Θυμάστε που, πριν κάμποσα χρόνια ένας υπουργός παλιός-προηγούμενων κυβερνήσεων-διερωτήθηκε από ραδιοφώνου γιατί οι Κρητικοί δεν ξεσηκώθηκαν το 1821 όπως η υπόλοιπη Ελλάδα; Τούτο το περιστατικό κλωθογύριζε στο μυαλό μου αυτές τις μέρες που συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση που δημιούργησε το κράτος που ζούμε σήμερα. Επειδή κι εγώ όμως, παρ όλη την αγάπη μου για την ιστορία και για τον τόπο μας, ήξερα ελάχιστα πράγματα για το θέμα αυτό, είπα να το ψάξω περισσότερο. Και ξαφνικά, άνοιξε μπροστά μου ένας κόσμος με γεγονότα, συμβάντα, μάχες, ονόματα, θυσίες. Τα είχα ακουστά όλα τούτα. Μόνο που δεν τα είχα τοποθετήσει χρονικά. Δηλ. ήξερα ότι είχαν γίνει μέσα στον αγώνα της φυλής μας κατά των κατακτητών Τούρκων. Μόνο τώρα όμως συνειδητοποίησα ότι τα συγκεκριμένα περιστατικά έλαβαν χώρα μέσα σ αυτήν την 10ετία που καταφέραμε να γίνουμε κρατική οντότητα. Αν τον άκουγα κι εγώ σήμερα, αυτόν τον ανιστόρητο πολιτικό, να ισχυρίζεται τέτοιες ανακρίβειες θα ήξερα τί να του απαντήσω.
Για να βάλουμε λοιπόν τα πράγματα στην θέση τους:
Η Κρήτη δεν είχε καταφέρει ακόμα να συνέλθει από τις συνέπειες της επανάστασης του Δασκαλογιάννη του 1770. Είχε και κάποιες ιδιαιτερότητες που δεν υπήρχαν στην υπόλοιπη Ελλάδα (στα περισσότερα επαναστατημένα μέρη η αναλογία του πληθυσμού έγερνε προς την πλευρά των Χριστιανών που ήταν πολλαπλάσιοι από τους Μουσουλμάνους. Στο νησί μας η αναλογία ήταν στην μέση.. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν και 2 τάγματα Γενιτσάρων καθώς και Τουρκοκρητικοί- εξισλαμισθέντες ντόπιοι-πλήρως εξοπλισμένοι που ήταν οι πιο φανατικοί και άσπονδοι διώκτες των Χριστιανών). Όμως με το άκουσμα της κήρυξης της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, τον Μάρτη του 1821, ο ηγούμενος της μονής του Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερός σηκώνει ως άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός την σημαία του αγώνα. Οι Τούρκοι αντιδρούν γρήγορα, σκοτώνουν μοναχούς και λεηλατούν το μοναστήρι.
Κρητικοί οπλαρχηγοί και καπεταναίοι από όλο το νησί μαζεύονται τον Απρίλιο στα Σφακιά και επιβεβαιώνουν την απόφαση της εξέγερσης. Η πρώτη νικηφόρα μάχη δίδεται τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου στον Λούλο Κεραμειών. Ακολουθούν άλλες συγκρούσεις στους Λάκκους και στο Αμάρι. Αιματηρές μάχες διεξάγονται σε όλες τις επαρχίες της Κρήτης. Στο Θέρισσο, στους Λάκους στην Κίσαμο, στον Άη Βασίλη, στ Ανώγεια, στο Ρέθυμνο, στο Μεγάλο Κάστρο, στην Μεσσαρά, στον Κρουσώνα, στην Σητεία, στο Μιραμπέλλο, στο Λασίθι. Ο ένοπλος αγώνας καλά κρατεί αλλά ο άμαχος πληθυσμός πληρώνει μεγάλο τίμημα. Σε εκατοντάδες μετρώνται οι νεκροί ανάμεσά τους. 700 στο Ηράκλειο, 300 στην Στεία, 1200 στην περιοχή του Αποκόρωνα. Κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι. Επίσκοποι, ηγούμενοι, καλόγεροι, δάσκαλοι , πρόκριτοι, αγρότες εκτελούνται ή απαγχονίζονται , γυναίκες ατιμάζονται, σφάζονται ή πωλούνται.
Ο σουλτάνος ήδη από τον Μάϊο του 1822 ζητά βοήθεια από τον Μωχάμετ ‘Αλη της Αιγύπτου που φτάνει εδώ νωρίτερα από ότι στην Πελοπόννησο, με ισχυρό στόλο, τακτικό στρατό πεζικό και ιππικό, Ευρωπαίους εκπαιδευτές και πλήρη πολεμικό εξοπλισμό. Μετά από παλινωδίες, διχασμούς, νίκες, ήττες και σφαγές κάπου το 1824 με την εισβολή των Τούρκων στα Σφακιά και την διαφυγή χιλιάδων λαού (μέχρι 60,000 ανεβάζουν τον αριθμό τους) προς την υπόλοιπη Ελλάδα, η επανάσταση στην Κρήτη φαίνεται να αργοσβήνει. Συντηρείται μόνο από μεμονωμένες επιθέσεις «χαΐνηδων» και «καλησπέρηδων» σε χωριά και φρούρια Τούρκων. Αναζωπυρώνεται όμως το 1825 όταν Κρήτες επαναστάτες που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο επιστρέφουν και καταλαμβάνουν τα φρούρια της Γραμβούσας και της Κισάμου. Τα χρησιμοποιούν σαν ορμητήριο για νέες επιχειρήσεις. Με όλα αυτά το καλοκαίρι του 1828 οι Κρητικοί ελέγχουν όλο το νησί, ενώ οι Τούρκοι είναι αποκλεισμένοι στα φρούρια Χανίων. Ρεθύμνου και Ηρακλείου.
Στην Αίγινα αναλαμβάνει ο Καποδίστριας κυβερνήτης και με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, ιδρύεται ένα καινούργιο, ανεξάρτητο, ελληνικό κράτος. Όμως κατ’ απαίτηση της Μεγάλης Βρετανίας η Κρήτη μένει έξω από τα σύνορά του. Οι Κρήτες απογοητευμένοι εκφράζουν την πικρία τους και συνεχίζουν τον αγώνα ώσπου αναγκάζονται να σταματήσουν λόγω του αποκλεισμού του νησιού από τις μεγάλες Δυνάμεις τον Ιούνιο του 1830 και την απαγόρευση εφοδιασμού με όπλα των επαναστατών από την ελεύθερη πλέον Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο ο σουλτάνος παραχωρεί την Κρήτη στον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου ως ανταμοιβή για την γενικότερη βοήθειά του τον καιρό της επανάστασης, τόσο στο νησί μας όσο και στην Πελοπόννησο.
Η επίσημη δικαιολογία για την μη συμμετοχή του νησιού μας στο καινούργιο κράτος ήταν ότι «η Κρήτη δεν εκινήθη ουδαμού»(ρήση που αποδίδεται στον Σπ. Τρικούπη) και έτσι ελευθερώθηκαν μόνο οι επαναστατημένες περιοχές της χώρας. Μια πολύ βολική δικαιολογία θα έλεγα εγώ ότι είναι αυτή η κουβέντα, γιατί αν προβάλλονταν οι αγώνες του νησιού θα εκτίθονταν πολιτικοί, πολιτικές και σκοπιμότητες που ουσιαστικά «ξεπούλησαν» την Κρήτη, τους Κρητικούς και τους αγώνες τους.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές, συνοπτικά, η τοπική μας ιστορία στην δεκαετία 1821 -1830 όταν στην ηπειρωτική Ελλάδα θεμελιωνόταν ένα ανεξάρτητο κράτος.
Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή εδώ στην Κρήτη μαζί με αυτά που σας περιέγραψα πιο πάνω έγιναν κι άλλα πολλά. Περιστατικά που λίγο πολύ τα γνωρίζουμε όλοι. Ίσως μόνο να μην γνωρίζουμε το πότε ακριβώς έγιναν.
Τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι, μετά από 3ήμερη πολιορκία κατέπνιξαν με καπνούς από ξερόκλαδα, θειάφι και κατσιγάρους 130 άνδρες και γυναικόπαιδα στο μικρό σπήλαιο Κρυονερίδα στον Βαφέ Αποκορώνου
Μέσα στο σπήλαιο της Μιλάτου στο Λασήθι τον Φεβρουάριο του 1823 είχαν κρυφτεί περί τους 2000 αμάχους. Ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός τους ανακάλυψε και τους πολιόρκησε για 15 ημέρες. Όταν η δίψα ανάγκασε τους αμυνόμενους να παραδοθούν οι εχθροί έριξαν τους περισσότερους στον γκρεμό . Οι υπόλοιποι πουλήθηκαν δούλοι στα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου.
Αντίστοιχα στον «Γεροντόσπηλιο» στο Μελιδόνι Ρεθύμνου είχαν χωθεί 370 γυναικόπαιδα και 30 ένοπλοι. Μετά από πολιορκία τριών μηνών οι Τούρκοι έριξαν εύφλεκτες ύλες από ένα άνοιγμα της κορυφής του σπηλαίου και έβαλαν φωτιά. Γυναικόπαιδα και πολεμιστές , πέθαναν από ασφυξία τον Γενάρη του 1824.
Τον ίδιο χρόνο ανήμερα του Πάσχα άλλες 890 ψυχές είχαν καταφύγει στο μικρό νησάκι στο Λαφονήσι στα εννιά Χωριά στην Κίσαμο. Οι παραδόσεις λένε πως ένα ζωντανό γαϊδουράκι ή μοσχαράκι ψάχνοντας για το παχνί του, πρόδωσε το αβαθές πέρασμα ανάμεσα στο νησί και την στεριά.. Μόλις αντιλήφθηκαν την περασιά οι Τούρκοι την διέσχισαν και έσφαξαν περί τους 600 αμάχους. Γι αυτό λένε η άμμος στην παραλία αυτή είναι κόκκινη ακόμα και σήμερα. Κοκκίνισε από ο αίμα των σφαγμένων.
Τον Φλεβάρη του 1828 στο μοναστήρι της Οδηγήτριας στην Μεσσαρά ο θρυλικός καλόγερος Ξωπατέρας Ιωάννης Μαρκάκης περικυκλωμένος από 800 Τούρκους βρίσκει μαρτυρικό θάνατο μετά από πολυήμερη αντίσταση, τελευταίος αυτός από τους συμπολεμιστές του.
Και μια από τις τελευταίες πράξεις αυτού του δράματος της συμμετοχής της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821 είναι η μάχη του Φραγκοκάστελου. Ο ηπειρώτης Χατζη Μιχάλης Νταλιάνης φτάνει τέλος του 1827 στην Κρήτη και οργανώνει αξιόμαχο σώμα με 100 ιππείς και 500 πεζικάριους. Οχυρώνεται στο Φραγκοκάστελλο των Σφακίων και στις 13 Μαίου αντιμετωπίζει τον Μουσταφά πασά που διαθέτει 8000 πεζούς, 400 ιππείς και 6 κανόνια. Η μάχη ήταν άνιση, κρατά όμως μέχρι τις 24 του μήνα όταν παραδίδονται οι τελευταίοι υπερασπιστές. Ο Νταλιάνης και άλλοι 350 κείτονται νεκροί. Λένε πως μια καλόγρια βρήκε μετά από μέρες το κεφάλι και το σώμα του και το έθαψε. Μετά από κάμποσα χρόνια κάποιοι τσομπάνηδες είδαν κάποια πρωϊνά του Μάη σκιές να κινούνται από το κάστρο στην παραλία και είπανε πως είναι οι αγωνιστές του Χατζη Μιχάλη που ακόμα ως τα σήμερα ψάχνουν για μια έξοδο σωτηρίας. Τις είπανε δροσουλίτες αυτές τις σκιές γιατί μόνο με το δρόσος της αυγής φανερώνονται.
Με την έναρξη της επανάστασης και κατά την διάρκεια του αγώνα, Κρητικούς βρίσκει κανείς σε όλην την Ελλάδα. 150 Κρήτες πολεμούν στο πλευρό του Αλέξ. Υψηλάντη. Κάποιοι βρίσκονται στο Μεσολόγγι κοντά στους ελεύθερους πολιορκημένους, άλλοι στο Μανιάκι δίπλα στον Παπαφλέσσα, και στους Μύλους δίπλα στον Υψηλάντη ή στον Ανάλατο κοντά στον Καραϊσκάκη λίγο πριν πεθάνει.
Οι Κρητικοί αγωνίστηκαν κι άλλες φορές και σε άλλες επαναστάσεις μέχρι το 1913 που τα κατάφεραν να ενωθούμε με την μητέρα Ελλάδα. Στην επανάσταση του 1841, του 1858, του 1866, του 1878, του 1889 και του 1898.
Διαβάζω όλα τούτα. Για τους αγώνες, τις θυσίες, για τους ανθρώπους και για το αίμα που πότισε το δέντρο της λευτεριάς. Τόσοι αγώνες για κάτι που εμείς σήμερα θεωρούμε εύκολο, δεδομένο και δεν είμαι βέβαιη αν το εκτιμούμε καν. Τόσα παραδείγματα μεγαλοσύνης, θυσίας για ένα υπέρτερο σκοπό και μείς οι νεώτεροι να μην τα ξέρουμε, να μην διδασκόμαστε από αυτά. Να αποσιωπούνται επιμελώς ακόμα και από την επίσημη πολιτεία, ώστε να λησμονηθεί το πα ρελθόν, ώστε μα μην γίνονται ατυχείς συγκρίσεις, ώστε να μην εγείρονται απεχθείς απαιτήσεις, Ώστε να κοιμόμαστε ξέγνοιαστοι τον ύπνο του δικαίου και να αναμασάμε σαν τα πρόβατα την τροφή που μας μοιράζουν από τα παντός είδους χειραγωγούμενα μέσα.