Mερικές δεκαετίες μετά την Ελληνική Επανάσταση και την Ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους, ένας καινούργιος πόλεμος άρχισε να διεξάγεται ανάμεσα στους διαδρόμους των κυβερνητικών και διπλωματικών κτηρίων της νεοσύστατης πρωτεύουσας. Ξένοι διανοούμενοι, με βιβλία αρχαίων συγγραφέων υπό μάλης, έρχονταν για να ανακαλύψουν πάνω στα ερείπια της Ελλάδας εκείνης της εποχής, τους αρχαίους Έλληνες και τον πολιτισμό τους. Δεν ήταν άμοιρο και το γεγονός ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις έπαιζαν τότε όπως και σήμερα (όπως και πάντα) και το παιχνίδι τους των επιρροών. Που δεν ήταν μόνο πολιτικές αλλά και πολιτιστικές. Έτσι η μία μετά την άλλη άνοιξαν στην Αθήνα, με την έγκρισή μας βεβαίως, αρχαιολογικές σχολές, με πρώτη την Γαλλική. Ακολούθησαν η Αμερικανική, η Βρετανική, η Αυστριακή, η Ιταλική (μην ξεχνάμε ότι κι εδώ στην πόλη μας μέχρι πρόσφατα γίνονταν έρευνες από την Ελληνοσουηδική ανασκαφή).
Και πάρα πολλά ευρήματα, τόποι, αγάλματα και οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε οφείλονται σ αυτούς τους πρώτους ξένους ερευνητές μιας και το καινούργιο κράτος δεν είχε ούτε τα μέσα αλλά ούτε και τους επιστήμονες για να μπορέσει να κάνει τόσο ευρείας έκτασης, αρχαιολογικές ανασκαφές. Τέλη του 19ου αιώνα, ξένοι έσκαβαν στην Ολυμπία, στην Δήλο, στους Δελφούς, εν ολίγοις σε όλη την ελεύθερη Ελλάδα. Οι Δελφοί εκείνη την εποχή δεν είχαν τίποτα που να θυμίζει το περίφημο μαντείο και την παλιά δόξα του. Ένα χωριό ήταν κτισμένο πάνω στα παλιά ερείπια που το έλεγαν Καστρί. Καμιά κουβέντα όμως δεν μπορούσε να γίνει για αρχαιολογικές έρευνες ή για απαλλοτρίωση και μετατόπιση του οικισμού. Ώσπου το 1870 ένας ισχυρός σεισμός καταστρέφει το μεγαλύτερο μέρος του κατοικιών. Ευκαιρία μεγάλη. Το χωριό μεταφέρεται εκεί που είναι σήμερα και ξεκινά αυτό που ονομάστηκε «μεγάλη ανασκαφή» . Εκεί στον τόπο που οι αρχαίοι αποκαλούσαν «ομφαλό τη γης» τέτοιες μέρες του Απρίλη του 1896, την ίδια χρονιά των πρώτων σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων η Γαλλική αρχαιολογική σχολή ξεθάβει, μέσα από σωρούς χωμάτων ένα άγαλμα εκπληκτικής ωραιότητας. Χάλκινο, ακέραιο (μόνο το αριστερό μπράτσο του λείπει) και σε φυσικό μέγεθος. Ενθουσιασμός μεγάλος και συγκίνηση επικρατεί.
Είναι το πρώτο χάλκινο εύρημα της κλασικής εποχής που ανακαλύπτεται. Το έχει προφυλάξει η δική του μοίρα και η δική μας καλή τύχη που μας επέτρεψε να δούμε και να γνωρίσουμε μιας τέτοιας ομορφιάς ανθρώπινο δημιούργημα. Έργο των πρώτων χρόνων μετά τους περσικούς πολέμους. Αφιέρωμα στον Απόλλωνα του τυράννου Πολύζαλου από την Σικελία, σε ανάμνηση της νίκης του στο αγώνισμα της αρματοδρομίας στα Πύθια. Ξέρουμε σήμερα ότι ο Ηνίοχος ήταν μέρος από ένα μεγαλύτερο γλυπτικό σύμπλεγμα που περιελάμβανε ένα άρμα με τον οδηγό του (τον φέροντα τα ηνία) πέντε άλογα καθώς και μία ακόμα ανθρώπινη μορφή. Το άγαλμα παριστάνει ένα νέο που έχει μόλις νικήσει στην αρματοδρομία που έλαβε μέρος. Παρ όλη την νίκη, η στάση του είναι συγκρατημένη.
Ευτυχής αλλά ήρεμος, πραγματοποιεί τον γύρο του θριάμβου. Η σύνθεση βρισκόταν στους Δελφούς για περίπου εκατό χρόνια. Ο μεγάλος σεισμός του 373 π.Χ. κατέστρεψε τον ναό όπου φυλασσόταν και καταπλάκωσε ό,τι έργα τέχνης βρισκόταν από κάτω του. Το άγαλμα θάφτηκε κάτω από τόνους χώματος και βράχων που το έκρυψαν μα και το προστάτεψαν από κατοπινούς λεηλατητές. Βλέπετε η μοίρα τέτοιου είδους μνημείων ήταν δεδομένη. Η αρχαιοκαπηλία ήταν (και είναι ακόμα) ένα πολύ συνηθισμένο προσοδοφόρο σπόρ. Στον καιρό της ακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τα ελληνικά έργα τέχνης ήταν περιζήτητα και κατέληγαν με συνοπτικές διαδικασίες στα σπίτια πλούσιων πατρικίων. Ένας άλλος λόγος που κινδύνευε ο Ηνίοχος και που εξηγεί επίσης γιατί δεν υπάρχουν πολλά μεταλλικά έργα τέχνης μέχρι σήμερα, είναι ότι τα έργα αυτά λιώνονταν και ξαναχυτεύονταν για να καλύψουν τις νέες ανάγκες για όπλα και σκεύη των κοινωνιών που έπονταν.
Σήμερα ο Ηνίοχος αποτελεί το σημαντικώτερο έκθεμα στο μουσείο των Δελφών. Το κοιτάζω στις φωτογραφίες (το έχω δει και δια ζώσης πριν από αρκετά χρόνια. Μα τότε ήμουν πολύ νέα δεν καταλάβαινα και πολλά. Έμενα στην επιφάνεια περισσότερο). Πάντα μου κάνει εντύπωση πώς κατάφερναν οι πρόγονοί μας να σμιλέψουν έτσι ένα σκληρό μέταλλο και να του δώσουν τέτοια πλαστικότητα. Καμπύλες πτυχώσεων, λεπτομέρειες ρούχων και κορμιού.
Το έργο μοιάζει λες και είναι μαλακός και εύπλαστος πηλός. Εδώ μια φλέβα που πετιέται στο μπράτσο να μαρτυράει την υπερπροσπάθεια. Εκεί ένας βόστρυχος των μαλλιών που μοιάζει ακόμα βρεγμένος από τον ιδρώτα του αγώνα. Μα πάνω από όλα το βλέμμα του. Αυτή η «ξυπνή» ματιά που λέει ο Μανώλης Ανδρόνικος. Που σε κάνει να προβληματίζεσαι. Πως τα κατάφεραν να τον κάνουν έτσι, που να νομίζεις ότι έχεις ένα ζωντανό όμοιό σου απέναντι.
Που θα του μιλήσεις και θα σου απαντήσει. Και μετά να αναρωτιέσαι πως τα καταφέρανε και δώσανε στο άψυχο μέταλλο τέτοιαν αρχοντιά και τέτοια αίσθηση του ανθρώπινου μέτρου.
Που ενώ είναι θριαμβευτής σε ένα μεγάλο αγώνα δεν ουρλιάζει δεν φωνασκεί αλλά δέχεται την νίκη με ήρεμη αυτοπεποίθηση και μεγάλο εσωτερικό ήθος.
Μεγάλα μαθήματα δίνει τούτη η σύνθεση στην εποχή μας. Να σας πω και άλλο ένα που έμαθα από τα διαβάσματά μου . Το ωραιότερο σημείο, λένε οι ειδικοί, σε τούτο το άγαλμα είναι τα γυμνά του πόδια. Σχεδιασμένα τέλεια στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Κι όμως τα πόδια αυτά δεν θα φαίνονταν στην πλήρη ανάπτυξη της σύνθεσης, καθώς θα βρίσκονταν πάνω στο άρμα μακριά από τα μάτια των θεατών. Ωστόσο αυτή η λεπτομέρεια δεν εμπόδισε τον καλλιτέχνη να κάνει το καλύτερο που μπορούσε, ακόμα και γι αυτό το κομμάτι του έργου που κανείς δεν θα αντιλαμβανόταν τις τυχόν ατέλειές του. Δείχνει όμως μια σκέψη και ένα χαρακτήρα για τον δημιουργό του αναθήματος. Και το ποιόν του ανθρώπου.
Παρά τις υποθέσεις και τις θεωρίες που υπάρχουν, δεν γνωρίζουμε με σιγουριά τον κατασκευαστή τούτης της λαμπρής σύνθεσης. Πάντως τέτοιου είδους ανακαλύψεις και ευρήματα με κάνουν πάντα να αναρωτιέμαι. Άραγε πόσα παρόμοια-αν όχι και καλύτερα- καλλιτεχνήματα θα υπήρχαν, που ποτέ δεν θα τα γνωρίσουμε. Πόσα έχουμε χάσει. Σε τέχνη, σε ομορφιά, σε ποιότητα, σε γνώσεις;