Tέτοιες μέρες πριν 193 χρόνια κάτι κοσμοϊστορικό συνέβη στον τόπο μας. Ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, έρχεται και αναλαμβάνει επίσημα τα καθήκοντά του στις 26/1/1828. Έχω ξαναγράψει για τον βίο και τα έργα του ανθρώπου αυτού. Ωστόσο τίποτα δεν δείχνει καλύτερα τον χαρακτήρα και το ποιόν κάποιου, όσο οι πράξεις του και τα τυχόν σχόλια των αντιπάλων του.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας μετά το πέρας των σπουδών του στην Πάδοβα όπου σπούδασε ιατρική, νομικά και φιλοσοφία γύρισε στην γενέτειρά του Κέρκυρα και εξάσκησε το επάγγελμα του χειρουργού. Πελάτες του όλη η φτωχολογιά του νησιού από τους οποίους δεν δεχόταν πληρωμή. Οι πηγές μάλιστα διασώζουν ότι όχι μόνο δεν δεχόταν χρήματα για τις υπηρεσίες του αλλά τις περισσότερες φορές άφηνε κάτω από το μαξιλάρι των ασθενών του ένα σακκούλι με νομίσματα. Ανακατεύθηκε με τα κοινά σε δύσκολες για τα Επτάνησα καταστάσεις και γρήγορα έγινε γνωστή η πολιτική του οξυδέρκεια. Του ζητήθηκε να εργασθεί στην υπηρεσία ξένων χωρών. Προτίμησε την Ρωσία γιατί θεωρούσε ότι η θέση του εκεί θα ήταν πιο χρήσιμη για τον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας. Σύντομα από σύμβουλος επικρατείας και υπεράριθμος διπλωματικός ακόλουθος της Ρώσικης πρεσβείας στην Βιέννη, καταφέρνει και γίνεται μυστικοσύμβουλος του ίδιου του τσάρου Αλέξανδρου και ο ένας εκ των υπουργών του των εξωτερικών. Ο Μέττερνιχ, πανίσχυρος υπουργός εξωτερικών της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας τον εντοπίζει από τα πρώτα του βήματα και αντιλαμβάνεται ότι στο πρόσωπό του βρίσκει έναν ισάξιο αντίπαλο. Του δίνει το προσωνύμιο «Άγιος Ιωάννης της Αποκάλυψης» και λέει γι αυτόν: ; «Τότε μονάχα θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχα, όταν ο Καποδίστριας θα έχει θανατωθεί. Εν όσω ζεί θα είναι πάντοτε επικίνδυνος. … Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας».
Τον καιρό αυτό της Ρωσικής του υπηρεσίας ο Καποδίστριας γίνεται ο θεμελιωτής του συντάγματος και της ουδετερότητας της Ελβετίας, της ακεραιότητας της Γαλλίας και παρ ότι τον κατηγορούν για συντηρητικό υποστηρίζει με θέρμη τους συνταγματικούς θεσμούς. Ισχυρίζεται πως «το σύνταγμα εμποδίζει την εξάπλωση των επαναστάσεων» .
Το 1822εγκαταλείπει την Ρωσία εγκαθίσταται στην Γενεύη σε ένα μικρό σπίτι δύο δωματίων. Πουλά όλη του την οικοσκευή, κρατά ένα μικρό μέρος από τον μισθό του και τα υπόλοιπα τα διαθέτει για να σπουδάσει Ελληνόπουλα και να στείλει τροφές και πολεμοφόδια στην πατρίδα.
Μετά από την εκλογή του ως κυβερνήτη, έρχεται στην Ελλάδα με ένα εγγλέζικο πλοίο συνοδευόμενο από ένα γαλλικό και ένα ρώσικο. Ο κακός καιρός τους εμποδίζει να πλεύσουν προς την Αίγινα η οποία έχει οριστεί ως η πρώτη πρωτεύουσα του νέου κράτους και έχει ετοιμαστεί ο επίσημος εορτασμός. Γι αυτό παραμερίζει από το Ναύπλιο και εκεί κατεβαίνει για πρώτη φορά στην σκλαβωμένη ακόμα, Ελλάδα. Η πόλις τον υποδέχεται σαν Μεσσία. «Ρακένδυτοι κραυγάζουν με ενθουσιασμό. Ηλικιωμένοι που έχουν δώσει το αίμα για την πατρίδα βουρκώνουν, ενώ νέοι τρέχουν να τον προσεγγίσουν ώστε να του προσφέρουν στεφάνια ελιάς». Ο Κασομούλης γράφει:: «Πώς να ζωγραφίσει τις αυτό το ηθικόν της ώρας εκείνης… άλλος εδώ έτρεχεν, άλλος εκεί, άλλος πηδούσεν, άλλος χόρευεν. Οι δρόμοι ταράττοντο. Όλοι πλέον από την χαράν, αλησμόνησαν την θέσιν των….». Την ίδια μέρα ζήτησε να δει τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Γρίβα και Νάσο Φωτομάρα που ήταν εγκατεστημένοι ο πρώτος στο Παλαμήδι και ο δεύτερος στην Ακροναυπλία (και τα δυό φρούρια του Ναυπλίου) και κανονιοβολούσαν ο ένας τον άλλο απειλώντας ότι θα κατέβουν να καταλάβουν την πόλη. Κατάφερε να του παραδώσουν και οι δυό τα κλειδιά των φρουρίων που κατείχαν και να πάψουν τις αψιμαχίες.
Μετά τρεις μέρες, όταν ο καιρός το επέτρεψε, ο κυβερνήτης και η συνοδεία του επιβιβάστηκαν πάλι στα πλοία και έφτασαν στην Αίγινα. «Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα. Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού μού έσχιζε την καρδιά μου» περιγράφει ο ίδιος. Στην Αίγινα τον υποδέχεται η αντικυβερνητική επιτροπή -αυτή που αντικαθιστούσε την κυβέρνηση δηλ.- με επικεφαλής τον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη -τον μετέπειτα δολοφόνο του. Ο κυβερνήτης ήταν ντυμένος λιτά όπως το συνήθιζε, ενώ ο 27χρονος Μαυρομιχάλης ήταν λαμπροφορεμένος «βουτηγμένος στο μάλαμα» όπως γράφει ο Τερτσέτης . Προχωρούν προς την εκκλησία της Παναγιάς όπου γίνεται η επίσημη δοξολογία. Οι υπεύθυνοι έχουν ετοιμάσει έναν θρονίσκο στολισμένο για να καθίσει ο κυβερνήτης. Αυτός τον αγνοεί και όρθιος, ασκεπής συμμετέχει στην θεία λειτουργία και υφίσταται τον πολύωρο παραινετικό πανηγυρικό που εκφωνεί ο Θεόφιλος Καϊρης.
Το καλοκαίρι του 1829 ο κυβερνήτης περιοδεύει στην Κορινθία μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Της πομπής προηγείται ο διευθυντής των ταχυδρομείων Ιωάννης Καρδάρας, που ήξερε τους δρόμους. Οδηγούσε «υψηλόν και περήφανον ίππον και ήταν ντυμένος με φόρεμα χρυσοπόρφυρον», σε αντίθεση με τον Καποδίστρια που φορούσε μαύρη λιτή φορεσιά και καβαλούσε ένα ψωραλέο άλογο. Ο κόσμος βγαίνει να προϋπαντήσει τον ηγέτη του και προσκυνά τον ταχυδρόμο που τον εντυπωσιάζει με την φανταχτερή φορεσιά του. Ο Κολοκοτρώνης επεμβαίνει: «Το πράγμα υπερεξοχώτατε δεν πάγει καλά» λέει, « ο κόσμος πρέπει να γνωρίσει τον κυβερνήτη του».
«Και τι θέλεις να κάμνω;»
«Η υπερεξοχώτης σου να βάλει την στολήν του».
Και σταμάτησαν, διηγείται ο γραμματέας Δραγούμης, κάτω από ένα δένδρο και «ενεδύθην ο κυβερνήτης την στολήν του αξιώματός του, η οποία και πάλι ήταν απλούστερη από αυτήν του ταχυδρομικού».
Παροιμιώδης είναι επίσης η λιτότητα του βίου του. Είναι γνωστό ότι όσοι συμμετείχαν στα γεύματα εργασίας στο σπίτι του έφευγαν πεινασμένοι. Ο Μακρυγιάννης γράφει ότι «ο κυβερνήτης τρώει μιαν όρνιθα στις τέσσερεις ημέρες». Ο γιατρός τού λέει να βελτιώσει λίγο την τροφή του, είναι επείγουσα ανάγκη για την υγεία του. Κι εκείνος απαντά αποφασιστικά : «τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφή μου όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο που να πεινά…» Εξ άλλου όλοι γνωρίζουν ότι όταν η εθνοσυνέλευση του επιδίκασε μισθό, αυτός τον αρνήθηκε. Η διακυβέρνηση του Καποδίστρια φάνηκε υποδειγματική και ως προς το ήθος της. Αυτό ο λαός το είχε καταλάβει και για αυτό αποκάλεσε σύντομα τον κυβερνήτη μπάρμπα Γιάννη. Τον καταλάβαινε δικό του. Όταν δολοφονήθηκε οι άνθρωποι που ήταν κοντά βουτούσαν το μαντήλι στο αίμα του και το έκαναν φυλαχτό. Μετά αφού λυντσάρισαν τον ένα από τους δολοφόνους-ο άλλος κρύφτηκε μέσα στην γαλλική πρεσβεία- μαυροφορέθηκαν κι έβγαλαν από τις κασέλες τα άσπρα σεντόνια από τις προίκες των κοριτσιών τα έβαψαν κι αυτά μαύρα και τα κρέμασαν από τα μπαλκόνια. Να πενθήσουν ως και τα σπίτια τον άνθρωπό τους.
Η γνωστή ιστορία με τις πατάτες αποδεικνύει το πόσο καλά αυτός ο αριστοκράτης κατανοούσε την ψυχοσύνθεσή του κοσμάκη. Οι πατάτες τότε, δεν ήταν ακόμα γνωστές στην Ελλάδα. Όταν έμαθε γι αυτές παρήγγειλε να φέρουν κάποιες ποσότητες που τις διέθεσε δωρεάν στον λαό. Οι πολίτες όμως ήταν καχύποπτοι. Η αντιπολίτευση οργίαζε πως η τροφή αυτή είναι λουθηρανική και πως ο ασεβής «αλουτέρος» κυβερνήτης τούς τις έφερε για να αλλάξουν θρησκεία και δεν τις ήθελαν. Ούτε πήραν για να φυτέψουν, ούτε καν δοκίμασαν. Όταν είδε αυτή την αντίδραση έβαλε έξω από το μέρος οπου φυλασσόταν τα αποθέματα, φρουρούς. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι πατάτες είχαν εξαφανιστεί γιατί όλοι θεώρησαν ότι για να τις φρουρούνε είναι πολύτιμο πράγμα, γι αυτό και τις έκλεβαν.
Θα τελειώσω με τα ίδια τα λόγια του Καποδίστρια όπως τα διασώζει ο Τερτσέτης «…δεν λυπούμαι, δεν απελπίζουμαι. Προτιμώ αυτό το σκήπτρο (την θέση του κυβερνήτη) του πόνου και των δακρύων παρά άλλο. Ο Θεός μου τόδωσε, το παίρνω. Θέλει να με δοκιμάσει. Είμαι από την φυλή σας. Εις ένα μνήμα μαζί με σας θα θαφτώ. Ό,τι έχω, ζωή, περιουσία, φιλίες εις την Ευρώπη, κεφάλαια γνώσεων… το αφιερώνω εις την κοινήν πατρίδα».