Πόσο χαίρομαι να βλέπω στην πόλη διαμονής μου, στην πόλη μας, να συμβαίνουν πράγματα. Καλλιτεχνικά πράγματα εννοώ. Και όχι δεν είναι δεδομένο πως θα συμβαίνουν γεγονότα πολιτισμού, εκτός βέβαια από το καλοκαίρι, όπου όλοι καλοί, κακοί, άσχετοι, θεωρούν υποχρέωσή τους να φύγουν από την πρωτεύουσα, να σαρώσουν την ελληνική επικράτεια και να την ταΐσουν με τα παντός είδους και ποιότητας εδέσματά τους. Μιλώ όμως για το τώρα. Το φθινόπωρο που ζούμε, τον χειμώνα που έρχεται. Πλέον δεν είναι ανάγκη να κλειστούμε στα σπίτια μας. Μπορούμε να συνεχίσουμε να κυκλοφορούμε έξω. Γιατί έχωμε πράγματα να κάνωμε, να δούμε, να μοιραστούμε, με τους άλλους συμπολίτες. Συναυλίες, παρουσιάσεις, παραστάσεις, εκθέσεις, κινηματογραφικές προβολές. Ένα σωρό καλούδια. Και πάρα πολλά δεν είναι πλερωτικά. Προσφορά της ψυχούλας του κάθε ευαισθητοποιημένου δημιουργού.
Θυμάμαι τον εαυτό μου παλιότερα, τότε που είχα γυρίσει στην γενέθλια πόλη μετά από μια πολυετή περιπλάνηση ανά την Κρήτη. Να γκρινιάζει και να παραπονιέται ότι εδώ τίποτα δεν γίνεται-από πολιτιστικής πλευράς. Ήταν και εποχές ευμάρειας τότε, οπότε είμαστε πολύ απασχολημένοι. Ολημερνίς τρέχαμε να προφτάσουμε τις δουλειές και τις υποχρεώσεις που δημιουργούσε αυτή η κατάσταση. Μετά ήρθε η κρίση. Στην αρχή, στα πρώτα χρόνια, πάθαμε ένα γερό ταράκουλο, γυρνούσαμε όλοι παραλογισμένοι και χτυπιόμαστε αναπολώντας «περασμένα μεγαλεία». Πολλά ειπώθηκαν κατά καιρούς και λέγονται ακόμα για το ότι η κρίση ήταν πρώτα πρώτα πολιτισμική. Αφού είχαμε πετάξει στην άκρη παραδοσιακές αρχές και αξίες και φερόμαστε σαν επαρχιώτες νεόπλουτοι. Είχαμε υπάρξει και παλιότερα φτωχοί και πένητες. Όσοι μεγάλωσαν μέχρι την δύσκολη δεκαετία του ’60 πολλά έχουν να πουν και να διηγηθούν. Όμως οι παλιοί άνθρωποι το αποδεχόντουσαν, πάντα μοχθούσαν για το καλύτερο, αλλά είχαν μεγάλη αντίληψη πως τα σημαντικά στην ζωή δεν είναι τα πράγματα της ύλης.
Εμείς στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, δεν ξέρω τι πάθαμε. Σαν τους ιθαγενείς στην ανακάλυψη του νέου κόσμου που τους θαμπώσανε οι ξένοι με τα φτηνά καθρεφτάκια τους και τα μπιχλιμπιδάκια τους ξεπουλήσαμε γνώση αιώνων. Και πεθυμήσαμε ύλη. Ρούχα φιρμάτα. Τσάντες και παπούτσια επώνυμα που κόστιζαν κάμποσους μισθούς. Σπίτια, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα, πισίνες, σκάφη. Και όχι ένα. Όσα περισσότερα τόσο το καλύτερο. Νομίσαμε ότι η κατοχή τέτοιων πραγμάτων μας κάνει σπουδαιότερους; Ότι η πληθώρα ύλης και υλικών αγαθών μάς κάνει αξιοπρόσεχτα και αξιοζήλευτα μέλη της κοινωνίας; Ότι μας δίνει μιαν οντότητα που δεν μπορεί ο χαρακτήρας μας, το ήθος και η αγωγή να μας την δώσουν;
Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα έλεγε μια παλιά κουβέντα του λαού μας. Τα περισσότερα από αυτά τα εφήμερα χαθήκανε στα δύσκολα χρόνια που περάσαμε κι όσο κι αν οι πολιτικοί μας επιμένουν πως βγήκαμε από τα μνημόνια πολλές υποχωρήσεις έχουν γίνει εκ μέρους μας, πολλά ξεπουλήματα. Πολλές εκκρεμότητες και αποπληρωμές που θα βαραίνουν μέχρι και τα εγγόνια μας Και πάλι καλά εδώ στον τόπο μας, που ο τουρισμός μας ξελασπώνει και κρατά ένα επίπεδο ζωής. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας τα πράγματα είναι πολύ περισσότερο ζοφερά.
Λέτε να μας ίσιωσε η κρίση; Κρίμα θα ήταν βέβαια μετά τόσο καημό, τόση ανασφάλεια, τόσες θυσίες να μην μαθαίναμε κάτι. Αν και δεν μας βλέπω να έχουμε αλλάξει περίσσια. Όμως οφείλω να το ομολογήσω. Πολλά πράγματα πολιτισμού γίνονται στην πόλη. Πάρα πολλοί άνθρωποι άρχισαν να διερευνούν μια καινούργια πλευρά του εαυτού και των δυνατοτήτων τους. Φταίει που αρκετοί γίναμε συνταξιούχοι πριν της ώρας μας (κι αυτό αποτέλεσμα της κρίσης) και δεν έχουμε πού να ξοδέψουμε την ζωντάνια και τον δυναμισμό μας; φταίει που όταν «τεχνουργούμε» αισθανόμαστε συναισθηματικά πλουσιώτεροι και πληρέστεροι; Φταίει που καταλάβαμε ότι δεν αρκεί να είναι χορτασμένη και ικανοποιημένη η κοιλιά, το σώμα μας, αλλά πολύ περισσότερο για να είμαστε ευτυχείς θέλει τροφή η ψυχή μας; φταίει που εννοήσαμε το μάταιον της κατοχής υλικού πλούτου; Ίσως όλα να φταίνε. Και άλλα που δεν τα αναφέρω. Το γεγονός είναι ότι τον τελευταίο καιρό ζούμε μιαν πολιτιστική ανάταση. Όχι ότι με αυτά που γίνονται τελειώνουμε. Όχι ότι δεν υπάρχει χώρος και για άλλα. Όπως λέγεται ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.
Ωστόσο δεν σας κρύβω πόσο πολύ την χαίρομαι και πόσο πολύ την απολαμβάνω αυτήν την πολιτιστική άνοιξη. Και πόσο καμαρώνω που η πόλις μου, η πόλις μας, οι φορείς και οι άνθρωποί της, είναι μέσα σε όλα αυτά, γενεσιουργοί και μετέχοντες όλου αυτού του δημιουργήματος που δεν έχει να κάνει με την ύλη και τα υλικά αγαθά αλλά με το πνεύμα και την ψυχή.