επόμενοι επικυρίαρχοι, οι Οθωμανοί.
Η ιστορία μού ήρθε στο νου όταν περπατώντας στην παλιά πόλη κάπου εκεί στο λιμάνι συναντήθηκα με την οδό «Καντανολέου». Πρώτα έφριξα με την λάθος γενική («Καντανολέοντος» είναι το ορθόν, σύμφωνα με την γραμματική της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας). Μετά θυμήθηκα μέσες άκρες την ιστορία που την περιγράφει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο μυθιστόρημά του με τίτλο «Κρητικοί γάμοι». Την έψαξα με την πρώτη ευκαιρία στο διαδίκτυο. Την γκούγκλαρα κατά πως το λεν οι νεώτεροι στην εποχή μας.
Απόγονος της ξακουσμένης οικογένειας των Σκορδύληδων, γενάρχης της οποίας θεωρείται ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα που είχε στείλει στην Κρήτη από το Βυζάντιο ο Νικηφόρος Φωκάς, ήταν ο Γιώργος Καντανολέων ή Λυσσογιώργης, «ριζάρχης» από το Κουστογέρακο. Αυτός και άλλοι επιφανείς Κρητικοί ξεσηκώνονται γύρω στο 1570 όπως αναφέρει ο Ζαμπέλιος. Κηρύσσουν επανάσταση στο όνομα των Παλαιολόγων και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τον Άη Γιώργη στην σημαία τους, προστάτη των αιχμαλώτων και των φτωχών, να ξαμώνει τον φτερωτό δράκο της τυραννίας. Οι επαναστάτες οχυρώνονται σε φρούρια που χτίζουν οι ίδιοι, γίνονται κύριοι της υπαίθρου και καταφέρνουν να αποκλείσουν τους Βενετούς στα κάστρα των μεγάλων πόλεων. Εκλέγουν δικό τους Κυβερνητικό Συμβούλιο με τον Καντανολέοντα Μέγα Ρετούρη (κυβερνήτη).
Δημιουργούνται έτσι δυό αρχές στο νησί και οι κάτοικοι σταματούν να πληρώνουν φόρους στους κατακτητές. Κι από δω ξεκινά μια άλλη ιστορία.
Ο Καντανολέων ή επί το λαϊκώτερον Καντανολέος είχε δυό γιούς. Ο ένας από αυτούς ο Πέτρος πήρε μέρος σε ιππικούς αγώνες στα Χανιά και έλαβε το έπαθλο της νίκης από τα χέρια της μοναχοκόρης του Ενετού άρχοντα Φραγκίσκου Ντα Μολίν, Σοφίας. Ο θρύλος λέει πως οι δυό νέοι ερωτεύτηκαν και ο πατέρας του Πέτρου πρότεινε στον Βενετό άρχοντα να παντρέψουν τα παιδιά τους. Έβλεπε άραγε, ο Κρητικός επαναστάτης στον γάμο αυτό και μια ευκαιρία για έντιμη συνθήκη με την βενετική αρχή, ώστε να εξασφαλιστεί η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των δυό μερών;
Άλλοι ισχυρίζονται πως ο ίδιος ο Ντα Μολίν έστειλε επιστολή και πρότεινε το συνοικέσιο. Άσχετα με το ποιός έκανε την πρόταση ο γάμος συμφωνήθηκε να γίνει την επόμενη Κυριακή στην έπαυλη του Ενετού στον Αλικιανό. Ο Κρητικός δίνει αμέσως στην νύφη βέρα από ατόφιο χρυσάφι Οι δυό φαμίλιες ετοιμάζονται για την τελετή. Ο Καντανολέων επιστρέφει στο Κουστογέρακο ενώ ο Ντα Μολίν στο αρχοντικό του επιβλέπει τις προετοιμασίες. Εκατό αρνιά λέγεται πως έσφαξε για το γλέντι. Συγχρόνως όμως έρχεται σε συνεννόηση με την κεντρική διοίκηση των Βενετσιάνων στον Χάνδακα, η οποία προωθεί στην περιοχή στρατό και ιππικό.
Την συμφωνημένη Κυριακή καταφθάνει ο Καντανολέος στον Αλικιανό συνοδεία τριακοσίων πενήντα αρχόντων και εκατό γυναικών. Ο μεγαλόπρεπος γάμος τελείται στην παρακείμενη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και ακολουθεί το γαμήλιο τραπέζι. Φαγητά, κρασί, τραγούδια, χοροί, ξεφάντωση. Το γλέντι καλά κρατεί. Μόνο που στο κρασί έχουν ρίξει υπνωτικό. Οι Κρητικοί γαμουλιώτες ξυπνούν το άλλο πρωί, αιχμάλωτοι. Ο Καντανολέων και οι γιοί του δικάζονται και απαγχονίζονται αμέσως σε ένα πρίνο στην αυλή του αρχοντικού. Τους υπόλοιπους καλεσμένους τους κρέμασαν στο Κουστογέρακο, στα Μεσκλά, στα Χανιά, αλλά και στον δρόμο μεταξύ Ρεθύμνου Ηρακλείου για παραδειγματισμό. Λέγεται πως επί δύο μέρες σφάζανε και κρεμούσαν. Λαφυραγωγούν και καίουν τα επαναστατημένα χωριά Κεραμειά, Αλίκαμπο, Λάκκους, Μεσκλά. Εξορίζουν τους κατοίκους τους και απαγορεύουν την εγκατάσταση νέων. Χρόνια πολλά πριν τους ναζί και την Κάντανο, χαράζουν μια πέτρα έξω από τα καμένα χωριά όπου αναφέρουν:
Ετσα λογής τελεύουσι κείν’ απου ρεμπελεύουν.
Ο θρύλος παραδίδει πως η Σοφία Ντα Μολίν αυτοκτόνησε, γιατί στ αλήθεια αγαπούσε τον Πέτρο, ενώ ο πατέρας της μισοτρελαμένος τριγύριζε για χρόνια ρακένδυτος στα χαλάσματα του αρχοντικού ψάχνοντας την «όμορφή του περιστέρα».
Η λαϊκή μούσα αναφέρει για τους Βενετούς
«Όποιος τσι λόγους τους γροικά και τσ όρκους τους πιστεύγει
στο πέλαγος πιάνει λαγούς και στο βουνό ψαρεύει»
Και μείς αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατόν αυτός ο συνετός άρχοντας, ο μπαρουτοκαπνισμένος επαναστάτης να ξεγελάστηκε τόσο εύκολα και να έπεσε στην παγίδα των εχθρών του; Πόσο αληθινό αποδεικνύεται το απόφθεγμα της επιγραφής του πυργόσπιτου «όλα του κόσμου καπνός και σκιά».
Σκέφτομαι και πόσο καλά γνωρίζουμε αν γνωρίζουμε, τον τόπο μας. Κάθε μια πέτρα αφηγείται μια ιστορία αφού ο πύργος των Ντα Μολίν υπάρχει ακόμα και σήμερα σαν χάλασμα στον τόσο κοντινό μας Αλικιανό.
-Εκεί παίζαμε όταν ήμουν παιδί μου λέει συγκινημένος ένας μεγαλωπός Αλικιανιώτης που με άκουσε να διηγούμαι την ιστορία.
Σίγουρα οι κάτοικοι της περιοχής, ειδικά οι παλιότεροι, κάτι θα έχουν ακούσει για το «ερημόκαστρο τση ρηγοπούλας». Στο διαδίκτυο βρήκα και το ημερολόγιο του έτους 2018 του γυμνασίου Αλικιανού, όπου οι μαθητές έχουν καταγράψει με μεράκι και ζήλο την ιστορία, από όπου πήρα πολλές πληροφορίες και όπου αναφέρονται αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Ζαμπέλιου. Κάποιοι προσπαθούν να συντηρήσουν την μνήμη. Κι εγώ κάθε φορά που σκοντάφτω σε μια τέτοια ιστορία αναλογίζομαι πόσα μαθήματα μπορούμε να πάρουμε και να διδαχθούμε αν έχωμε την γνώση της.
Για το τέλος φυλάω κάτι που έμαθα στην σημερινή μου περιήγηση. Το διαδίκτυο με εγκαλεί στην τάξη, με διορθώνει και δικαιώνει αυτούς που στην πινακίδα αναφέρουν τον λιμανίσιο δρόμο της πόλης μας, ως οδό Καντανολέου. Που είναι η γενική του «Καντανολέος» της νεοελληνικής λαϊκής εκδοχής του ονόματος του ήρωα. Έτσι αποδεικνύεται πως και η γλώσσα εξελίσσεται, διαφοροποιείται και αλλάζει ανά τους αιώνες.