Βρισκόμασταν με την εκδρομική μου παρέα στην άλλη άκρη του κόσμου (στο άλλο ημισφαίριο, στην Κεντρική Αμερική) μακριά από οτιδήποτε γνωστό και οικείο. Για παραπάνω από δέκα μέρες τώρα, βλέπαμε άγνωστες, μελαψές κατά κύριο λόγο, μορφές. Ντυμένες οι περισσότερες με πολύχρωμα παραδοσιακά ρούχα και καπέλα. Ακούγαμε μόνο ισπανικά τόσο, που αρχίσαμε να συμπεριλαμβάνουμε λέξεις, φράσεις, αριθμούς, από την γλώσσα αυτή μέσα στην καθημερινή μας κουβέντα. Και είμαστε ακόμα στην αρχή του πολυήμερου ταξιδιού μας.
Γιατί την εκδρομή αυτή την σχεδιάσαμε και την πραγματοποιήσαμε πριν από πολλά χρόνια.
Τότε δηλ. που ήμασταν ακόμα στην εποχή της ευμάρειας και της αθωότητας. Τότε που είχαμε λεφτά. Που στους περισσότερους η λέξη κρίση το πολύ πολύ να αφορούσε την κρίση της μέσης ηλικίας και όχι την οικονομική κρίση των πολλοστών μνημονίων που βιώσαμε στα επόμενα χρόνια. Επίσης είμαστε σε μια εποχή που ο κορωνογιός ήταν γνωστός μόνο σε κάποιους εξειδικευμένους επιστήμονες που τον μελετούσαν μέσα σε πειραματικά εργαστήρια. Τότε που θεωρητικά το ανθρώπινο γένος είχε αφήσει πίσω του σε προγενέστερους αιώνες τις παγκόσμιες πανδημίες.
Μέσα από πολύωρες δύσκολες επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων γνωρίσαμε τους Μάγιας και τον πολιτισμό τους. Είδαμε πυραμίδες, πολλές πυραμίδες αλλιώτικες από ότι γνωρίζαμε μέχρι τότε. Σκαρφαλώσαμε κιόλας πάνω τους, αγναντέψαμε την ζούγκλα που απλωνόταν από κάτω και που πολλές φορές τις κρατούσε κρυμμένες και ασφαλείς από αρχαιοκαπήλους και καταστροφείς. Περιδιαβήκαμε δρόμους, κτήρια και πλατείες κατεστραμμένων πόλεων. Μας είπαν για το θαυμαστό ημερολόγιο του λαού αυτού που προέβλεπε μια μεγάλη αλλαγή για το 2012. Για τις ανθρωποθυσίες που γίνονταν με μεγάλη ευκολία για να εξευμενιστούν οι θεοί. Για τους λευκούς που όταν έφτασαν στην περιοχή κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν από αυτόν τον παλιό πολιτισμό των γηγενών. Μάθαμε ακόμα και για ένα παιχνίδι με μπάλα που παιζόταν στα γήπεδα αυτού του λαού. Η μπάλα έπρεπε να χτυπηθεί με τον γοφό ή τον ώμο και ο νικητής είχε το μεγάλο προνόμιο να είναι ο πρώτος στις επόμενες θυσίες.
Εκεί που λέτε, ανάμεσα σε αρχαιολογικές περιηγήσεις, ψώνια. ονειρεμένα ξημερώματα και ηλιοβασιλέματα στην Καραϊβική, βρεθήκαμε σε μια παλιά αποικία που μέχρι το 1981 λεγόταν Βρετανική Ονδούρα. Σήμερα πια είναι ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Μπελίζ (και μόνο το άκουσμα του ονόματος αυτού, εμένα προσωπικά με ταξιδεύει.)
Ξημερώνοντας η πρώτη μας μέρα στην χώρα αυτή, βγήκαμε από το ξενοδοχείο ψάχνωντας για κάποιο εστιατόριο όπου θα μπορούσαμε να πάρουμε πρωϊνό. Σαν όλους τους καλούς τουρίστες στεκόμασταν έξω από τα μαγαζιά, κοιτάζαμε προς τα μέσα και προσπαθούσαμε να μαντέψουμε από την ατμόσφαιρα και τους θαμώνες, την ποιότητα του καταστήματος. Θυμάμαι ένα συγκεκριμμένο. Είχε. κάτι σαν προθάλαμο κι εκεί είχε σταθεί η μικρή μας ομάδα και συζητούσε:
-Θα μπούμε; Ή θα πάμε παρακάτω;
Από μέσα ερχόταν ήχος απαλής μουσικής. Την ώρα που περιμέναμε η μελωδία τέλειωσε και το μηχάνημα ήχου προχώρησε αυτόματα στην επόμενη. Εμείς συνεχίσαμε να μιλάμε ώσπου μία από εμάς είπε:
-Σσσσς, ακούστε.
Όλες μας σωπάσαμε και στήσαμε αυτί. Μέσα από το μαγαζί έφτανε ο ήχος από ένα τραγούδι. Όχι όχι στα Ισπανικά. Αλλά ούτε και στα Αγγλικά.
-Παιδιά, Ελληνικά είναι φώναξε η πιο υποψιασμένη.
Εντυπωσιασμένες ακούγαμε μια γυναικεία φωνή να τραγουδά ένα άγνωστο σε μας κομμάτι. Κι αμέσως;
-Η Μοσχολιού είναι, φωνάξαμε ταυτόχρονα.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάναμε λάθος. Το τραγούδι πρέπει να ήτανε κάποιο παλιό της όχι πολύ ακουσμένο και γι αυτό άγνωστο σε μας. Η χαρακτηριστική φωνή της όμως ήταν παντού και πάντοτε αναγνωρίσιμη. Σαν υπνωτισμένες μπήκαμε μέσα στο εστιατόριο.
Ο σερβιτόρος δεν ήξερε να μας πει αν ο ιδιοκτήτης είχε κάποια σχέση με την Ελλάδα. Αν το συγκεκριμμένο τραγούδι το είχε διαλέξει ο ίδιος για κάποιο λόγο ή ήταν κάποια τυχαία επιλογή.
Γεγονός πάντως ήταν πως ξαφνικά η απόσταση μηδενίστηκε και ένα νήμα μακρύ μας συνέδεσε με τον γενέθλιο τόπο . Η ξένη χώρα έγινε ποιο φιλόξενη και οικεία. Και η γνώριμη φωνή έγινε ξαφνικά, πατρίδα
………………………………………
Πολύς καιρός έχει περάσει από τότε. Οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν μέρα με την ημέρα, χρόνιά με την χρονιά, δυσκολία τη δυσκολία. Μα ποτέ δεν σβήνουν ολότελα. Ειδικά ορισμένες που τις έχεις κατατάξει στις πιο ιδιαίτερες και ξεχωριστές.
Σήμερα το πρωΐ άκουσα την εκφωνήτρια στο ραδιόφωνο να λέει πως μια τέτοια μέρα 17 του Μάη γεννήθηκε η αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού. Κι αμέσως βρέθηκα δέκα τέσσερα χρόνια πριν, μαζί με την υπόλοιπη παρέα έξω από ένα εστιατόριο στο μακρυνό Μπελίζ να την ακούω να τραγουδά.
Σκέφτομαι πολλές φορές πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι αναμνήσεις. Πόσο τυχεροί είμαστε όσοι μπορέσαμε να βιώσουμε ταξίδια και μέσα από αυτά φιλίες, εμπειρίες, ιστορίες. Δεν ξέρω πως θα είναι ο καινούργιος ,μετά τον κορωνογιό, κόσμος. Εύχομαι και ελπίζω να μπορέσουμε όλοι μας να ξαναβρούμε τις παλιές αγαπημένες συνήθειες. Εύχομαι και ελπίζω να μπορέσουν οι νέοι να έχουν τις ίδιες με μας ευκαιρίες και επιλογές.