Χριστός Ανέστη, συμπολίτες.
Χρόνια πολλά τούτο το παράξενο Πάσχα του κορωνογιού. Η ανοιξιάτικη φύση να βάζει τα καλά της, οι παραδόσεις να καλούν σε συναθροίσεις, εκκλησιαστικές και κοινωνικές και μείς σε αντίθεση με όσα επιτάσσει η διάθεσή μας, να μένουμε σπίτι. Μερικές φορές και ολομόναχοι. Φόβος για το τι θα πάθουμε εμείς; Υπευθυνότητα για μην πάθουν οι άλλοι; Ότι και να είναι, τούτο το Πάσχα ήταν αλλιώτικο. Άδοξο που διάβασα κάπου. Να γιορταστεί έτσι μουλωχτά και τόσο σιωπηλά η Ανάσταση; Μια γιορτή από μόνη της δοξαστική, πανηγυρική. Η νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. Κι όμως δεν την γιορτάσαμε όπως έπρεπε. Ακόμα κι εκεί που γίνανε, κατά παρέκβαση, κάποιοι εορτασμοί ξεθυμασμένοι μου φανήκανε. Σαν μα μην είχαν ψυχή. Ωστόσο οι φετινές γιορτές περάσανε πια. Ελπίζουμε οι επόμενες να είναι καλύτερες.
Σήμερα Δευτέρα του Πάσχα βλέπω στο διαδίκτυο μια φωτογραφία. Πιστοί λευκοφορεμένοι, μπροστά σε έναν ιερέα με γυαλιά και πολύχρωμα άμφια να εκκλησιάζονται. Το μυαλό μου γυρίζει πίσω, χρόνια πολλά πριν, σε ένα τόπο μακρινό όπου είχα δει για πρώτη φορά τότε, μια παρόμοια εικόνα.
Στην Αιθιοπία, βρισκόμουν μαζί με την εκδρομική παρέα σε ένα ταξίδι δύσκολο, κουραστικό αλλά αφάνταστα ενδιαφέρον. Στις δυό βδομάδες που κράτησε η εκδρομή μας, είδαμε «πράμματα και θάματα». Φύση (ποταμούς, μεγάλες λίμνες, σαβάνες), πολιτιστικά αξιοθέατα(παλιές πόλεις, οβελίσκους, παλάτια), φυλές (στην κοιλάδα του Όμο συναντήσαμε ανθρώπους που τότε, το 2002, ζούσαν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση). Είδαμε ακόμα και θρησκευτικά αξιοθέατα και αντιληφθήκαμε ότι η θρησκεία ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής των κατοίκων αυτής της χώρας.
Οι ίδιοι οι Αιθίοπες πιστεύουν ότι είναι η παλιότερη Χριστιανική χώρα στον κόσμο. Τον Χριστιανισμό τον διέδωσε εδώ, ο Έλληνας έμπορος Φρουμέντιος (η εκκλησία της Ελληνικής παροικίας στην πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα είναι αφιερωμένη σ’ αυτόν τον Άγιο) που έγινε και ο πρώτος επίσκοπος της το 330 μ.Χ. Οι Αιθίοπες αν και μονοφυσίτες αρνούνται ότι έχουν σχέση με τους Κόπτες της Αιγύπτου και ονομάζουν την δική τους εκκλησία, Ορθόδοξη.
Στο ταξίδι μας στην χώρα αυτή, είδαμε, ανάμεσα σε άλλα και κάτι εξαιρετικό. Την πόλη Λαλιμπέλα με τους υπόσκαφους ναούς της. Ο θρύλος λέει ότι ο Θεός έστειλε έναν άγγελο να πάρει τον βασιλιά Λαλιμπέλα στον παράδεισο και εκεί να του δείξει τους ιερούς ναούς Του. Όταν επέστρεψε πίσω ο βασιλιάς θέλησε να κατασκευάσει στην πόλη που πήρε το όνομά του, παρόμοιες εκκλησιές σαν κι αυτές που είχε δει. Μάλιστα λέγεται πως ήρθαν οι άγγελοι και τις έφτιαξαν μέσα σε μια νύχτα. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι χρειάστηκαν 24 χρόνια για να κατασκευαστούν. Αυτοί που δεν πιστεύουν σε ιστορίες λένε ότι, ο Λαλιμπέλα ήθελε να κτίσει μια «νέα Ιερουσαλήμ» αφού την παλιά την είχαν καταλάβει οι μουσουλμάνοι. Όπως επίσης υποστηρίζουν ότι τέτοιο απαιτητικό έργο χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο και πολύ εξειδικευμένα εργαλεία για να γίνει. Γιατί βλέπετε οι ναοί αυτοί, δεν χτίστηκαν. Αλλά σκάφτηκαν και σκαλίστηκαν πάνω σε γιγάντιους μονόλιθους. Σκεφθείτε το έργο. Πρώτα δημιουργούσαν μια τάφρο γύρω από τον βράχο και μετά άρχιζαν να σκαλίζουν, να κάνουν ανοίγματα , να διαμορφώνουν. Τιτάνια δουλειά! Μέχρι πενήντα μέτρα κάτω από την γη οι δέκα από αυτές επικοινωνούν μεταξύ τους με υπόγεια σκοτεινά και στενά τούνελ, μονοπάτια, στοές Η τελευταία που βρίσκεται σε απόσταση, ξέχωρα από τις άλλες, είναι η εμβληματική εκκλησιά του Μπέτα Γκιόργκις του Αγίου Γεωργίου δηλ. σε σχήμα σταυρού. Κι εδώ ο θρύλος λέει πως ο ίδιος ο προστάτης της, ο Άγιος Γεώργιος, επέβλεψε την κατασκευή της. Ένδεκα ναοί είναι χωμένοι στην γη, μέσα σ αυτήν την ιδιαίτερη πόλη των 10,000 κατοίκων και των 1,000 ιερέων. Το όγδοο θαύμα του κόσμου, όπως λέγεται.
Εκεί πρωτοείδα τους παπάδες της Αιθιοπικής Εκκλησίας . Απαραίτητο αξεσουάρ της αμφίεσής τους, τα μαύρα γυαλιά, ακόμα και στους σκοτεινούς, ημιφωτισμένους υπόγειους ναούς, οι πολύχρωμες φανταχτερές ομπρέλες και τα εξίσου πλούσια άμφια. Οι πιστοί πάνε στην εκκλησία φορώντας λευκούς μανδύες και σε όλη την διάρκεια της λειτουργίας απαγορεύεται να καθίσουν. Αν κουραστούν μπορούν μόνο να ακουμπήσουν σε ένα ψηλό μπαστούνι που το βάζουν κάτω από την μασχάλη τους. Ρίχνουν το βάρος τους σε αυτό, στηρίζονται εκεί και ξεκουράζονται. Οι λειτουργίες τους γίνονται «έν χορῶ και ὀργάνῳ» γιατί συνηθίζουν να τις συνοδεύουν με ήχους από σείστρα και τύμπανα. Τι σόϊ λειτουργία είναι αυτή, θα μου πείτε. Πανηγύρι την κάνουνε; Αλλά τα φαινόμενα απατούν.
Δεν ξεχνώ ένα πρωϊνό που σηκωθήκαμε άγρια χαράματα-δεν είχε ξημερώσει ακόμα- να πάμε να παρακολουθήσουμε μια ακολουθία. Ανακατευτήκαμε μέσα στο ασπροντυμένο σιωπηλό ευλαβικό πλήθος, πήραμε το κεράκι μας και ακολουθήσαμε την περιφορά μιας εικόνας. Ανάμεσα στους ντόπιους πιστούς κι εμείς, να διατρέχουμε μαζί τους τα σοκάκια της πόλης. Τους ακολουθούσαμε, κάναμε ότι έκαναν και αυτοί και σε λίγο είχαμε βυθιστεί στο ίδιο με αυτούς βαθύ, κατανυκτικό κλίμα. Δεν ξέραμε τι λέγανε, δεν ξέραμε τις προσευχές τους, ο τρόπος που γινόταν η λειτουργία, μάς φαινότανε κραυγαλέος και αντιθρησκευτικός, όμως ειλικρινά, τέτοια συγκινησιακή φόρτιση λίγες φορές στην ζωή μας είχαμε αιστανθεί.
Αυτόματα κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, η φωτογραφία με γύρισε σε εκείνο το πρωϊ και τα αισθήματα που είχε γεννήσει. Και μου φάνηκε η φετινή Πασχαλιά ακόμα πιο φτωχή και μίζερη.
Μετά όμως συνήλθα.
– Κοπέλα μου, είπα στον εαυτό μου η πίστη, η ευσέβεια δεν έχει να κάνει με το απέξω, με το φαίνεσθαι. Με τον εσωτερικό μας εαυτό έχει να κάνει. Κι αν εμείς μέσα μας γιορτάσαμε και Αναστήσαμε τι σημασία έχει το έξω;
Αλήθεια είναι αυτό και γι αυτό αντιπαρέρχομαιι τις κλειστές εκκλησιές, την απαγόρευση των μεγαφώνων και κωδωνοκρουσιών. Κείνο που δεν αντέχεται όμως, είναι η απομόνωση-τις πιο πολλές φορές εκούσια και επιβεβλημένη από τους ίδιους μας τους εαυτούς. Να περνάς μόνος σου τέτοιες γιορτινές μέρες όχι επειδή δεν έχεις ανθρώπους να έρθουν να σε δουν, αλλά επειδή φοβούνται (ή εσύ φοβάσαι) να σε συναντήσουν.
Νομίζω ο κορονωγιός πλήττει πρώτα και κύρια την κοινωνικότητα και την ανθρωπιά μας. Ας ευχηθούμε τούτες οι γιορτές να είναι οι τελευταίες άσχημες και μοναχικές.