Δεν ξέρω αν το έχετε πάρει χαμπάρι. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες μαίνεται ένας ιδιότυπος ακήρυχτος πόλεμος στα μέρη μας. Με το που καλοκαιρεύει κι αρχίζουν να έρχονται οι επισκέπτες. Όχι, όχι οι αλλοδαποί αλλά οι εγχώριοι, οι καλλιτσουνάδες όπως τους ονοματίζει κάποιος φίλος , θέλοντας να διακωμωδήσει την περίσσια αγάπη τους στα εδέσματα αυτά που κάθε ευπρεπές κρητικό τραπέζι επιβάλλεται να διαθέτει, ολοχρονίς. Μα τούτη δω την εποχή οι ντόπιες νοικοκεράδες γκαζώνουν ένα παραπάνω. Βάζουν τα δυνατά τους και μεγαλουργούν. Τι χόρτα καλοκαιρινά μαζεύουν, τι μυζήθρες γλυκές και νόστιμες αναζητούν στα μαγαζιά της πόλης. Οι πλάστες και τα ξυλίκια βγάζουν φωθιές. Καλλιτσούνια χορτάρινα, μυζηθρένια, με βλίτα, με κολοκύθια, με τσουκνίδες, πίτες λογής λογής. Όλα έχουν την τιμητική τους. Οι φίλοι και συγγενείς που θεωρούν καθήκον τους να επισκεφτούν τον γενέθλιο τόπο κάθε τέτοια εποχή, τούς δίνουν και καταλαβαίνουν. Δεν έχω δει κανένα να τους να αντιστέκεται και να μην υποκύπτει στις παραινέσεις των σπιτονοικοκυραίων για «ένα ακόμα».
Από κοντά και τα εποχιακά φρούτα. Αυτό δίνει στους επισκέπτες το άλλο τους όνομα. Συκοσταφυλάδες. Ταιριάζει και με την ιστορία που άκουσα ότι αυτήν την εποχή θα βρεις διάφορους, δικούς και ξένους, κάτω από τις συκιές, σε όποια ξερολιθιά και φράχτη τις πετύχουν, να τρυγούνε τους γλυκούς τους καρπούς.
Αυτοί λοιπόν οι καλλιτσουνάδες και οι συκοσταφυλάδες είναι υπαίτιοι για τον πόλεμο αυτόν που μαίνεται κάθε Αύγουστο στον νομό μας-αν και έχω την υπόνοια ότι παρόμοιος γίνονται παντού στην επαρχία.
Τους έχετε δει λοιπόν, όλους αυτούς τους μουσαφιραίους πως μιλούν, πως οδηγούν, γενικά πως συμπεριφέρονται; Τους έχετε ακούσει να κορδώνονται και να υπερηφανεύονται γιατί έρχονται από την πρωτεύουσα; Συνήθεια παλιά, που νόμιζα πως έχει ξεπεραστεί πια. Θεωρώ ότι εμείς που ζούμε στην περιφέρεια, μένουμε εδώ από επιλογή μας-οι περισσότεροι τουλάχιστον. Και μιας που σήμερα είναι τόσο εύκολο, λόγω της τεχνολογικής προόδου, να έχεις περίπου τις ίδιες ευκαιρίες και ευκολίες όσο και σε ένα μεγαλύτερο αστικό κέντρο, δεν νομίζω ότι είναι μεγάλο πλεονέκτημα το να ζεις στην πρωτεύουσα. Μάλλον εμείς είμαστε οι ευνομούμενοι που ζούμε σε ένα τέτοιον προνομιούχο τόπο. Με λιγότερη βιασύνη, λιγότερο άγχος πιο κοντά στην φύση και στους ανθρώπους. Το να ακούς λοιπόν την ατάκα «εσείς που είστε εδώ κι εγώ που ζω στην Αθήνα» με το ανάλογο αίσθημα υπερηφάνειας και μεγαλοϊδεατισμού, ξαφνιάζει και να μην το κρύψωμε, πικάρει. Εγώ πάντως όταν το άκουσα προ ημερών από μια άγνωστη, δεν το κρύβω, τσατίστηκα και της το έδειξα.
Μια άλλη πλευρά αυτού του καλοκαιρινού ανταμώματος έχει να κάνει με την οδηγική τους συμπεριφορά. Έχετε συνειδητοποιήσει πόσο επιθετικοί είναι στον τρόπο οδήγησής τους; Τρέχουν-παραπάνω από το συνηθισμένο-και κάνουν περίεργες προσπεράσεις. Τους εκνευρίζει το πώς οδηγούμε και προσπαθούν να μας δείξουν τον σωστό, κατά την άποψή τους, τρόπο που φέρνουν από την πρωτεύουσα. Προ ημερών διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για κάποιον που προσπέρασε πάνω σε μια στροφή τέσσερα αυτοκίνητα από τα δεξιά. Αυτός που το σχολίαζε, και έβγαζε αφρούς από την αγανάκτηση, κατάλαβε από τις πινακίδες του αυτοκινήτου ότι ο φταίχτης ήταν κάποιος από τους νεοαφιχθέντες μουσαφιραίους. Εντάξει, δεν λέω ότι εμείς οι ντόπιοι είμαστε οι καλύτεροι των οδηγών. Τα τροχαία ατυχήματα και τα συχνά τρακαρίσματα αποδεικνύουν ότι απέχουμε μακράν από το να είμαστε οι τέλειοι χειριστές των αυτοκινούμενων οχημάτων που έχουν κυριεύσει την ζωή μας. Αλλά βρισκόμαστε στην πόλη μας. Ξέρουμε τους δρόμους και τις ιδιαιτερότητές τους. Μας ξαφνιάζει η επιθετικότητα που κουβαλούν όλοι αυτοί οι, αγαπημένοι κατά τα άλλα, επισκέπτες. Σίγουρα οι ρυθμοί των μεγάλων πόλεων και ειδικά της πρωτεύουσάς μας, τους προσθέτουν άγχος και τσαμπουκά. Εκεί πρέπει ολοχρονίς και καθημερινά να βρίσκονται στους δρόμους μαζί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους, να οδηγούν δίπλα τους και να ψάχνουν για μια πολύτιμη θέση παρκινγκ που θα την διεκδικήσουν και πολλοί άλλοι. Κι εμείς εδώ, τα ίδια ακριβώς προβλήματα έχουμε, αλλά διαφέρουμε στους αριθμούς. Είμαστε λιγότεροι. Κινούμαστε πιο ήρεμα.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι όλοι αυτοί που έρχονται εδώ για να ξεκουραστούν και να γεμίσουν μπαταρίες, θα έπρεπε να χαλάρωναν λίγο με το που έφταναν. Δυστυχώς όμως φαίνεται πως χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να ξεχάσει κανείς τις κακές του συνήθειες.
Μάλιστα αυτές τις ημέρες έγινα θεατής σε μια σκηνή όπου μια Αθηναία κυρία επέπληττε με σφοδρότητα μια εγχώρια που καθυστέρησε να βάλει τη μάσκα της μπαίνοντας σε ένα μαγαζί. Η ντόπια κυρία ευγενικά της ζήτησε να μην προτρέχει και να θυμάται πως πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι και ότι όλα μπορούν να λυθούν με ηρεμία και λιγότερη επιθετικότητα .
Νομίζω ότι αυτό ξεχνούν οι φίλοι που μας επισκέπτονται. Μαθημένοι από την δύσκολη καθημερινότητα του κλεινού άστεως που τους κάνει ανταγωνιστικούς και σκληρούς, κουβαλούν την συμπεριφορά αυτή της ανταγωνιστικότητας και της καχυποψίας στα μέρη μας, και αντί να βρουν αυτοί την περιπόθητη χαλάρωση, τελικά βάζουν εμάς στην πρίζα και μας φέρνουν πολλές φορές στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Στο ματς λοιπόν ντόπιοι ή μουσαφιραίοι εσείς άραγε τι θα σημειώνατε;