Ιστορίες της καθημερινότητας. Σαν κι αυτές που βρίσκει κανείς συχνά πυκνά στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδίκτυο.
Στην πρώτη διαβάζω για μια έρευνα στην Σουηδία. Κάθε έβδομος Σουηδός, λέει, δεν έχει ούτε ένα κοντινό φίλο. Ένας στους δέκα πάνω από 75 χρονών, έχει επαφή με γνωστούς το πολύ πολύ δυό φορές τον μήνα, ενώ 300,000 άτομα σε όλη την Σουηδία χαρακτηρίζονται «μόνοι» και χωρίς επαφές.
Σε ορισμένα προάστια λειτουργούν τηλεφωνικά δίκτυα επαφής. Κάποιοι άνθρωποι, δηλ. αυτοί που δηλώνονται «μόνοι» τηλεφωνούν κάθε πρωί, κάθε μέρα στο δίκτυο και λένε το όνομά τους σε ένα αυτόματο τηλεφωνητή. Όταν κάποιος δεν πάρει το συμφωνημένο τηλέφωνο οι εθελοντές της δράσης αρχίζουν να τον αναζητούν.
Οι γραμμές αυτές, λέει το σχόλιο, υπήρχαν για χρόνια σε πολλές μεγάλες πόλεις στην Σουηδία, αλλά επεκτάθηκαν μετά τον Νοέμβριο όταν βρέθηκε ένας ηλικιωμένος, νεκρός στο διαμέρισμά του, χωρίς να τον ψάξει κανείς. Από τις έρευνες της αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι ο άνθρωπος αυτός είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια. ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ!!!
Τρία χρόνια χωρίς ένας γείτονας να αναρωτηθεί γιατί γέμιζε το ταχυδρομικό κουτί χωρίς ποτέ να αδειάζει.
Τρία χρόνια χωρίς ένας συγγενής να πάρει τηλέφωνο για να ρωτήσει τι κάνει ή να πάει να τον δει.
Τρία χρόνια χωρίς ένας φίλος να τον αναζητήσει. Αλλά προφανώς δεν είχε συγγενείς και φίλους. Πως έζησε, πως πορεύτηκε έστω και στο τέλος της ζωής του έτσι αυτός ο ηλικιωμένος, χωρίς ανθρώπινες επαφές και χωρίς ανθρώπινη επικοινωνία; Πως τα καταφέρνουν αυτές οι προοδευμένες και προοδευτικές κοινωνίες να μας καταντούν έτσι. Να έχωμε τα πάντα, όλα όσα αποκτούνται με το χρήμα. Και να έχωμε τόσο λίγα από αυτά που δεν χρειάζονται υλικό πλούτο, παρά μόνο συναισθήματα, δόσιμο και αποδοχή.
Ακόμα κι εδώ στην χώρα μας που μέχρι πρόσφατα η ζωή μας ήταν λίγο πολύ εκτεθειμένη στο άπλετο φως της κοινωνίας, ακόμα κι εδώ οι νέοι άνθρωποι στρέφονται περισσότερο στην τεχνολογία για να αποκτήσουν φίλους και επαφές. Γίνεται πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο να συνομιλούν μέσω του υπολογιστή με άτομα ακόμα και στην άκρη του κόσμου. Από την άλλη μεριά να βλέπουν τον απέναντί τους με τόση καχυποψία που να κλείνονται στον εαυτό τους, να μην θέλουν να του μιλήσουν και να επικοινωνήσουν μαζί του.
Μοιάζει σαν να χάνωμε την δεξιότητα αυτή της κοινωνικής συναναστροφής. Έχετε προσέξει νεώτερους ανθρώπους σε παρέες; Σε παρέες με αγνώστους; Μοιάζει σαν να μην ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν. Τι να πούν και τι να κάνουν. Ενώ προσέξτε μεγαλύτερους. Σε πόση λίγη ώρα βρίσκουν θέματα συζήτησης, τρόπους να εκφραστούν μαζί, να τραγουδήσουν να πουν ανέκδοτα και ιστορίες, να περάσουν την ώρα μεταξύ τους, ευχάριστα.
Εκείνο που με στεναχωρεί πολύ είναι που και μείς, ένας λαός μέχρι τα χθες εξωστρεφής και επικοινωνιακός, σιγά σιγά γινόμαστε πρωταθλητές στο σπορ αυτό της μοναξιάς που μέχρι τώρα ήταν άγνωστο στον τόπο μας.
Στη δεύτερη ιστορία διάβασα σε μια εφημερίδα την δήλωση ενός πατέρα για την κόρη του, διάσημη στις μέρες μας. Όχι επειδή εφηύρε ή δημιούργησε κάτι αξιοθαύμαστο και πρωτοποριακό αλλά μόνο γιατί έκανε ένα πολύφερνο γάμο. Λέει λοιπόν αυτός ο αξιοθαύμαστος πατέρας για το παιδί του:. «Μου χρωστάνε. Ο γαμπρός μού χρωστάει, η κόρη μού χρωστάει. Πρέπει να ανταμειφτώ για όσα έχω περάσει».
Καλέ τι είναι τα παιδιά; Χρωστούμενα που πρέπει να σου τα ξεπληρώσουν;
Από πού ως πού ένα παιδί, οποιοδήποτε παιδί, πρέπει να αφήνει τα θέλω και τις δικές του επιθυμίες για να υποταχθεί στα θέλω και τις ανάγκες του γονιού; Κι ύστερα τα παιδιά τα κάνεις για σένα; Είναι δικά σου; Δεν είναι αυτεξούσια, αυτόνομες προσωπικότητες; Αλλά ακόμα κι αν περιμένεις ανταπόδοση για το τεράστιο(!) έργο που επιτέλεσες φέρνοντας ένα παιδί στον κόσμο, γιατί πρέπει να αναγάγεις το χρέος πάλι στην ύλη;
Αν κάτι θα έπρεπε να ανταλλάσσεται μεταξύ γονιών, παιδιών και ανθρώπων γενικά, δεν θάπρεπε να είναι μόνο αγάπη, στοργή και γνοιάσιμο;