Την ώρα που ανακοινώθηκε επισήμως το κλείσιμο των σχολείων και στην πόλη μας και η αρχή μιας ακόμα περιόδου τηλε-εκπαίδευσης, βρισκόμουν με ένα μικρό μου φίλο της δευτέρας δημοτικού. Εντυπωσιάστηκα με την αγωνία του παιδιού για το αν θα παραμείνουν ανοιχτά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και προσπάθησα να το παρηγορήσω όταν πλημύρισαν τα μάτια του με βουβά δάκρυα στο άκουσμα της διδασκαλίας από το σπίτι. Λίγο αργότερα ξεχάστηκε παίζοντας και ακόμα πιο ύστερα μου ζήτησε να τον βοηθήσω στην σχολική του άσκηση που είχε να κάνει με τους ήρωες της επανάστασης του 1821.
Πραγματικά. Χρονιά επετειακή φέτος. Σημαδιακή. Και ο μήνας που διανύουμε κι αυτός εορταστικός είναι. Βέβαια ο κορωνογιός μας κάνει τα πράγματα και τους εορτασμούς δύσκολους. Η συζήτηση με τον μικρό μου φίλο, μού υπενθύμισε πράγματα και καταστάσεις παλιότερες. Τότε στον μακρινό 19ο αιώνα, όταν όλα αυτά που εμείς σήμερα θεωρούμε δεδομένα και δεν τους δίνωμε ιδιαίτερη σημασία δεν ήταν ακριβώς αυτονόητα. Η σχολική άσκηση με κινητοποίησε και με έβαλε στην ανάγκη να βοηθήσω. Ποιόν ήρωα να προτείνω τώρα; Τον Κολοκοτρώνη; Μα γι αυτόν θα γράψουν τα περισσότερα παιδιά. Τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο, τον Μπότσαρη; Ή μήπως τον Διάκο. Όλοι τους ο καθένας ξεχωριστός και ο αγώνας τους άξιος και τιμημένος. Μερικές φορές όμως η ιστορία γράφεται και από τους μικρούς. Από εκείνους δηλ. που δεν έχουν να επιδείξουν πράξεις τεράστιου ηρωισμού, ωστόσο έχουν κάνει κι αυτοί την υπέρβασή τους, ίσως μικρότερου μεγέθους αλλά εξ ίσου σημαντική. Για μένα νομίζω ότι σημασία έχει να ξεφεύγεις από τα μικρά και καθημερινά. Να βάζεις μπροστάρη το «καλόν καγαθόν» και να προσπαθείς γι αυτό. Τόσο πολύ που μερικές φορές να φτάνεις στο σημείο να σπάσεις και να μην αντέχεις άλλο.
Έναν τέτοιον ήρωα έψαχνα όταν κάποιος από την παρέα, πάνω στην κουβέντα είπε: «Ε, τι είναι σωστό στην Ψωροκώσταινα και θα είναι κι αυτό» κι αμέσως μου κινητοποίησε την μνήμη. Θυμήθηκα την φράση, θυμήθηκα και την γυναίκα που έδωσε το όνομά της στην πατρίδα μας, όταν θέλουμε να μιλήσουμε γι αυτήν, περιπαιχτικά.
Η Πανωραία Χατζηκώστα ζούσε στο Αϊβαλί, τις αρχαίες Κυδωνίες, ωραία, πλούσια και παινεμένη. Με τον άνδρα της Κώστα και τα παιδιά της. Με την έναρξη της Επανάστασης και μετά την πυρπόληση ενός τουρκικού δίκροτου στο λιμάνι της Ερεσού στην Λέσβο από τους Έλληνες επαναστάτες οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη και την κατέστρεψαν. Η αρχόντισσα Πανωραία είχε την «τύχη» να σκοτώσουν τον άνδρα της και τα παιδιά της μπροστά στα ίδια της τα μάτια. Μόνη και τρελαμένη από τον πόνο βρέθηκε σ ένα ελληνικό καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Και από εκεί σύντομα έφτασε στο Ναύπλιο. Εκεί για να επιβιώσει ξενόπλενε και έκανε τον αχθοφόρο. Όταν η πόλη γέμισε από παιδιά (η επέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο είχε αφήσει εκατοντάδες ορφανά) η Πανωραία παρ όλη την φτώχεια και την κακομοιριά της πήρε μερικά από αυτά υπό την προστασία της και ζητιάνευε από σπίτι σε σπίτι για να τα ζήσει.
Το 1826 ενώ η πολιορκία του Μεσολογγίου ήταν σε εξέλιξη, συστάθηκε ερανική επιτροπή με σκοπό να μαζευτούν χρήματα για να αγοραστούν προμήθειες και οπλισμός για τους μαχόμενους στην μαρτυρική πόλη. Η επιτροπή είχε καθίσει γύρω από ένα τραπέζι κάτω από ένα πλάτανο στο Ναύπλιο και περίμενε τους καλοθελητές να συνδράμουν με τον οβολό τους. Όμως αδίκως περίμεναν. Οι Ναυπλιώτες, κοντά κι οι ίδιοι στα όρια της φτώχειας και της εξαθλίωσης, σκέφτονταν τις δικές τους ελλείψεις και υποχρεώσεις και έμεναν μακριά από το ερανικό τραπέζι. Τότε, διασώζουν οι ιστορικοί πλησιάζει την επιτροπή η αλλοτινή αρχόντισσα και τωρινή ζητιάνα και πλύστρα. Η Πανωραία που τώρα πια την φωνάζανε όλοι χλευαστικά και υποτιμητικά Ψωροκώσταινα. Βγάζει από το δάχτυλό της ένα δαχτυλίδι-προφανώς το τελευταίο πράγμα που την συνέδεε με την αλλοτινή της κατάσταση και την σφαγμένη της οικογένεια .Βγάζει και ένα γρόσι- Κύριος οίδε με τι στερήσεις μαζεμένο- και τα ακουμπά πάνω στο τραπέζι. «Δεν έχω τίποτε άλλο παρά αυτά τα τιποτένια», λέει. «Τα προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Τότε κάποιος από αυτούς που ήταν απόμακρα και παρακολουθούσαν φώναξε: Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της.» και το φιλότιμο περίσσεψε εκείνη την στιγμή κι άρχισε ο κάθε ένας να δίδει ό,τι μπορούσε από το υστέρημά του.
Λίγα χρόνια μετά ο Καποδίστριας ίδρυσε ένα ορφανοτροφείο κι αυτή γριά πια, σαλεμένη από τον πόνο και τις στερήσεις προσφέρθηκε να πλύνει τα ρούχα των παιδιών χωρίς αμοιβή.
Λίγους μήνες μετά, πέθανε. Οι ιστορικοί καταγράφουν πως στην κηδεία της δεν παραβρέθηκε κανείς επίσημος. Μόνο τα ορφανά της της ήταν παρόντα που την αποχαιρέτησαν με τα δάκρυά τους.
Σκέφτομαι αυτές τις μικρές, μεγάλες πράξεις της Πανωραίας. Να δώσεις ένα κομμάτι ψωμί και μια αγκαλιά σε ένα πεινασμένο ορφανό που θα μεγαλώσει και θα στελιώσει τον κόσμο και την κοινωνία, είναι θαρρώ πολύ σημαντική πράξη.
Το να παραμερίσεις τον πεινασμένο σου εαυτό και να δώσεις το τελευταίο ενθύμιο της πρωτινής σου ζωής μαζί και την τελευταία σου ελπίδα να χορτάσεις ο ίδιος, για να έχουν να φάνε άλλοι, αυτό είναι ακόμα πιο σπουδαίο.
Την διαβάζω αυτήν την ιστορία και σκέφτομαι πως κακώς θεωρούμε τον χαρακτηρισμό «Ψωροκώσταινα» για την πατρίδα μας υποτιμητικό. Οι πράξεις αυτής της πονεμένης γυναίκας είναι μεγαλειώδεις και μόνο καλά και θετικά έχουν να προσδώσουν σ αυτή τη λέξη με την οποία αναφερόμαστε περιπαιχτικά για την χώρα μας.
Τιμητικό θα έπρεπε να είναι αυτό το επίθετο και όχι χλευαστικό.