Σήμερα το πρωί, πηγαίνοντας για την καθημερινή βόλτα είδα έξω από ένα μαγαζί, μια γυναίκα να απλώνει γαλανόλευκες. Σημαίες διαφόρων μεγεθών, που τέτοιες μέρες γίνονται πάντα περιζήτητες από τον κόσμο. Ναι σκέφτηκα, η εθνική μας εορτή πλησιάζει. Ακόμα κι αν φέτος δεν την γιορτάσουμε όπως άλλες χρονιές, δεν παύει ωστόσο ο συμβολισμός της να είναι ισχυρός.
Φέτος ο κορωνογιός έδωσε την τέλεια δικαιολογία. Παρελάσεις δεν θα γίνουν, φοβόμαστε την έξαρση. Ούτως ή άλλως όμως ο τρόπος αυτός εορτασμού των εθνικών μας επετείων, οι παρελάσεις δηλ. ήταν τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο όλων των αποκαλούμενων νεωτεριστών και μοντερνιστών. Κατάλοιπο φασιστικό του Μεταξά τις έλεγαν και κατηγορούσαν τις αρχές γιατί μόνο εμείς από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες τις έχωμε διατηρήσει ακόμα. Ωστόσο υπάρχει και η άλλη άποψη.
Κατευθείαν από την αρχαία Ελλάδα υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι ότι έρχονται. Από τις πομπές των Παναθηναίων , τους Αθηναϊκούς θριάμβους και τους τρείς χορούς των Σπαρτιατών στις γιορτές τους. Πρώτα χόρευαν οι μεγαλύτεροι, οι ηλικιωμένοι που τραγουδούσαν πως κάποτε ήταν γενναία παλικάρια (Άμμες ποκ΄ ήμες άλκιμοι νεανίαι).. Μετά έρχονταν οι στρατιώτες οι μάχιμοι που έλεγαν εμείς είμαστε τώρα οι λεβέντες και αν θέλεις έλα να μας δοκιμάσεις ” (Άμμες δε γ΄ ειμέν, αι δε λης πείραν λάβε).
Τελευταίοι οι νεώτεροι, οι έφηβοι. Αυτοί που διαβεβαιώνουν ότι έμείς θα γίνωμε πολύ καλύτεροι από εσάς (Άμμες δε γ΄ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες). Μήπως και μέχρι τώρα στις παρελάσεις δεν γίνεται κάτι αντίστοιχο; Παρελαύνουν πρώτα οι ανάπηροι πολέμου-όσοι ζουν ακόμα. Μετά οι μαθητές-η ελπίδα- και τελευταία τα στρατευμένα μας νιάτα, σε μια αντίστοιχη με των Σπαρτιατών σειρά;
Ότι κι αν ισχύει, για μένα οι παρελάσεις και οι εθνικοί εορτασμοί έχουν να κάνουν με την απόδοση τιμής και την διατήρηση της εθνικής μνήμης.
Σε δύσκολες για την πατρίδα στιγμές κάποιοι δεν δίστασαν, δεν δείλιασαν. Πάνω από το ατομικό συμφέρον ακόμα και πάνω από την ίδια τους την ζωή και την σωματική τους ακεραιότητα, έβαλαν το καλό του συνόλου και της κοινωνίας. Νοιώθω το όραμά τους για ελεύθερη πατρίδα. Αναγνωρίζω την θυσία τους. Τους τιμώ γι αυτά που έκαναν και έδωσαν στους απογόνους τους, σε μένα, σε σας, σε όλους μας μιαν αδούλωτη χώρα. Τους μνημονεύω έτσι ώστε να αποτελέσουν πρότυπο και για τις επόμενες γενιές. Και στο πρόσωπό τους βλέπω τα ιδανικά και τις ιδέες που αξίζει να θεωρούνται πανανθρώπινα και άξια να αγωνιζόμαστε γι αυτά. Θεωρώ ότι πρέπει να διδαχθούμε εμείς και τα παιδιά μας από το παράδειγμά τους. Να μάθουμε ότι πέραν του εαυτού και του ατομικού συμφέροντος υπάρχουν κάποιες αξίες όπως η ελευθερία, τις οποίες χρειάζεται σε δεδομένη στιγμή να υπερασπίσουμε χωρίς να λογαριάσουμε το οποιοδήποτε κόστος.
Αλλά έχω την αίσθηση ότι σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς η καλλιέργεια της εθνικής μνήμης και η υπερηφάνεια για τα επιτεύγματα της φυλής δεν είναι ακριβώς το ζητούμενο. Μπορεί να είμαστε πολίτες του κόσμου, αλλά είμαστε και Έλληνες. Έχωμε ρίζες, παρελθόν, παράδοση και ταυτότητα. Αυτοί οι αγώνες μάς τα κληροδότησαν όλα αυτά. Ποιοι θα είμαστε και σε τι κατάσταση θα είμαστε χωρίς αυτούς; Δεν πρέπει να τους ξεχνάμε γιατί όπως λέει κι ο Άγγλος συγγραφέας Μάλκολμ Μπράντμπερι: Μην ξεχνάς ποτέ το παρελθόν. Μπορεί να το ξαναχρειαστείς στο μέλλον.
Ωστόσο εκείνο που με προβληματίζει περισσότερο είναι πως οι νέοι μας όλον αυτόν τον εορτασμό τον βλέπουν πιο πολύ ως ευκαιρία να γλυτώσουν το σχολείο και να μην κάνουν μάθημα. Οι μισοί από αυτούς απαξιούν την γιορτή και οι άλλοι μισοί την βλέπουν ως ευκαιρία επίδειξης. Άστε που οι πιο πολλοί δεν ξέρουν αν γιορτάζουμε τον αγώνα κατά των Γερμανών ή κατά των Τούρκων. Άστε που το να πιστεύεις σε πατρίδα, σε παραδόσεις, σε οράματα, σε σεβασμό σε κάνει τουλάχιστον γραφικό, ξενέρωτο μέχρι και φασίστα.
Αλλά ότι και να λέμε ακόμα και στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αποθέωσης της ύλης, εκείνο που μας κάνει καλύτερους ανθρώπους και συνειδητούς πολίτες δεν είναι ο άκρατος ατομισμός και ωχαδελφισμός, αλλά ακριβώς η πίστη σε κάποιες τέτοιες αρχές διαχρονικές και πανανθρώπινες.