Διαβάζω στο διαδίκτυο μια ανάρτηση για τις πρώτες Ελληνίδες φοιτήτριες. Εκεί κάπου προς το τέλος του 19ου αιώνα. Τότε που η θέση των γυναικών ήταν αποκλειστικά στο σπίτι και στην οικογένεια. Τότε που τα μόνα δημόσια σχολεία που προβλέπονταν να είναι για κορίτσια, ήταν τα δημοτικά. Από κει και πάνω, τα γυμνάσια ήταν μόνο για τους άνδρες. Βέβαια η έλλειψη αυτή καλυπτόταν με την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων θηλέων και Παρθεναγωγείων (εννοείται με τσουχτερά δίδακτρα).
Όμως η διάρκεια των σπουδών στα ιδιωτικά αυτά σχολεία ήταν μικρότερη από αυτήν των αγοριών και το πρόγραμμα των μαθημάτων ήταν διαφοροποιημένο αφού ορισμένα μαθήματα διδάσκονταν λειψά (επί το «απλούστερον» και με τρόπον «ανάλογον» προς την γυναικείαν φύσιν) και κάποια άλλα π.χ. τα λατινικά και τα ανώτερα μαθηματικά δεν διδάσκονταν καθόλου γιατί κατά τα ήθη της εποχής ήταν «ακατάλληλα» για τις γυναίκες.
Έτσι αν μια κοπέλα ήθελε ένα απολυτήριο γυμνασίου (κάτι αντίστοιχο με το σημερινό απολυτήριο λυκείου) έπρεπε τελειώνοντας το Παρθεναγωγείο να διδαχθεί στο σπίτι από ιδιώτες δασκάλους την ύλη των μαθημάτων που υπολείπονταν και μετά να δώσει εξετάσεις ενώπιον μιας πολύ αυστηρής και πολυπληθούς επιτροπής. Οπότε αντιλαμβάνεστε ότι το θέμα αυτό αφορούσε μόνο τις γόνους πλουσίων και ευπόρων οικογενειών και όχι την πλειονότητα των γυναικών οι οποίες παρέμεναν παντελώς αγράμματες.
Για πρώτη φορά γυμνάσια και για τα κορίτσια, έγιναν μετά το 1917 με την Βενιζελική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Όταν λοιπόν τα ξέρεις όλα αυτά και αντιλαμβάνεσαι –περίπου-την τότε εποχή, δεν σου κάνουν εντύπωση ιστορίες σαν κι αυτές που θα σας πω τώρα. Ή μάλλον τις διηγείσαι σαν παραμύθι. Σαν κάτι μακρινό και απίθανο.
Η Σεβαστή Καλλισπέρη εν έτει 1884 τα κατάφερε και αρίστευσε μπροστά σ αυτήν την τόσο απαιτητική επιτροπή που ανέφερα παραπάνω. Αλλά το υπουργείο Παιδείας, λόγω του φύλου της, δεν επικύρωσε τις υπογραφές των καθηγητών που την εξέτασαν γι αυτό και το αποτέλεσμα ήταν ανίσχυρο. Αργότερα όταν επί τέλους επικυρώθηκαν οι υπογραφές και πάλι δεν έγινε δεκτή στο πανεπιστήμιο ( γενικώς η φοίτηση από κοινού των δύο φύλλων εθεωρείτο τότε πρώϊμη για τα ήθη της Ελλάδος), οπότε αναγκάστηκε να ξενιτευτεί και να σπουδάσει τελικά στην Σορβόννη. Όταν επέστρεψε εργάσθηκε σαν επιθεωρήτρια σε σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης θηλέων και εισηγήθηκε πάρα πολλές μεταρρυθμίσεις πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Το 1887 η Ελένη Παντελίδου δεν γίνεται δεκτή στην Ιατρική Σχολή. Αυτοκτονεί αφήνοντας ένα σημείωμα: «Ο θάνατός μου κραυγή εις εκείνους οίτινες θεωρούν την γυναίκαν μεσαιωνικήν δούλη».
Το 1890 όμως μια άλλη νεαρή η Ιωάννα Στεφανοπούλου (ή Στεφανόπολι) κάνει αίτηση για την εισαγωγή της στην Φιλοσοφική Σχολή. Η Σχολή θεωρεί το θέμα πολύ σοβαρό και παραπέμπει το ερώτημα στην Ακαδημαϊκή Σύγκλητο. Η Σύγκλητος αναλύει ενδελεχώς όλες τις πλευρές (νομικές, κοινωνικές, πρακτικές) του ζητήματος, αποφαίνεται ότι κάτι τέτοιο είναι πρόωρο για την Ελλάδα, αλλά νίβοντας κι αυτή, σαν τον Πόντιο Πιλάτο τα χέρια της, ζητά την γνώμη του Υπουργείου. Το Υπουργείο κάνει τελικά δεκτή την αίτηση της Ιωάννας, η οποία τα καταφέρνει και γίνεται η πρώτη ΓΥΝΑΙΚΑ Ελληνίδα φοιτήτρια.
Το 1892 δυο αδελφές η Αλεξάνδρα και η Αγγελική Παναγιωτάτου αφού μελετήσουν ενδελεχώς τους νόμους και διαπιστώσουν ότι πουθενά δεν υπάρχει ρητά περιορισμός λόγω φύλου στην εισαγωγή των φοιτητών, κάνουν αίτηση φοίτησης. Έτσι γίνονται φοιτήτριες της Ιατρικής Σχολής Αθηνών. Την τελειώνουν με άριστα. Η Αλεξάνδρα ειδικεύεται στην Αυστρία για να γίνει παιδίατρος αλλά εκεί, πεθαίνει νεώτατη. Η Αγγελική συνεχίζει στην Γερμανία με σπουδές στην ειδικότητα της μικροβιολογίας και όταν επιστρέφει γίνεται υφηγήτρια στην σχολή που φοίτησε. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος περιγράφει το πρώτο της μάθημα: : «Όταν ανήλθεν επί της έδρας δια να διδάξει, εσείσθη το καταπέτασμα του ναού του Ασκληπιού. Οι φοιτητές μαγκουροφόροι και μουστακαλήδες ωρύοντο από τα θρανία ” ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ, ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ” της εφώναζον και μολονότι είχε δικαίως αναγνωρισθεί η επιστημονική της αξία εκρίθη ως ακατάλληλος και επαύθη.»
Δεν είναι η πρώτη φορά που το αγαπημένο ισχυρό φύλλο, μάς επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση. Όταν η Ρεθεμιώτισσα στην καταγωγή Καλιρρόη Παρέν Σιγανού εκδίδει για πρώτη φορά το 1887 την «Εφημερίδα των Κυριών» (εφημερίδα με θέματα που αφορούσαν την γυναίκα, την θέση της στην κοινωνία αλλά και τα δικαιώματα που έπρεπε να διεκδικήσει, την οποία διεύθυνε η ίδια και ήταν στελεχωμένη μόνο από γυναίκες) ο διευθυντής της «Επιθεώρησις» δήλωνει «Θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας. Έχω και μάννα και αδελφήν άγαμον» . Ο δε διευθυντής της «Ακροπόλεως» γράφει: «Αι γυναίκες είναι πετεινόμυαλαι και ελαφραί. Δεν αξίζει τον κόπον να ασχοληθώμεν» .
Και μην νομίζετε ότι μετά την εισαγωγή των πρώτων φοιτητριών στο Πανεπιστήμιο λύθηκαν ως δια μαγείας όλα τους τα προβλήματα. Οι αντιδράσεις των ανδρών φοιτητών εξακολουθούσαν να είναι πολύ έντονες. Η Στεφανόπολι συνοδευόταν συνήθως από τον πατέρα της όταν πήγαινε στην σχολή και όπως έλεγε η ίδια οι συμφοιτητές της την κοίταζαν σαν ένα περίεργο φαινόμενο. Οι αδελφές Παναγιωτάτου γινόταν δεκτές στο μάθημα με μπαστουνοκρουσίες. Οι κοπέλες φοιτήτριες για να αποφεύγονται οι φασαρίες είχαν καθιερώσει την είσοδό τους στο μάθημα συγχρόνως με την είσοδο του καθηγητού και κάθονταν στην πρώτη σειρά κοντά στην έδρα.
Με τόσο «καλή» μεταχείριση η Ιωάννα Στεφανόπολι παρακολούθησε τα μαθήματα στην Φιλοσοφική για λίγους μήνες και κατόπιν συνέχισε και αυτή τις σπουδές της στο Παρίσι. Όταν επέστρεψε ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία και κάποια στιγμή ανέλαβε την διεύθυνση του ΑθηναϊκούΠρακτορείου Ειδήσεων. Εργάστηκε σε πολλές αποστολές στην κυβέρνηση Βενιζέλου ο οποίος έλεγε γι αυτήν πως «η Ελλάδα θα είχε πολλά να ωφεληθεί αν διέθετε μερικούς άνδρες σαν κι αυτήν»
Η Αγγελική Παναγιωτάτου αφού επαύθη από την Ιατρική σχολή Αθηνών μετακόμισε στην Αίγυπτο όπου διορίστηκε καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Καϊρου και έκανε έρευνες για την πανώλη, τον τύφο και την χολέρα. Οι Αιγύπτιο την τίμησαν με το παράσημο του τάγματος του Νείλου. Οι Γάλλοι την βράβευσαν στην Ακαδημία των Επιστημών για το έργο της. Το 1938 έγινε η πρώτη έκτακτη καθηγήτρια Υγιεινής και Τροπικής Παθολογίας στην Ελλάδα και το 1947 η πρώτη καθηγήτρια, τιμής ένεκεν, της Ιατρικής Σχολής.
Σήμερα όλες αυτές οι διηγήσεις μοιάζουν απίθανες. Η ισότης των δύο φύλων, τα δικαιώματα των ασθενέστερων. όποιοι κι αν είναι αυτοί. είναι κάτι που δεν το έχωμε κατακτήσει ακόμα. Θέλει δουλειά πολύ. Όμως τουλάχιστον τα κορίτσια μπορούν να μπαίνουν μέσα σε μια αίθουσα διδασκαλίας πανεπιστημίου και να θεωρούνται ισότιμα. Μόνο ευχαριστώ μπορούμε απευθύνουμε νοερά σ αυτές τις πρωτοπόρους που δεν το έβαλαν κάτω και αγωνίστηκαν για ένα καλύτερο μέλλον.