Για πολλά χρόνια η ιστορία του έθνους μας ξεκινούσε από τους αρχαίους Eλληνες, έφτανε στον Μεγάλο Αλέξανδρο, τους Ελληνιστικούς χρόνους και την ρωμαιοκρατία. Μετά συνεχιζόταν στην τουρκοκρατία και την Ελληνική Επανάσταση.
Όλο αυτό το υπέρ χιλιετές κομμάτι που ονομάζεται βυζαντινή αυτοκρατορία και ο συνακόλουθος βυζαντινός πολιτισμός που την ακολουθεί, φαινόταν σαν να μας προκαλούσε αμηχανία. Δεν ξέραμε που να το εντάξουμε. Ανήκε στην ιστορία μας; Τελικά μας αφορούσε; Ήμασταν η ίδια ράτσα με αυτούς τους περίεργους που ονομάτιζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, αλλά πίστευαν στον Χριστό, μιλούσαν Ελληνικά και κυριαρχούσαν σε όλον τον γνωστό τότε κόσμο; Με αυτούς που θεωρούσαν τον εαυτό τους συνέχεια της κραταιής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας; Και να θέλαμε να το πιστέψωμε δεν μας βοηθούσε η ιδέα που είχαν μερικοί σπουδαίοι Ευρωπαίοι του διαφωτισμού που πίστευαν ότι αυτά τα χρόνια ήταν χρόνια παρακμής, σκοτεινά και δίσεχτα.
Τον τελευταίο καιρό όμως, η γνώμη και η δικιά μας αλλά και των υπολοίπων επιστημόνων από όλον τον κόσμο αναθεωρείται. Παρ όλο που η περίοδος αυτή της ιστορίας «παραμένει αντικείμενο επίμονων προκαταλήψεων», όπως ομολογείται από τους γνώστες των πραγμάτων. Ωστόσο γίνεται πια παραδεκτό ότι μια αυτοκρατορία ένδεκα αιώνων δεν μπορεί να είναι μόνο παρακμή. Σίγουρα έχει να επιδείξει μέσα στην πολύχρονη ιστορία της μαζί με το σκοτάδι, άλλες τόσες στιγμές μεγαλείου και ακμής. Πέρασαν από αυτόν τον κόσμο ανίκανοι, χαμερπείς και εαυτούληδες αυτοκράτορες, αξιωματούχοι και εκκλησιαστικοί. Αλλά πέρασαν και ηγέτες φωτισμένοι, ένδοξοι πολιτικοί, ικανοί διπλωμάτες, νικηφόροι στρατηγοί, λόγιοι, επιστήμονες μεγάλης παιδείας και μόρφωσης, σπουδαίου καλλιτέχνες και ιερωμένοι . Η δε πρωτεύουσά της, η Κωνσταντίνου πόλις, υπήρξε για αιώνες η μεγαλύτερη, η ισχυρότερη, η πλουσιότερη, η ομορφότερη και η μεγαλοπρεπέστερη πόλη. Ήταν η βασιλεύουσα όχι μόνο του Βυζαντίου, αλλά όλου του τότε γνωστού κόσμου. Εξ άλλου γνωρίζωμε ότι όλη η Ευρώπη πλουτίστηκε με καλλιτεχνήματα και παντός είδους θησαυρούς (από χρυσό και πολύτιμους λίθους μέχρι μεταξωτά, γούνες και σκηνώματα αγίων) που άρπαξαν οι Δυτικοί στην πρώτη κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας το 1204 -το πιο γνωστό κλεμμένο αριστούργημα είναι τα άλογα που είναι τοποθετημένα σήμερα στην πρόσοψη της βασιλικής του Αγίου Μάρκου στην Βενετία και τα οποία μέχρι την αρπαγή τους στόλιζαν τον ιππόδρομο της Πόλης.
Το πόσο πολύ σημαντική υπήρξε η παρουσία και η επιρροή της αυτοκρατορίας στον τότε γνωστό μας κόσμο, το περιγράφει η πολύ χαρακτηριστική ιστορία της Βυζαντινής πριγκίπισσας Θεοφανούς. Ο δούκας της Σαξονίας και βασιλιάς της Γερμανίας και Ιταλίας Όθωνας Α’, επιθυμούσε διακαώς μια βυζαντινή νύφη για τον γιό του Όθωνα Β΄. Και μάλιστα πορφυρογέννητη (κόρη αυτοκράτορα δηλ). Τα οφέλη ενός τέτοιου γάμου προφανή για τον Δυτικό ηγεμόνα. Με ένα συνοικέσιο σαν κι αυτό, θα αναγκάζονταν οι συμπέθεροι της υπερδύναμης να αναγνωρίσουν τον τίτλο του-που το απέφευγαν- και θα έδινε στον ίδιο το δικαίωμα να βάλει πόδι στα τσιφλίκια της νύφης. Γι’ αυτό ο Oθωνας έστειλε τρεις φορές απεσταλμένους. Τις δυό πρώτες φορές οι πρέσβεις εκδιώχτηκαν σκαιώς, καθώς οι τότε αυτοκράτορες δεν επιθυμούσαν αυτό το συμπεθεριό. Η τρίτη αντιπροσωπεία είχε καλύτερη τύχη μια και ο Ιωάννης Τσιμισκής επειδή δεν ήθελε να ανοίξει νέα μέτωπα αντιπαραθέσεων, βρήκε το προξενιό καλή ιδέα και συναίνεσε. Πορφυρογέννητη όμως δεν διέθεταν. Ούτε κάποια άλλη κοντινή συγγένισσα του αυτοκράτορα, οπότε έστειλαν για νύφη την Θεοφανώ, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας και μικροανηψιά του Τσιμισκή. Αλλά χωρίς το γαλάζιο αίμα που ζητούσε ο πεθερός. Η νύφη δώδεκα χρονών, μορφωμένη, καλλιεργημένη και αναθρεμμένη μέσα στην κοσμοπολίτικη κοινωνία της Κωνσταντινούπολης ξεκινά με πολυπληθή συνοδεία και μεταφέρει στην καινούργια της πατρίδα μεγάλη προίκα στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ των άλλων ρίζες αμπελιών και λείψανα αγίων. Όταν στην γερμανική αυλή έμαθαν ότι η πολύφερνη νύφη δεν ήταν συγγενής πρώτου βαθμού με τον αυτοκράτορα, είπαν να την επιστρέψουν. Όμως ο Όθων μπαμπάς και ο Όθων γιός την είχαν δει και είχαν ενθουσιαστεί με την νεαρή πριγκίπισσα. Οπότε ο γάμος έγινε από τον πάπα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης, τον Απρίλιο του 972.
Σύντομα ο Όθων Α΄ πεθαίνει. Τον διαδέχεται ο Όθων Β’ που μαζί με την σύζυγό του Θεοφανώ στέφονται από κοινού συναυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Γερμανίας.
Η νέα βασίλισσα ακολουθεί τον άνδρα της σε όλα τα ταξίδια του σε ένα κόσμο εκ διαμέτρου αντίθετο με αυτόν που ήξερε μέχρι τότε. Και φαίνεται ότι ασκεί μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις του. Ο ίδιος την συμβουλεύεται και την εμπιστεύεται.
Ο Όθων Β΄ πεθαίνει ξαφνικά το 983 . Η Θεοφανώ με συντονισμένες κινήσεις καταφέρνει να ξεκαθαρίσει το τοπίο από τους διάφορους Σλάβους, Δανούς και Φράγκους διεκδικητές του θρόνου. Ο τρίχρονος γιός της Όθων Γ΄ στέφεται αυτοκράτορας και αυτή γίνεται η επίτροπος του ανήλικου, παρ όλο που προβλέπεται ότι την κηδεμονία την εξασκεί ο κοντινότερος άνδρας συγγενής. Η εξουσία της εκείνη την εποχή είναι τόσο μεγάλη, που υπογράφει ως αυτοκράτωρ και όχι ως αυτοκράτειρα.
Η Θεοφανώ πεθαίνει νεώτατη στα 31 της χρόνια. Η κακή σχέση που είχε εξ αρχής με την πεθερά της (που δηλώνει ότι «χάρηκε για τον θάνατο της Ελληνίδας») επηρέασε τους περισσότερους χρονικογράφους της εποχής που σπεύδουν να την κατηγορήσουν και να υποβαθμίσουν το έργο της.
Την επέκριναν γιατί φορούσε μεταξωτά και κοσμήματα, γιατί έκανε συχνά μπάνιο και γιατί δεν έτρωγε με το χέρι όπως όλοι αλλά κάρφωνε το φαγητό της με ένα χρυσό όργανο με δύο δόντια (πιρούνι). Ένας από τους ελάχιστους που την επαινεί γράφει για την βασίλισσα: «Αν και η Θεοφανώ ανήκε στο ευαίσθητο φύλο, η μετριοφροσύνη της, η πίστη και ο τρόπος ζωής της ήταν εξαιρετικά, κάτι σπάνιο στην Ελλάδα. Διατηρώντας την μοναρχία του γιού της με ανδρική επιστασία, ήταν πάντα ευμενής και φιλάνθρωπος προς τους νομιμόφρονες, αλλά τρομακτική και νικηφόρα στους ταραχοποιούς (ή επαναστάτες).»
Γεγονός πάντως είναι η συμβολή της Θεοφανούς στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών στην Δύση, παρ όλο που το πολιτιστικό της έργο και ο ρόλος της εσκεμμένα υποβαθμίστηκαν. Μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισε να αναγνωρίζεται η επίδρασή της στη μεταφορά των βυζαντινών τεχνών και εν γένει της βυζαντινής κουλτούρας στην Δύση.
Σκέφτομαι την παιδούλα που έφυγε από την Πόλη.. Πόσα καινούργια πράγματα έπρεπε να μάθει. Πόση δύναμη χρειαζόταν για να σταθεί στην καινούργια της ζωή. Παιδί ακόμα ανέλαβε ευθύνες μεγαλύτερες από αυτές που της αναλογούσαν. Κι όμως σε πείσμα όλων έδειξε πίστη, υπομονή, επιμονή και τα κατάφερε.
Σκέφτομαι τους ανθρώπους που βρήκε στην καινούργια της πατρίδα.
Και το πόσο άσχημα την δέχτηκαν και την αντιμετώπισαν γιατί ήταν γυναίκα και Ελληνίδα. Γιατί ήταν μια ξένη και δεν μπορούσαν να την καταλάβουν. Κι αντί να προσπαθήσουν να την εννοήσουν βρήκαν πιο εύκολο να την επικρίνουν και να την κατηγορήσουν (δεν σας φαίνονται πράγματα γνωστά όλα αυτά;)
Σκέφτομαι τελικά ότι ο κόσμος παρ όλα τα χρόνια που έχουν περάσει, κατά βάση μένει ο ίδιος.
Ειδικά οι σκέψεις τα αισθήματα και οι αντιδράσεις των ανθρώπων.