-Το μόνο που θέλω μετά από τόση κούραση, είναι μόλις φτάσουμε να πάρουμε μια πετσέτα και να πάμε να την αράξουμε σε μια παραλία, Να κολυμπήσουμε και να ξεκουραστούμε.
Είπε η κολλητή με την οποία είχαμε αποφασίσει να κάνουμε διακοπές μαζί, στο τελευταίο νησί της Ελλάδας, στο Καστελλόριζο. Στο τέρμα της πατρίδας μας δηλ.(πιο τέρμα δε γίνεται).
-Μα θα βρούμε παραλίες μέσα στην πόλη; απόρησα εγώ.
-Ε, τι στην ευχή; Ένα μικρό νησάκι είναι. Αν δεν είναι μέσα στην πόλη θα είναι κάπου εκεί κοντά.
Και σε όλη την διαδρομή που αποδείχτηκε δύσκολη, επίπονη και πολύ μακρινή εμείς ονειρευόμαστε ξαπλώστρες σε παραλίες με κρυστάλλινα νερά. Όταν επιτέλους φθάσαμε μετά από 24 ώρες ταλαιπωρίας στον προορισμό μας, η Εύη η φίλη που θα μας φιλοξενούσε είχε την ιδέα να κάνουμε μια βόλτα να γνωρίσουμε το μέρος. Κατεβήκαμε στον παραλιακό δρόμο, το κορδόνι που λένε οι ντόπιοι. Ένα δρομάκι δίπλα στην θάλασσα-μην ξεχνάτε εδώ τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Εκεί για πρώτη φορά είδαμε κάτι που μας ξένισε. Κάτι που έμοιαζε με τις μεταλλικές σκάλες που έχουν όλες οι πισίνες και που τις χρησιμοποιούμε για να μπαινουμε και να βγάινουμε μέσα στο νερό.
-Τι είναι αυτό ρωτήσαμε με αφέλεια τη φίλη.
-Α! Αυτό είναι για να πέφτεις στην θάλασσα. Εδώ δεν έχει αμμουδιές. Πέφτεις κατευθείαν μέσα στο νερό και ανεβαίνεις από αυτά τα σκαλάκια.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση της έκπληξης που ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά μας όταν συνειδητοποιήσαμε τί ακριβώς μας είπε η Εύη.
Είναι δυνατόν να μην υπάρχουν αμμουδιές στο νησί; Τι σόι νησί ήταν αυτό τότε; Και δεν ήταν το μόνο πράγμα που μας ξάφνιασε σ’ αυτό το πανέμορφο κι αγαπησιάρικο μέρος, που το γνωρίσαμε από μια σύμπτωση αλλά που το αγαπήσαμε πολύ και με μεγάλη χαρά θα το επισκεπτόμαστε ξανά.
Καστελλόριζο το κόκκινο κάστρο κατά μία εκδοχή ή το κάστρο της ρίζας κατά μία άλλη ονόμασαν οι Ιωαννίτες ιππότες το αρχαίο νησί Μεγίστη όταν έκτισαν πάνω στον κόκκινο βράχο του ένα πανώριο κάστρο. Γιατί το νησί είναι ένας βράχος που περισσεύει πάνω από το νερό. Γι αυτό δεν έχει σπαρτά, μποστάνια, περιβόλια. Μερικά αναιμικά αμπελάκια και λίγες ελιές διαθέτει. Μέχρι που κι ένας γραφιάς, από αυτούς που καταπιάνονται με τις ιστορίες του κάθε τόπου (ο Καρκαβίτσας), γράφει πως σε όλο το νησί υπήρχε μια συκιά όλη κι όλη. Κι αυτή η συκιά έμπαινε σε όλα τα συμβόλαια μεταβιβάσεων, αγοραπωλησιών, προικοσυμφώνων, που γίνονταν και σύμφωνα μ’ αυτήν καθορίζονταν τα σύνορα των περιουσιών σε όλο το νησί.
Το μέρος έχει ένα βαθύ, μεγάλο, απάνεμο λιμάνι και μια μόνο πολιτεία που χωρίζεται σε μικρές γειτονιές. Στο Μαντράκι που κάποτε ήτανε και ταρσανάς, στα Πηγάδια, στα Χωράφια. Παρ όλο που τόσα λίγα έχει να προσφέρει ο τόπος, κατοικούνταν ήδη από τα νεολιθικά χρόνια. Και είτε πορευόταν αυτεξούσιος, είτε κάτω από κατακτητές, είχε ανέκαθεν μεγάλη ανάπτυξη. Στις αρχές του 20ου αιώνα, εκεί κάπου στην δεκαετία του 1920, έζησε την στιγμή της μεγαλύτερης ακμής του. Στο νησί κατοικούσαν πάνω από 12.000 άνθρωποι, στο σχολειό πήγαιναν πάνω από 1.000 μαθητές, και τα πάμπολλα Καστελλοριζιά πλεούμενα διασχίζανε τις θάλασσες και σώρευαν μονέδες και χρυσάφι στα σπίτια των κατοίκων. Η αρχοντιά και ο παλιός πλούτος φαίνονται μέχρι και τώρα στα σπίτια που αναπαλαιώνονται και εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να μας ξαφνιάζουν με τις ψιμμηθευτές τους λεπτομέρειες. Και η φορεσιά λένε, της Καστελλοριζιάς αρχόντισσας είναι η πλουσιότερη των Δωδεκανήσων. Κάτι σημαίνει και τούτη δω η λεπτομέρεια. Εκείνη την εποχή της ευμάρειας, στο απάνεμο και προστατευμένο λιμάνι του νησιού, υπήρχε μέχρι και σταθμός ανεφοδιασμού υδροπλάνων της εταιρείας Air France που έκαναν τη διαδρομή Μασσαλία -Μέση Ανατολή.
Μετά ήρθε ο πόλεμος. Οι βομβαρδισμοί διώξανε τους κατοίκους και τους κάνανε πρόσφυγες στην απέναντι μεριά της Μικρασίας και στη Γάζα της Παλαιστίνης. Όταν γυρίσανε βρήκανε τα σπίτια τους διαγουμισμένα, καμμένα και το βιός τους αρπαγμένο. Το νησάκι τους δεν μπορούσε πια να τους θρέψει. Οι περισσότεροι πήρανε τον δρόμο της ξενιτιάς και η μακρινή Αυστραλία γέμισε Καστελλοριζιούς μετανάστες. Η Καστελλοριζιώτικη παροικία στην Αυστραλία ανθεί με τα 50.000 μέλη της, ενώ τώρα εδώ στην γενέτειρα νήσο δε μένουν πάνω από 300-350 άνθρωποι.
Σήμερα η κανονικότητα που ζουν οι κάτοικοι αυτού του μέρους είναι δύσκολη. Το να φθάσεις εκεί είναι από μόνο του μια οδύσσεια. Υπάρχει ένα μικρό αεροδρόμιο αλλά οι πτήσεις δεν είναι καθημερινές και γίνονται μόνο με το φως της ημέρας. Τα αεροπλάνα χωρούν ελάχιστους επιβάτες.
Η Ρόδος απέχει τέσσερεις ώρες με το καράβι. Από εκεί γίνεται ο ανεφοδιασμός του νησιού, από εκεί έρχονται οι περισσότεροι Έλληνες επισκέπτες. Τα μικρασιάτικα παράλια απέχουν μόνο 30 λεπτά με ένα πλεούμενο. Από κεί γίνεται άλλος ανεφοδιασμός- όταν τα ροδίτικα πλοία καθυστερούν, όταν οι κάτοικοι θέλουν φροντίδα. Βλέπετε η απεναντινή πόλη το Κας-η αρχαία Αντίφελλος- είναι μεγάλη και έχει όλα αυτά που θα θελε και το Καστελλόριζο αλλά δεν έχει. Γιατρούς, οδοντιάτρους φαρμακεία. Απλά(:) καθημερινά, χρειαζούμενα πράγματα που λείπουν. Και η Ρόδος είναι τόσο μακριά. Φθάνουν κι από απέναντι επισκέπτες. Ξένοι τουρίστες που κάνουν διακοπές στο Κας κι έρχονται μονοήμερες εκδρομές για να δουν τα κάλλη του νησιού. Γιατί παρόλο το μικρό του μέγεθος υπάρχουν αρκετά αξιοθέατα που μπορεί κανείς να δει και να θαυμάσει. Αρχαία μα και νεότερα Φυσικές ομορφιές, όπως την ανυπέρβλητη γαλάζια σπηλιά-το μεγαλύτερο και ωραιότερο από τα ενάλια σπήλαια της Ελλάδας και της Ευρώπης. Τα άλλα νησιά του συμπλέγματος της Μεγίστης ένα από αυτά και το νησάκι της Ρω, που το έκανε γνωστό η προσφορά της κυράς του. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη η κυρά της Ρω κατοίκησε σε αυτό το νησί για 40 χρόνια. Πρώτα με τον άνδρα της. Όταν πέθανε, με τη μητέρα της. Και όταν πέθανε κι αυτή, μόνη της. Κάθε πρωί ύψωνε στο νησάκι της την Ελληνική σημαία και όταν γίνονταν στρατιωτικές ασκήσεις στην περιοχή το ξέρανε όλα τα στρατευμένα παιδιά που λάβαιναν μέρος σ αυτές, ότι στο σπίτι της τα περίμενε μια μάνα για να τα πλύνει, να τα ταΐσει, να τα φροντίσει.
Προσπαθώ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος μπόρεσε να ζήσει μόνος του σε ένα μέρος για τόσα χρόνια, χωρίς τηλεόραση, χωρίς διαδίκτυο, χωρίς καμμιά από αυτές τις ανέσεις που θα έκαναν την ζωή του πιο εύκολη. Την είδα την Δέσποινα Αχλαδιώτη και σε μια παλιά εκπομπή από το αρχείο της ΕΡΤ. Μια γιαγιούλα κοντούλα, καλοσυνάτη. Τόσο απλή αλλά συγχρόνως, τόσο μεγάλη. «Δεν έκανα τίποτα», έλεγε.
Πήγαμε στο σχολείο του νησιού. Δυστυχώς οι μαθητές λιγοστεύουν από χρόνο σε χρόνο. Και πάντα ο διορισμός ενός εκπαιδευτικού σε ένα τέτοιο μέρος θεωρείται δυσμενής τοποθέτηση.
Αναπολώ αυτό το ταξίδι που μας κόστισε πολλά σε χρήματα και ταλαιπωρία. Όμως χαλάλι του τα βάσανα που περάσαμε και θα το ξανάκανουμε με την πρώτη ευκαιρία. Το μέρος αυτό έχει πολλά να μας διδάξει. Αυτοί οι τριακόσιοι που ζουν εκεί, φυλάττουν Θερμοπύλες. Μόνοι, ξεχασμένοι από τους υπευθύνους, προσπαθούν να κρατήσουν το σπιτικό τους, παρά τις δυσκολίες, με αξιοπρέπεια. Η πολιτεία και οι παντός είδους ιθύνοντες, απόντες. Τους θυμούνται μόνο για διαγγέλματα δυστυχίας όπως του μνημονίου. Τους θυμούνται μόνο όταν οι «καλοί» μας οι γείτονες κάνουν στην περιοχή εκείνη τα παιχνίδια τους, όπως αυτές τις μέρες.
Θυμάμαι όταν στην επιστροφή μου από εκείνο το ταξίδι ανέφερα σε έναν φίλο ότι οι καθηγητές στο γυμνάσιο και το λύκειο ήταν περισσότεροι από τους μαθητές τους που μου είπε: «Γιατί δεν το κλείνουν τότε το σχολείο;». Όμως εκεί είναι που χρειάζεται πιο πολύ, εκεί στην εσχατιά είναι περισσότερο χρήσιμο και αναγκαίο από οπουδήποτε αλλού. Εκεί είναι που πρέπει να δοθούν κίνητρα για να μένουν οι κάτοικοι με τις οικογένειές τους. Ένα περισσότερο τώρα που οι “καλοί” μας γείτονες θέλουν να το εξαφανίσουν από τον χάρτη, γιατί είναι πολύ μακριά από το κέντρο της Ελλάδας, λένε και πολύ μικρό. Γιατί τους χαλάει τη μανέστρα των διεκδικήσεών τους, θα έλεγα εγώ. Βέβαια δε μου φαίνεται παράξενο που οι γείτονες αλλάζουν τα δεδομένα κατά το πώς τους συμφέρει. Μου κάνει όμως εντύπωση πως υπάρχουν κάποιοι Έλληνες που υιοθετούν τις απόψεις τους.
Θυμώνω και θλίβομαι που η πολιτεία μας δεν κάνει κάτι περισσότερο για να ενισχύσει τους ανθρώπους εκεί. Κάτι που θα δώσει πιο πολύ ζωή που θα βοηθήσει να πάνε και νέοι κάτοικοι που δε θα βλέπουν τον πανέμορφο αυτό τόπο, ως τόπο εξορίας.
Μελαγχολώ όταν βλέπω τους φίλους να ξοδεύουν χρήματα για υπερατλαντικές και μακρινές εκδρομές και να μην έχουν επισκεφτεί, να μην τους έχει περάσει καν από το μυαλό να επισκεφτούν, αυτό το μέρος.
Το Καστελλόριζο μπορεί να μην έχει αμμουδιές. Μπορεί να μην έχει κοσμοπολίτικη ζωή. Μπορεί να μην έχει δέντρα. Έχει όμως ωραίους ανθρώπους που μπορούν να μας διδάξουν πολλά. Μόνο με την ζωή τους, με το παράδειγμα της ζωής τους στο νησί αυτό. Νομίζω ότι όλοι μας πρέπει να το κάνουμε πράξη: να σχεδιάσουμε και να πραγματοποιήσουμε ένα ταξίδι ως εκεί. Να κάνουμε μόδα και must ένα ταξίδι ως εκεί. Σ αυτήν τη νήσο τη μικρή τη Μεγίστη.