Να μαστε πάλι στο ίδιο έργο θεατές. Στην αρχή ελπίσαμε πως θα την γλυτώσουμε. Πως δεν θα χρειαστούμε άλλο κλείσιμο, άλλη καραντίνα. Γρήγορα όμως διαψευστήκαμε και τώρα μέσα στο σπίτι βιώνουμε για άλλη μια φορά, περίεργες καταστάσεις.
Κρατώντας ωστόσο, την νοερή, από τον προηγούμενο αποκλεισμό υπόσχεση, δεν θα σχολιάσω όσα οδυνηρά συμβαίνουν στην χώρα μας και στον κόσμο. Πιστεύω ότι ο καθένας έχει την γνώμη και την άποψή του για όλα τα τεκταινόμενα. Τις δυσκολίες του, σωματικές, ψυχικές και διανοητικές που τον κατατρύχουν. Γι αυτό τελείως συνειδητά επιλέγω να μην φορτώνω όσους συμπολίτες έχουν την διάθεση να διαβάσουν τα κείμενά μου με μαυρίλα και κατήφεια. Φτάνουν όσα πρέπει υποχρεωτικά να μαθαίνουμε και να υφιστάμεθα. Θεωρώ εξάλλου ότι είναι μια ευκαιρία, να κάνω κι εγώ μαζί σας, μια αναδρομή σε παλιές και ξεχασμένες διαδρομές. Κι όταν διάβασα κάπου ότι τέτοιες μέρες τον Νοέμβρη του 1989 έπεσε το τείχος του αίσχους στην Γερμανία, αποφάσισα να σας περιγράψω την πρώτη και μοναδική μου επίσκεψη στο Βερολίνο, κάμποσα χρόνια πριν από την ημερομηνία αυτή. Μάλιστα, μέσα στα αξιοθέατα(;) της παραμονής μας εκεί ήταν το πέρασμα, με διαβατήριο παρακαλώ, από το δυτικό στο ανατολικό τμήμα της πόλης και βέβαια η επίσκεψη του περιβόητου τείχους.
Η εκδρομή μας έγινε στα πλαίσια μιας επιμόρφωσης καθηγητών. Εκπαιδευτικός δεν είμαι, αλλά δεν έχασα την ευκαιρία να παρεισφρήσω στην παρέα, μιας και ο μικρός αριθμός των συμμετεχόντων επέτρεψε την παρουσία κι άλλων ατόμων. Περίπου στα μισά του ταξιδιού, φτάσαμε στο Βερολίνο. Τελευταία χρόνια του ψυχρού πολέμου και η Γερμανία χωρισμένη ακόμα σε δυό κομμάτια. Το Ανατολικό που ελεγχόταν από τους Σοβιετικούς και το Δυτικό. Στην μέση περίπου της ανατολικής Γερμανίας μια πόλη, το Βερολίνο. Μοιρασμένο κι αυτό σε ανατολικό και δυτικό τομέα και στην μέση για να μην μπορούν να επικοινωνούν οι μεν με τους δε-και να μην μπορούν να το σκάνε – ένας τοίχος. 155 χιλιόμετρων μήκους και 3,6 μέτρων ύψους Τείχος του αίσχους το είχαν ονοματίσει και κείνες τις ημέρες που το επισκεφθήκαμε έμοιαζε πελώριο, ψηλό και τελείως απρόσιτο για τους κατοίκους της ανατολικής πλευράς, που αν το πλησίαζαν κινδύνευαν να τους συλλάβουν ή να τους πυροβολήσουν οι στρατιώτες που το φρουρούσαν.
Κάποιοι καθηγητές φίλοι που έμεναν στον δυτικό τομέα μας παραχώρησαν ένα σπίτι σε πολύ κεντρικό σημείο. Προμηθευτήκαμε λοιπόν ένα χάρτη του μετρό και αρχίσαμε τις εξερευνήσεις στην πόλη. Τρομερή εντύπωση μας έκανε η πολυτέλεια του συρμού.
Αναπαυτικά, βελούδινα, σε βαθύ κόκκινο καθίσματα, τουαλέτες πεντακάθαρες, εξοπλισμένες με ωραιότατα αρωματικά σαπούνια και μαλακό λευκασμένο χαρτί υγείας. Και μια γλυκιά, γαργαλιστική φωνή στα μεγάφωνα να αναγγέλλει την επόμενη στάση. Τα απολαμβάναμε όλα δεόντως. Ώσπου αποφασίσαμε να επισκεφτούμε κάποιους άλλους φίλους, εκπαιδευτικούς κι αυτούς, στο ανατολικό τμήμα της πόλης.
Ξεκινήσαμε λοιπόν ένα πρωί να πάμε «απέναντι». Μπήκαμε στο γνώριμο βαγόνι αλλά μετά από μερικές στάσεις μας είπαν ότι έπρεπε να μετεπιβιβαστούμε. Τι έκπληξη ήταν αυτή τώρα!. Ο καινούργιος συρμός γκρίζος, άχαρος με κάτι ξύλινα σκληρά κι άβολα καθίσματα. Στην τουαλέτα το σκούρο ανακυκλωμένο ρολό θύμιζε πιο πολύ γυαλόχαρτο παρά χαρτί υγείας. Το τραίνο έκανε επαρκώς την δουλειά του αλλά μέχρις εκεί. Καμία πολυτέλεια, κανένα κανάκεμα από αυτά που είχαμε συνηθίσει στην δίπλα πλευρά.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στον προορισμό μας. Σταθήκαμε στην ουρά και περιμέναμε να ελέγξουν τα διαβατήριά μας ακριβώς το ίδιο σαν να πηγαίναμε σε μιαν άλλη χώρα. Μετά περπατήσαμε μέχρι το σπίτι των φίλων μας. Τι διαφορά ανάμεσα στο ένα και το άλλο κομμάτι της ίδιας πόλης. Θυμάμαι τους μεγάλους άδειους δρόμους γύρω από την πύλη του Βραδεμβούργου (μνημείο παλιό της χώρας, επηρεασμένο αρχιτεκτονικά από τα Προπύλαια της Ακρόπολής μας. Τότε έρημο γιατί γειτνίαζε με το τείχος και ήταν περιοχή απαγορευμένη). Θυμάμαι το διαμέρισμα των φίλων, ένα σπίτι παλιό, αρχοντικό, που χρειαζόταν επειγόντως επισκευές. Θυμάμαι τα φλυτζανάκια που μας σέρβιραν τσάι- γιατί ο καφές ήταν απλησίαστος. Από κινέζικη φινετσάτη πορσελάνη που φανέρωνε παλιά μεγαλεία, αλλά τσακισμένα και ραγισμένα. Θυμάμαι τους ίδιους τους καθηγητές με τα παλιά φθαρμένα ρούχα και το καρτερικό ύφος . Αυτά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μας έδωσαν να καταλάβουμε τις διαφορές στην ποιότητα ζωής των κατοίκων εδώ κι εκεί.
Εκείνοι μας συμβούλεψαν να επισκεφτούμε το μουσείο της Περγάμου. Δεν θυμάμαι πια πως φθάσαμε κι αν ήταν μακριά ή κοντά. Μόνο που μπήκαμε μέσα και … μείναμε άφωνοι. Γιατί εκεί απέναντί μας, μέσα στο μουσείο, μάς περίμενε ένα κτίσμα θεωρατικό. Μια σκάλα μεγαλοπρεπής, φαρδιά, λευκή, μαρμάρινη ανέβαινε προς ένα ανοιχτό χώρο σε σχήμα Π οριοθετημένο από κίονες. Με το στόμα ανοιχτό χαζεύαμε το μνημείο, εμφανώς αρχαίο ελληνικό, τις δωρικές και ιωνικές κιονοστοιχίες, τις ανάγλυφες ζωφόρους με τις σκαλισμένες μορφές ανθρώπων και ζώων κι αναρωτιόμαστε πως βρέθηκε εδώ κι αν ήταν πρωτότυπο ή αντίγραφο.
Για τον βωμό του Δία Σωτήρα επρόκειτο και της Αθηνάς Νικηφόρου που βρέθηκε στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας, μιας πόλης απέναντι ακριβώς από την Λέσβο. Η πόλις άκμασε κατά την Ελληνιστική περίοδο και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ευμένη του Β΄ από το 197 ως το 159 π.Χ. Ο βωμός κτίστηκε για να θυμίζει την νίκη των κατοίκων της κατά των Γαλατών όταν τους πολιόρκησαν. Ο πλούτος που είχε δώσει στον τόπο η χρήση της περγαμηνής (όταν οι Αιγύπτιοι απαγόρευσαν την εξαγωγή παπύρου οι κάτοικοι της Περγάμου βρήκαν καινούργιο υλικό γραφής επεξεργαζόμενοι την προβιά ζώων που πήρε το όνομα της πόλης τους) και η νίκη αυτή χάρισε στην Πέργαμο την απόλυτη κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο. Εκείνη την εποχή οι άρχοντές της κόσμησαν την πόλη τους με ναούς, δημόσια κτήρια και μια μεγαλοπρεπή ακρόπολη. Η Πέργαμος διέθετε θέατρο, ασκληπιείο και μια εφάμιλλη σχεδόν με αυτήν της Αλεξανδρείας βιβλιοθήκη. Στην πορεία όμως, ο τόπος καταστράφηκε, παρήκμασε και ξέπεσε σε ένα μικρό χωριό.
Γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα ένας νεαρός Γερμανός μηχανικός που κατασκεύαζε δρόμους στην περιοχή για λογαριασμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έπεσε πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης. Το είπε σε φίλους του αρχαιολόγους που ήρθαν και έκαναν ανασκαφές τα επόμενα χρόνια. Ώσπου η απόφαση πάρθηκε και το σχετικό αλισιβερίσι με τις τούρκικες αρχές έκλεισε. Το μνημείο αγοράστηκε έναντι κάποιων οικονομικών ανταλλαγμάτων, μοιράστηκε σε κομμάτια και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο. Εκεί το ανασύνθεσαν κι επειδή οι Γερμανοί κατάλαβαν την αξία του, έφτιαξαν κι ένα μουσείο ειδικά για να το στεγάσουν. Μάλιστα δεν τους έκανε το πρώτο που οικοδόμησαν κι έφτιαξαν μέσα σε τριάντα χρόνια ένα δεύτερο.
Εκείνο το βράδυ την ώρα της ξεκούρασης με την παρέα μοιραστήκαμε σκέψεις και απόψεις. Για το μνημείο που βρισκόταν σε ξένο τόπο μακριά από την πατρίδα του και για την εντυπωσιακή ομορφιά της τέχνης του. Για την μοιρασμένη στα δυό πόλη και το τείχος που χώριζε τα εδάφη, μα πάνω από όλα τους ανθρώπους. Για την άνετη και ευημερούσα ζωή των δυτικοβερολινέζων και την καταφανώς πιο δύσκολη και στερημένη των ανατολικών. Και την ομοιότητα να υπάρχει άλλη μια πόλη στην ήπειρό μας, μοιρασμένη στα δυό, όπως και το Βερολίνο. Να χωρίζει κι αυτή αλλοτινούς γείτονες και συμπατριώτες. Μόνο που η άλλη πόλη βρίσκεται στις εσχατιές της Ευρώπης σε ένα μικρό νησιωτικό κράτος και το δικό της τείχος του αίσχους το ονοματίζουν «πράσινη γραμμή».
Λίγα χρόνια μετά από το ταξίδι μας, το τείχος γκρεμίστηκε από τους ίδιους τους κατοίκους και των δύο πλευρών και η Γερμανία ενώθηκε και έγινε ενιαίο κράτος.
Δεν ταξίδεψα ξανά μέχρι σήμερα στην χώρα αυτή. Αλλά διαβάζω ότι η έρημη τότε περιοχή γύρω από την πύλη του Βραδεμβούργου έχει γίνει το κέντρο του ενωμένου πια Βερολίνου και σφύζει από φώτα και ζωή. Πως το μουσείο της Περγάμου παρόλο που στην ίδια περιοχή βρίσκονται πέντε έξι άλλα, είναι το πρώτο σε επισκεψιμότητα στην Γερμανία και το 39ο παγκοσμίως. Πως τα απομεινάρια του τείχους έχουν γίνει η βάση για καλλιτέχνες που πάνω τους ζωγραφίζουν έργα για την ειρήνη και την αδελφοσύνη.
Ειρήνη, αδελφοσύνη και δικαίωση ψάχνει και η τελευταία διχοτομημένη πόλη στην Ευρώπη η Λευκωσία, αλλά μάλλον είναι πολύ μακριά για να ακουστούν τα αιτήματα και τα δίκια της.
Αναλογίζομαι πάνω στην τυχαιότητα και στις συμπτώσεις. Όταν επισκέφθηκα το Βερολίνο το γκρέμισμα του τείχους ήταν ένα σενάριο όχι απλής αλλά σούπερ επιστημονικής φαντασίας. Όμως μετά από μερικά χρόνια έγινε ήσυχα, χωρίς μάλιστα ν ανοίξει μύτη. Μήπως τελικά πρέπει να έχωμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον αστάθμητο παράγοντα που κυβερνά τις ζωές μας ;