Κατά καιρούς στα κείμενά μου έχω αναφερθεί σε ανθρώπους που θαυμάζω και υπολήπτομαι.
Έχω γράψει για την ζωή και το έργο τους, προσπαθώντας να τους συστήσω και σε όσους από εσάς δεν τους ξέρετε. Ένας τέτοιος είναι και ο ήρωας της επανάστασης του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Δεν χρειάζεται βέβαια ιδιαίτερες συστάσεις ο θρυλικός Γέρος του Μοριά που πέθανε τέτοιες μέρες στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 σε ηλικία 73 χρονών. Αντί για άλλο μνημόσυνο για τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο, θα σας διηγηθώ μιαν ιστορία που αλίευσα στο διαδίκτυο, αλλά που όπως εξακρίβωσα μιλώντας με έναν Τριπολιτσιώτη παλιό συμφοιτητή, είναι πέρα για πέρα αληθινή .
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λίγο καιρό πριν πεθάνει, προαισθανόμενος το τέλος του, έκανε μια μεγάλη περιοδεία. Πέρασε από όλα τα μέρη που γνώριζε. που είχε πολεμήσει, που είχε φίλους – αλλά και εχθρούς. Τους αποχαιρετούσε και αντάλλασσε μαζί τους συγχώρεση.
Συμφιλιώθηκε τότε με τον Κουντουριώτη, συγχώρεσε ακόμα και τον υπουργό Δικαιοσύνης Σχινά, που πάλεψε πολύ για την καταδίκη του όταν δικαζόταν. Εκείνες τις μέρες των αρχών του Φλεβάρη ο Γέρος ήταν χαρούμενος. Ο γιός του ο Κολίνος είχε παντρευτεί. Ο γάμος υπήρξε πολύ σημαντικό κοσμικό γεγονός και ήταν καλεσμένοι σ αυτόν μέχρι και αντιπρόσωποι από τις ξένες πρεσβείες. Δυό μέρες μετά παραβρέθηκε σε χορό στο παλάτι.
Ήταν όπως μαρτυρείται ευδιάθετος, έφαγε και ήπιε πολύ. Κάποια στιγμή ζήτησε από τον Όθωνα να παίξουν οι μουσικοί ελληνικούς χορούς, και με μεγάλη ευθυμία ζητούσε από τις κυρίες των τιμών να χορέψουν μαζί του. Γύρισε στο σπίτι του γύρω στα μεσάνυχτα και τότε άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Κάλεσε τα παιδιά του, τους έδωσε την ευχή του και τους ζήτησε να είναι μονιασμένα. Πριν να φτάσει το μεσημέρι και παρ όλες τις ενέργειες των γιατρών, που προσπάθησαν με φλεβοτόμηση, με βδέλλες και καταπλάσματα να τον συνεφέρουν, πεθαίνει από εγκεφαλική συμφόρηση. Όλα τα μαγαζιά της μικρής τότε Αθήνας κλείσανε και πλήθος κόσμου με κλάματα και οδυρμούς πέρασε από το σπίτι του να τον αποχαιρετίσει. Στην κηδεία του θρυλείται ότι όταν η πομπή ξεκινούσε από τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, οι τελευταίοι δεν είχαν μπει καν, στην οδό Ερμού. Ο Κολοκοτρώνης τάφηκε στο Α΄νεκροταφείο των Αθηνών-ακόμα υπάρχει εκεί ο τάφος του, μόνο που είναι κενοτάφιο πια.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι συμπατριώτες του ένδοξου στρατηλάτη, οι Αρκάδες, ζήτησαν από τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την μεταφορά των οστών του Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά. Ο Βενιζέλος συμφώνησε. Αφού έγινε η εκταφή, τα οστά του στρατηγού τοποθετήθηκαν σε αμαξοστοιχία και με συνοδεία και του ίδιου του πρωθυπουργού μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας. Λέγεται πως δεν υπήρξε άνθρωπος που δεν γονάτισε και δεν προσκύνησε με δάκρυα στα μάτια, από όλα τα μέρη που πέρασε η πομπή, μέχρι που έφτασαν στην Τρίπολη. Εκεί στην βάση ενός μνημείου στην πλατεία του Άρεως, στον αγαπημένο του Μοριά συνέχισε ο Γέρος τον αιώνιο ύπνο του.
Η μοίρα όμως ήθελε να γνωρίσει ο ήρωας, αν και νεκρός ακόμα μία περιπέτεια. Το 1942 ο Ιταλός διοικητής της Λακωνίας- Μεσσηνίας -Αρκαδίας, ο διαβόητος Φεστούτσι απαγορεύει στους υπόδουλους Έλληνες τους καθιερωμένους εορτασμούς για την 25η Μαρτίου. Ο τότε δήμαρχος της Τρίπολης Γιάννης Τσουτσάνης αγνοεί διοικητή και διαταγές και καταθέτει στεφάνι στο ηρώο της πλατείας, στην βάση του οποίου αναπαύονται τα οστά του μεγάλου στρατηλάτη.
Αργά το βράδυ ένας υπάλληλος της δημαρχίας που το σπίτι του βρίσκεται δίπλα από την πλατεία, χτυπά την πόρτα του δημάρχου και τον ενημερώνει ότι οι Ιταλοί έχουν βεβηλώσει το Ηρώον. Έχουν σπάσει το πορτάκι της βάσης έχουν πάρει τα οστά που φυλάγονταν εκεί και τα έχουν πετάξει στις λάσπες. Όταν τα άκουσε αυτά ο Τσουτσάνης ξεκίνησε να πάει να δει τι είχε συμβεί. Εκείνο το βράδυ έκανε τρομερή κακοκαιρία, έβρεχε καταρρακτωδώς και ήταν πολύ σκοτεινά. Πίσω από τον Δήμαρχο ο δέκα τριάχρονος γιός του Γιώργος τον ακολουθεί, παρόλο που ο πατέρας του φώναζε να φύγει γιατί κινδυνεύει . Ο νεαρός δεν υπακούει. Παίρνει ένα άδειο τσουβαλάκι ζάχαρης που βρίσκει στο σπίτι και μέσα στην βροχή και το κατακαίρι ακολουθεί τον πατέρα του. Με αναγυρίδες, ψαχουλευτά και με πολύ κόπο (από την βροχή και το σκοτάδι δεν έβλεπαν τίποτα), προσέχοντας να μην τους καταλάβουν γιατί υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, φτάνουν εν τέλει στην πλατεία. Ο δήμαρχος έχει αποκάμει από την εξάντληση και την καταρρακτώδη βροχή. Όμως, ο νεαρός Γιώργος αντέχει. Πετάγεται απέναντι στο Ηρώο και αρχίζει να ψάχνει στην γύρω περιοχή, μέσα στα νερά και τις λάσπες. Δεν βλέπει τίποτα. Με την αφή πιάνει κάμποσα σκληρά αντικείμενα και τα βάζει στο τσουβαλάκι που κρατά.
Ταλαιπωρημένοι, λασπωμένοι, ξεθεωμένοι γυρίζουν πίσω στην εστία τους. Την άλλη μέρα ο Γιώργος ξαναπηγαίνει στην πλατεία. Με το φως του ήλιου πια, βρίσκει μερικά οστά ακόμα. Στο σπίτι του ο Δήμαρχος και ο γιός του πλένουν τα κόκκαλα με νερό και κρασί, τα αρωματίζουν και τα μεταφέρουν στην κρύπτη. Τα αποθέτουν πίσω στην θέση τους και τα σφραγίζουν με τα καινούργια πορτάκια και τις νέες κλειδαριές που έχουν αγοράσει ήδη. Τις επόμενες μέρες ο Ιταλός διοικητής απειλεί ότι θα κρεμάσει τον υπαίτιο στον πλάτανο στην κεντρική πλατεία. Ο δήμαρχος παραμένει απτόητος, ο δε νεαρός Γιώργος συνεχίζοντας το έργο της «αποκατάστασης» τρίβει το μνημείο με γυαλόχαρτο και το κάνει να λάμπει.
Διαβάζω την ιστορία και αναρωτιέμαι αν σήμερα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Σαν το Γέρο του Μοριά μα και σαν τον δήμαρχο και τον δέκα τριάχρονο έφηβο, που θα σταθούν μπροστάρηδες, σε δύσκολες καταστάσεις. Σήμερα θαρρώ πως τους αναζητούμε περισσότερο από ποτέ. Δύσκολοι καιροί∙ και μας λείπουν τέτοιοι που θα μας καθοδηγήσουν και το κυριώτερο θα μας βοηθήσουν να ανυψώσουμε το ηθικόν, για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε μακριά και ψηλά.