Οι παραδόσεις λένε πως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος όταν αποφάσισε να κλειστεί μέσα στο μοναδικό οίκημα που υπήρχε στον κάμπο της Γραβιάς και να πολεμήσει τον Ομέρ Βρυώνη από κει, ζήτησε από όσους ήθελαν να πάνε μαζί του να πιάσουν το χέρι του και να τον ακολουθήσουν στον χορό. Κι έτσι χορεύοντας μπήκαν οι 118 μέσα στο χαμηλό κτίριο να καρτερέσουν τον θάνατο και την δόξα..
Η ιστορία είχε ξεκινήσει από πριν. Από τον καιρό που αποφάσισαν οι Έλληνες να ξεσηκωθούν. Οι Τούρκοι όμως δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα τι συνέβαινε και συνέχιζαν την καθημερινότητά τους. Τον Νοέμβριο του 1820, παραμονές της επανάστασης, ένας από τους ισχυρότερους, σκληρότερους και εξυπνότερους αξιωματούχους της Τουρκικής αυτοκρατορίας ο Χουρσίτ πασάς διορίζεται από τον σουλτάνο διοικητής στον Μοριά. Οι πρόκριτοι που τον υποδέχονται στο Ναύπλιο φροντίζουν να τον καθησυχάσουν και να διασκεδάσουν τις όποιες υποψίες του για ξεσηκωμό των Ρωμιών. Έτσι όταν του έρχεται το φιρμάνι να πάει στην Ήπειρο για να καταστείλει την ανταρσία του Αλή πασά και να «τακτοποιήσει» τον απείθαρχο Τεπελενλή αυτός αφήνει στην Τροπολιτσά το χαρέμι και τους θησαυρούς του και κατευθύνεται στα Γιάννενα. Στην πορεία της σύγκρουσής του με τον Αλή, εκεί κάπου στις αρχές του 1821 του έρχονται τα μαντάτα για τον ξεσηκωμό των Γκιαούρηδων. Ο Χουρσίτ όμως δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την Ήπειρο (το διακύβευμα της προσπάθειάς του ήταν πολύ μεγάλο –παιζόταν μέχρι και το κεφάλι του). Διατάζει λοιπόν τους ικανότατους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ να κατευθυνθούν προς την Ανατολική Στερεά να καταπνίξουν τις όποιες εστίες αναταραχής και μετά να διεκπεραιωθούν στον Μοριά και να τελειώνουν με τους επαναστατημένους.
Οι δυό πασάδες με 8,000 στρατό και 1,000 ιππείς κατευθύνονται προς την Ρούμελη. Η Ελληνική δύναμη μετρά περί τους 1,500 άνδρες. Από τις πρώτες συγκρούσεις αυτή στο ξύλινο γεφύρι της Αλαμάνας. όπου παρ όλη την γενναία αντίσταση του Αθανασίου Διάκου και των λιγοστών παλικαριών του, ο αγώνας χάνεται. Ο καπετάνιος συλλαμβάνεται τραυματισμένος και ζωντανός. Ο Ομέρ Βρυώνης του προσφέρει πλούτη και αξιώματα για να αλλαξοπιστήσει και να υπηρετήσει τον Σουλτάνο που ο Διάκος αποποιείται περιφρονητικά.
Το τέλος αυτού του ήρωα είναι γνωστό αφού οι Τούρκοι τον ανασκολόπισαν τον σούβλισαν δηλ. κατά μία προσφιλή τεχνική τους, στις 24 Απριλίου του 1821. Η ήττα των Ελλήνων η απώλεια περίπου διακοσίων αγωνιστών και ο τραγικός θάνατος του Διάκου, ήταν μεγάλο πλήγμα για τους εξεγερμένους. Ωστόσο καθυστέρησε τους Οθωμανούς και ατσάλωσε το φρόνιμα των πολεμιστών.
Λίγες μέρες μετά οι επαναστατημένοι μαζεύονται και πάλι. Ο Ομέρ Βρυώνης έχει στείλει μήνυμα στον παλιό του συμπολεμιστή από την αυλή του Αλή πασά, Οδυσσέα Ανδρούτσο.. Του τάζει θέσεις και προνόμια φτάνει να συμμαχήσει μαζί του και του ορίζει τόπο συνάντησης ένα πανδοχείο, ένα χάνι που ξεκουράζονται οι περαστικοί στον κάμπο της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος πάει εκεί, όχι όμως για να δεχθεί την πρόταση του πασά. Η θέση του μετά την αναχώρησή του από τα Γιάννενα είναι πια ξεκάθαρη. Αγωνίζεται για έναν ανώτερο σκοπό. Σε επιστολές προς συντοπίτες του γράφει πως έφτασε πια η «μεγάλη ώρα». Τον ακολουθούν πολλοί ξεσηκωμένοι της περιοχής. Αναλογίζονται τι να πράξουν για να μην επαναληφθεί η θυσία της Αλαμάνας. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, υπολογίζει ότι οι Τούρκοι θα προτιμήσουν να περάσουν απέναντι στον Μοριά από το Γαλαξείδι και όχι από τον Ισθμό. Και ότι πρέπει αυτή η κάθοδος προς την Πελοπόννησο να αποτραπεί πάσει θυσία. Σκέφτεται ότι ο καλύτερος τόπος για αντίσταση είναι αυτό το χαμηλό πλίνθινο χάνι στην μέση του περάσματος. Που προσφέρει μιαν υποτυπώδη προστασία σε αυτούς που είναι μέσα, αλλά αφήνει τελείως ακάλυπτους τους επιτιθέμενους που πολεμούν στον ανοιχτό κάμπο. Οι άλλοι οπλαρχηγοί Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης, Σουλιώτης και Κατσικογιάννης διστακτικοί μετά την Αλαμάνα αποφασίζουν να πιάσουν θέσεις δεξιά κι αριστερά του δρόμου ώστε να έχουν ελεύθερο πεδίο διαφυγής.
Ο Ανδρούτσος ζητά εθελοντές και όσοι αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν πιάνουν τον χορό και κλείνονται μέσα μαζί του. Ήδη η στρατιά των Τούρκων φαίνεται στον ορίζοντα.
Τελευταία στιγμή ο Αναγνώστης Κεχαγιάς φέρνει δυο μουλάρια με πολεμοφόδια που τα ρίχνει μέσα στο χάνι από ένα άνοιγμα της στέγης. Ο Ομέρ Βρυώνης στέλνει δυό σώματα πολεμιστών κατά των άλλων οπλαρχηγών και σύντομα τους αναγκάζει να καταφύγουν στα ορεινά. Ολόκληρη πια η στρατιά στρέφεται προς το χάνι. Μια τελευταία απόπειρα των Τούρκων για παράδοση αποβαίνει άκαρπη. Ο Ομέρ Βρυώνης και το στράτευμά του μαινόμενο, επιτίθεται. Φτάνουν μέχρι τους πλίνθινους τοίχους, Προσπαθούν να βάλλουν τα όπλα τους μέσα στις ίδιες πολεμίστρες.
Όμως η ευστοχία, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα των εγκλείστων είναι καταπληκτική. Οι νεκροί και οι τραυματίες στοιβάζονται μπροστά στους χαμηλούς τοίχους. Ο Ομέρ Βρυώνης καλεί πολεμικά συμβούλια, ανασυντάσσει τον στρατό του, υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα. Όμως είναι γεγονός. Οι χιλιάδες πολεμιστές του δεν μπορούν να καταβάλλουν αυτή την χούφτα των 118 ανδρών και να προσπεράσουν αυτό το ταπεινό χάνι.
Η νύχτα έρχεται. Η μάχη σταματά. Οι Τούρκοι μετρούν δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Οι Έλληνες, έξι. Ο Ομέρ Βρυώνης ζητά να του στείλουν κανόνια από την Λαμία για να ισοπεδώσει το οίκημα. Ο Ανδρούτσος που υποπτεύεται την κίνηση αυτή, που ξέρει ότι έχει καταφέρει τον αρχικό του σκοπό και ότι πια δεν έχει να κερδίσει κάτι περισσότερο, θάβει τους νεκρούς του, βγαίνει από το πλίνθινο κτίσμα που τον έβγαλε ασπροπρόσωπο όλη μέρα και περνώντας ανάμεσα από τα καρπισμένα αθέριστα χωράφια και τα τούρκικα φυλάκια διαφεύγει προς την ελευθερία.
Οι ειδικοί αναλυτές λένε πως η νίκη στο χάνι της Γραβιάς δεν είναι παρά ένα μεμονωμένο επεισόδιο ενός μακρόσυρτου αγώνα και ως τέτοιο πρέπει να το αξιολογίσωμε. Ωστόσο ένα τέτοιο περιστατικό όπου όλα τα προγνωστικά, τα δεδομένα και οι βεβαιότητες ανατρέπονται δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο.
Είναι γεγονός ότι την 8η Μαΐου 1821, στρατός 9000 ανδρών καθηλώθηκε για μια ολόκληρη ημέρα πολεμώντας χωρίς αποτέλεσμα και ότι είχε 300 νεκρούς και πάνω από 600 τραυματίες, ενώ οι αντίπαλοί τους είχαν μηδαμινές απώλειες.
Μετά την μάχη αυτή το ηθικό των Τούρκων και Αλβανών στρατιωτών. λένε ότι έπεσε στα Τάρταρα. Τους δημιουργήθηκε φόβος και η αίσθηση ότι οι αντίπαλοί τους είχαν υπεράνθρωπες δυνάμεις. Ο ίδιος ο Ομέρ Βρυώνης χρειάστηκε αρκετές ημέρες για να συνέλθει. Ακολούθως αντί να συνεχίσει την εκστρατεία του και να προχωρήσει προς τον Μοριά, παραμένει καταπτοημένος στην Στερεά δίδοντας έτσι καιρό στους ξεσηκωμένους Μωραΐτες να εδραιώσουν την επανάσταση.
Νομίζω πως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον αντίκτυπο που είχε στους αντιπάλους αυτή η μάχη, το δείχνει το γεγονός, ότι οι Τούρκοι μετά την εκκένωσή του ισοπέδωσαν το οίκημα. Σήμερα το θρυλικό χάνι έχει ξανακτισθεί στην ίδια θέση αλλά από το αρχικό κτίσμα μόνο μερικές πέτρες έχουν μείνει,
Κοιτάζω την φωτογραφία από την περιοχή και αναλογίζομαι αυτήν την μεγαλειώδη απρόσμενη νίκη. Μια νίκη πέρα από κάθε λογική και ελπίδα. Κάποιος ρομαντικός του διαδικτύου είπε πως μετά από 2300 χρόνια το πνεύμα του Λεωνίδα και των τριακοσίων του πήραν την εκδίκησή τους, μιας και ο κάμπος αυτός ήταν πολύ κοντά στα «Θερμοπύλια».
Ωστόσο ανέκαθεν στην ανθρώπινη ιστορία υπάρχουν Δαβίδ που νικούν Γολιάθ. Γιατί σε πείσμα όλων που μετρούν τα πράγματα με την στεγνή λογική και με τους ψυχρούς αριθμούς υπάρχει κάτι που μπορεί να ανατρέψει όλα τα δεδομένα. Κάτι που δεν αποτιμάται παρά μόνο
«με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».*
*Κωστής Παλαμάς