Θυμάστε, πριν εφτά οκτώ μήνες περίπου, που έσκασε η είδηση ότι τα Χανιά ήταν υποψήφια, μεταξύ άλλων Ευρωπαϊκών πολιτειών, για το βραβείο της πιο «προσβάσιμης πόλης του 2020»; Το βραβείο αφορούσε την πιο φιλική πόλη προς όλους τους πολίτες και ειδικά τους ανάπηρους τους ηλικιωμένους και τα παιδιά.
Τότε η είδηση μετά τα πρώτα καυστικά, θυμωμένα και γελαστικά μηνύματα-γιατί πραγματικά μόνο κλαυσίγελο και θυμηδία μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια αναγγελία, είχε γεμίσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με παντός είδους σχόλια, δυστυχώς όχι κολακευτικά για τον τόπο μας. Οι μεγαλύτεροι επικριτές και κατήγοροι ήμασταν εμείς οι ίδιοι, οι κάτοικοι του. Γιατί ζούμε στα Χανιά. Την αγαπάμε την πόλη μας. Αλλά ακριβώς επειδή βιώνουμε την καθημερινότητά της γνωρίζουμε καλά, ακόμα και αυτοί που είναι γεροί που δεν έχουν προβλήματα, ότι η πόλις μας απέχει πολύ από το να είναι προσβάσιμη και φιλική. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε ονοματίσει όλους αυτούς τους εξυπνάκηδες που δεν σέβονται τους υπόλοιπους με το ευφάνταστο όνομα «γαϊδουρίστας». Αυτούς δηλ. που παρκάρουν όπου τους βολεύει κλείνοντας διαβάσεις, ράμπες, πεζοδρόμια. Υποτίθεται ότι η ελευθερία του κάθε ενός μας τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Εκτός βέβαια αν πρόκειται γι αυτό το νέο είδος συντοπιτών που θεωρούν ότι έχουν μόνο δικαιώματα και καμία υποχρέωση.
Ο τόπος μας, δυστυχώς, απέχει πολύ από το ιδανικό της εύκολης πόλης. Φαίνεται σαν κάποιοι να νομίζουν πως όλοι οι κάτοικοι είναι νέοι και υγιείς και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα για την διακίνησή τους. Όμως ακόμα και οι αγοραστές της λαϊκής που σέρνουν το καροτσάκι με τα ψώνια, δεν βρίσκουν πάντα χώρο να περάσουν. Ακόμα και οι μαμάδες με τα παιδικά καροτσάκια πρέπει να κατέβουν στον δρόμο γιατί δεν επαρκεί το πεζοδρόμιο. Πόσο μάλλον ένας άνθρωπος καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι.
Για καλή μας τύχη, η πόλις μας διεσώθη από τον διασυρμό και κάποιο άλλο μέρος πήρε το βραβείο. Δεν γνωρίζω ποιος φωστήρας είχε αυτήν την ιδέα της υποψηφιότητας, αλλά πραγματικά δεν θέλω να σκεφτώ το ρεζίλεμά που θα είχαμε υποστεί εάν βγαίναμε πρώτοι, παίρναμε το βραβείο και έρχονταν εδώ κάποιοι ανάπηροι παρακινημένοι από την επιβράβευση.
Η αλήθεια είναι, ότι όταν ένας άνθρωπος είναι υγιής δεν μπορεί να φανταστεί και να νοιώσει το πρόβλημα του ανήμπορου. Το σκαλάκι των 2-3 πόντων που απέχει ο δρόμος από την ράμπα αναπήρων είναι μια τεράστια απόσταση για κάποιον που σέρνει το βήμα του. Ή για κάποιον που κάθεται σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Αλήθεια εσείς οι υγιείς που χοροπηδάτε και διασκελίζετε τρέχοντας ανηφοριές, σκάλες και σκαλοπάτια έχετε αναρωτηθεί πόσο ψηλό βουνό φαντάζει ένα οσοδήποτε μικρού μεγέθους σκαλοπάτι, για κάποιον με προβλήματα ισορροπίας και κίνησης;
Αυτά σκεφτόμουν όταν προ ημερών επισκέφθηκα για μια ακόμα φορά την δημοτική μας βιβλιοθήκη. Έχω κι εγώ θέματα με την κίνησή μου και αυτή η σκάλα του δημοτικού μας ιδρύματος με φέρνει κάθε φορά στα όριά μου. Κι ενώ την ανεβαίνω με άνεση, το κατέβασμά της με τυραννά πολλαπλώς. Γιατί ως γνωστόν το οίκημα αυτό της βιβλιοθήκης μας κτισμένο την δεκαετία του ’50, δεν διαθέτει ασανσέρ.
Προχθές που λέτε έπιασα την κουβέντα για το θέμα αυτό με τις πάντα ευγενικές υπαλλήλους. Πρώτα με συμβούλευσαν να χρησιμοποιήσω τον ανελκυστήρα του δημαρχιακού μεγάρου, που όμως είναι στην ακριβώς αντίθεση από την βιβλιοθήκη μεριά. Για να πας εκεί πρέπει να βγεις στο μπαλκόνι – στενό με μονάδες κλιματισμού χάμω δηλ. ένας εύσωμος άνθρωπος ή ένα αναπηρικό καροτσάκι δεν χωρά σε καμιά περίπτωση- να κάνεις τον γύρο να φθάσεις στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου και από κει να μπεις μέσα στο δημαρχείο για να βρεις το αντικείμενο των ονείρων σου, που θα σου εξασφαλίσει την ποθητή έξοδο. Μετά μου ανέφεραν τους τρόπους που σκαρφίζονται οι ίδιες, για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τους αναγνώστες με κινητικά προβλήματα.
Θυμήθηκα μια ακόμα παλαιότερη επίσκεψή μου όπου κάποιος υπεύθυνος μου είχε πει τότε, ότι το πρόβλημα αυτό θα λυθεί μονίμως, με την μεταστέγαση της βιβλιοθήκης στο καινούργιο της κτήριο. Θα σας θυμίσω μόνο για χάριν της αλήθειας και της ενημέρωσης ότι η μελέτη για την αποκατάσταση και διαρρύθμιση του χώρου αυτού δεν έχει καν προκηρυχθεί. Μέχρι τότε τι θα γίνονται οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη να πάνε στην δημοτική βιβλιοθήκη; Θα φωνάζουν από την είσοδο τις υπαλλήλους να κατεβαίνουν ή θα τους κουβαλάνε, όπως μου είπαν, στα χέρια;
Είναι τόσο δύσκολο να δοθεί προτεραιότητα σε ένα τέτοιο θέμα; Είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί λύση ικανοποιητική για όλους; Γιατί μια σπουδαία βιβλιοθήκη σαν την δημοτική μας με τόσες χιλιάδες βιβλίων, εφημερίδων, περιοδικών, φωτογραφιών, χαρτών, με τόσες δωρεές-ακόμα και την συλλογή Βενιζέλου διαθέτει- πρέπει να υποβαθμίζεται για ένα τέτοιο λόγο; Γιατί πρέπει, οι ιθύνοντες, να κάνουν τους ανθρώπους με προβλήματα υγείας, πολίτες δεύτερης κατηγορίας; Πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι μας ότι οι πολιτικοί όταν θέλουν, βρίσκουν λύσεις. Όπως βρέθηκαν λύσεις σε πολλά παλαιά δημόσια οικήματα της περιοχής. Είναι θέμα χρημάτων; Σε μια ευημερούσα πόλη σαν την δική μας, θεωρώ ότι δεν είναι. Νομίζω πως είναι μόνο θέμα πολιτικής βούλησης. Δηλ. οι αρχές της πόλης αξιολογούν όλο αυτό το πρόβλημα και το βρίσκουν αμελητέο. Ή βρίσκουν ότι η επίλυσή του είναι δύσκολη και ασύμφορη.
Όλοι μας, όσοι μένουμε σε αυτό το μέρος και οι γεροί αλλά και οι πολίτες με προβλήματα υγείας, όλοι θέλουμε τα ίδια ακριβώς πράγματα. Θέλωμε τα αυτονόητα. Θέλωμε να ζούμε στον τόπο μας με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία. Να μπορούμε να κυκλοφορούμε οπουδήποτε μέσα στην πόλη μόνοι μας, χωρίς αποκλεισμούς, ισότιμοι όλοι με όλους.