«Αντισυνταγματική χαρακτηρίζει τη γενική απαγόρευση συναθροίσεων ενόψει Πολυτεχνείου η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων» ανέφεραν τα μέσα επικοινωνίας ήδη από το απόγευμα της Κυριακής 15/11. Γιατί, δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί, αλλά ένας πόλεμος ανακοινώσεων έχει ξεσπάσει από την Παρασκευή. Αιτία η επέτειος του Πολυτεχνείου και αντικείμενο της διαμάχης αν θα γίνουν συγκεντρώσεις εορτασμού-εν μέσω κορωνοϊού- για την πολύ σημαντική αυτή γιορτή της νεώτερης ιστορίας μας. Και αν θα γίνουν κατά πόσον είναι νόμιμες, σωστές και ακίνδυνες.
Οι συζητήσεις αυτές και οι διχογνωμίες με γυρνούν πίσω 53 χρόνια. Τότε που μαθήτρια της α΄τάξεως του γυμνασίου μια Παρασκευή μεσημέρι 21 τα Απρίλη 1967, μας είπαν πως δεν κάνουμε μάθημα, γιατί είχε γίνει επανάσταση. Θυμάμαι που γυρίζοντας στο σπίτι μαζί με τις συμμαθήτριες προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν αυτή η επανάσταση και γιατί έπρεπε να μην κάνουμε μάθημα. Δεν λύθηκε η απορία μας αμέσως. Στο σχολείο όμως, άλλαξαν πολλά πράγματα. Μαθήματα προστεθήκανε, κάποια άλλα ακυρώθηκαν. Στην πορεία μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε κάποια περίεργα που συνέβαιναν. Ξάφνου δεν έπρεπε να τραγουδάμε Θεοδωράκη ούτε να διαβάζουμε Καζαντζάκη γιατί ήταν, λέει. απαγορευμένοι. Έπρεπε να προσέχουμε σε ποιους μιλάμε και το τι λέγαμε. Κι αν εμείς οι νεώτεροι ψυχανεμιστήκαμε κάποια στιγμή ότι κάτι στραβό συνέβαινε το χρωστάμε-εγώ τουλάχιστον- σε έναν δυό δασκάλους που μέσα σε μια κοινωνία χωρίς τηλεόραση, με όλα τα υπόλοιπα μέσα φιμωμένα και με τρομερή προπαγάνδα μας άνοιγαν τα μάτια. Όταν έφτασε η ώρα και συνέχισα τις σπουδές μου ως φοιτήτρια πια στην Αθήνα, πάλι κάποιοι συμφοιτητές ξεχώριζαν-ήταν αυτοί που έπρεπε να κρατάμε το στόμα μας κλειστό μπροστά τους. Ήταν αυτοί που μέσα στα τζην καμπάνα και τις μακριές χίππικες φούστες του συνόλου των νεολαίων, ήταν ντυμένοι με κυριλέ κοστούμι και γραβάτα. Επίσης δεν ξεχνώ που κάποιο απόγευμα γυρίζοντας από την σχολή η σπιτονοικοκυρά με ενημέρωσε για έναν αστυνομικό που πέρασε από το σπίτι και ρωτούσε για μένα. Ο αδελφός μου είχε κάνει τα χαρτιά του για πιλότος και πέρασε να τσεκάρει αυτός ο καλός άνθρωπος, το όργανον της τάξεως, ότι η αδελφή του αιτούντος ήταν αρκετά εθνικόφρων και δεν είχε παρασυρθεί από τις κακές αθηναϊκές παρέες.
Παρ όλη την φαινομενική ησυχία, το καταλάβαινες, το αισθανόσουν ότι κάτι φούσκωνε και μεγάλωνε. Και μετά από κάποια χρόνια εκκωφαντικής σιωπής, το 1973 οι φοιτητές ξεσηκώθηκαν πρώτα στην Νομική και μετά στο Πολυτεχνείο.
Μέσα είχαν κλειστεί κάποιοι νέοι που διεκδικούσαν ελευθερία κι απέξω ήταν κόσμος-πολύς κόσμος- που διαδήλωνε με το ίδιο πάθος και συμπαραστεκόταν. Με χρήματα, με τρόφιμα, με φάρμακα, με ιατρικό υλικό.
Το βράδυ της τρίτης μέρας το τανκ έσπασε την πόρτα και μπήκε μέσα. Άνθρωποι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, κυνηγήθηκαν, συνελήφθηκαν. Οι χουντικές αρχές νόμισαν ότι τα είχαν καταφέρει. Με αλλαγή στην ηγεσία τους. με συλλήψεις με φυλακίσεις με εκτοπισμούς και βασανιστήρια νόμισαν ότι θα ξεπαστρέψουν την αντίσταση και όλα θα γυρίσουν στην προηγούμενη κατάσταση. Μα αντί γι αυτό ένα κύμα ξεκίνησε που όσο περνούσε ο καιρός θέριευε και γιγαντωνόταν. Που οδήγησε μετά από οκτώ μήνες στην εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο αλλά και στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και την μεταπολίτευση.
Ήμουν φοιτήτρια εκείνον τον καιρό. Δεν μπήκα μαζί με άλλους συναδέλφους μου μέσα στο Πολυτεχνείο. Βρέθηκα όμως το απόγευμα 16 του Νοέμβρη στην Πατησίων έξω από την κλεισμένη πύλη του. Αργά το απόγευμα έφυγα τρέχοντας, διωγμένη από τα δακρυγόνα, κυνηγημένη από την αστυνομία. Όλο το βράδυ ο ήχος των όπλων αντηχούσε στο λεκανοπέδιο . Την άλλη μέρα το πρωί όλοι οι δρόμοι στο κέντρο της πρωτεύουσας ήταν γεμάτοι με άρματα μάχης. Μπροστά στην γκρεμισμένη πια πόρτα ένστολοι προσπαθούσαν ρίχνοντας νερό από ένα όχημα της πυροσβεστικής με την μάνικα, να καθαρίσουν τα αίματα που στέγνωναν χάμω στον δρόμο. Στο Σύνταγμα είδα ένα τανκ να σημαδεύει έναν πολίτη και όταν αυτός δεν έσκυψε, δεν παραδόθηκε, το είδα να περνά από πάνω του, βάζοντάς τον ανάμεσα στις ερπύστριες. Θυμάμαι τις αντιδράσεις του κόσμου. Την αρχική παγωμάρα-σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος- την κατοπινή ανακούφιση και τον ενθουσιασμό γι αυτήν την πράξη αντίστασης και γενναιότητας.
Θυμάμαι και την επόμενη χρονιά, στην πρώτη επέτειο. Αυτήν την φορά ήμουν μέσα στην σχολή .
Κόσμος πολύς. Στους τοίχους των κτηρίων ακουμπισμένα στεφάνια και ανθοδέσμες. Στα κάγκελα καρφωμένα λουλούδια και σημειώματα Κι από τα μεγάφωνα να ακούγεται ο Γιάννης Ρίτσος να απαγγέλλει:
Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει*
Και μετά ο Νίκος Ξυλούρης να τραγουδά:
Τούτοι δω εφέρανε τουφέκια γεμάτα μπαρούτι
τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωση
τούτοι δω συναντήσανε το λαό να τραγουδάει ενωμένος.
………………………………………………………………………………………………
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνου που ‘δωκε το σύνθημα του θάνατου ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
……………………………………………………………………………………
Θέλω να τους δω να δικάζονται
Σε τούτη την πλατεία, σε τούτο δω το μέρος. **
Πολλά χρόνια περάσανε από τότε. Η νεαρή φοιτήτρια έγινε γυναίκα. Μεγάλωσε, ωρίμασε, άσπρισαν τα μαλλιά της. Πάντα αυτές τις μέρες ξαναφέρνει στην μνήμη της αυτές τις εικόνες. Εικόνες μιας νεολαίας που αγωνίστηκε για ιδεώδη και ιδανικά. Της ίδιας αυτής νεολαίας που μεγαλώνοντας-όχι όλοι τους αλλά ένα μεγάλο μέρος- εξαργύρωσε τον αγώνα της με θέσεις και χρήματα. Που ξεπούλησε και αντάλλαξε ό,τι καλό κληρονόμησε (ήθη, έθιμα, παραδόσεις και μια κουλτούρα φιλότιμου κι αρχοντιάς) για μερικά άνευ αξίας ξενόφερτα καθρεφτάκια που γυαλίζανε και κάνανε θόρυβο. Που ανάθρεψε τις επόμενες γενιές στρεβλά και αποφάσισε ότι «ο πατριωτισμός-το να πονάς δηλαδή και να φροντίζεις την χώρα σου να προστατεύεις την κοινωνία σου και το δημόσιο αγαθό-είναι «αντιδραστικό» και «φασιστικό» φαινόμενο ενώ το να την καίς να την καταστρέφεις και να βανδαλίζεις την δημόσια περιουσία της είναι «προοδευτικό».***
Ωστόσο το μετά δεν αναιρεί τον πρώτο αγώνα. Και στην εποχή μας, μια εποχή φόβου, ωχαδελφισμού, απογοήτευσης, και κατάπτωσης αξιών η στάση ζωής εκείνων των παιδιών, εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή μόνο παράδειγμα και υπόδειγμα μπορεί να αποτελέσει.
*Από την «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου
**Από τους «Νεκρούς της πλατείας». Τραγούδι σε στίχους Πάμπλο