Αύγουστος. Βαθύ καλοκαίρι. Κι ενώ οι περισσότεροι συμπατριώτες είχαμε ξεχαστεί ανάμεσα στις βουτιές των καλοκαιρινών διακοπών και στις μεταδόσεις των Ολυμπιακών αγώνων μας πρόκανε ο καύσωνας και μετά… οι φωτιές. Το Σάββατο το πρωί σαν ξύπνησα, με ξένισε μια καινούργια μυρωδιά στην ατμόσφαιρα. Δεν ήθελα και πολύ για να καταλάβω. Μυρωδιά καμένου ξύλου μύριζε. Όσο κι αν σκεφτόμουν ότι η Κρήτη βρίσκεται μακριά και ότι είμαι επηρεασμένη από τα γεγονότα, όλο κι περισσότερο η καμενίλα επέμενε. Σε λιγάκι μια γειτόνισσα μου είπε πως σκούπιζε άσπρη σκόνη-στάχτη από το μπαλκόνι της. Φαίνεται πως τελικά, δεν είμαστε τόσο μακριά όσο νομίζουμε.
Η φωτιά από την Αττική, την Εύβοια και την Πελοπόννησο μας στέλνει μηνύματα. Οι έχοντες «ευήκοα ώτα» μπορούν να τα ψυχανεμιστούν, να τα ακούσουν και να τα ερμηνεύσουν. Οι πυρκαγιές μας αφορούν όλους.
Μου μένουν στο μυαλό και στην καρδιά σαν καρφί αγιάτρευτης πληγής μερικές φωτογραφίες και κάποια βίντεο:
Πρόβατα από ένα κοπάδι που όλα τους κείτονται ανάμεσα στα αποκαΐδια νεκρά. Από πάνω τους ο ιδιοκτήτης τους να θρηνεί τα αγαπημένα ζωντανά μα και το χαμένο του βιός.
Άλογα, σκυλιά, γατιά, ελάφια, αλεπούδες να τρέχουνε αλλόφρονα με καψαλισμένες χαίτες, αυτιά, μουστάκια, ουρές, χλιμιντρίζοντας, φωνάζοντας και κλαίγοντας. Με καμένες πατούσες να προσπαθούν να σωθούν και να καταλάβουν τι έχει συμβεί..
Πουλιά φλεγόμενα να φτερακίζουν και στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν να μεταφέρουν τις φλόγες παραπέρα.
Πελαργοί να ψάχνουν τα γνωστά μέρη από όπου άρχιζαν τα ταξίδια τους και να μην τα βρίσκουν. Αποπροσανατολισμένοι και σε πανικό από τις φωτιές, τους καπνούς, τον θόρυβο, τα αεροπλάνα, να προσκρούουν σε καλώδια και πυλώνες της ΔΕΗ. Οι δρόμοι στα βόρεια προάστια, μαθαίνω, έχουν γεμίσει από τα νεκρά σώματα τους.
Ελιές αιωνόβιες, πεύκα και κυπαρίσσια πανύψηλα, βιός ανθρώπινο μα και της φύσης, να καίγονται. Βιος της χώρας, δικό μας, μα πιο πολύ των παιδιών μας, που σε λίγο καιρό θα το σκεπάσει η λήθη. Ίσως και καμιά επένδυση ανάπτυξης.
Πτηνά άγρια που με τίποτα δεν θα πλησίαζαν τους ανθρώπους να κουβιάζουν καψαλισμένα μέσα σε πετσέτες και αυτοσχέδιες φωλιές, φτιαγμένες πρόχειρα από εθελοντές.
Σπίτια, κόποι μιας ζωής, καμένα μαυρισμένα με πεσμένες στέγες και απομεινάρια σκελετών αυτοκινήτων στις αυλές.
Μα το πιο συγκλονιστικό για μένα ήταν ένα βίντεο. Παρμένο νύχτα, μέσα από ένα καραβάκι-παντόφλα γεμάτο διασωθέντες που τους μετέφερε σε ασφαλές μέρος. Οι άνθρωποι χαμηλά.
Από πάνω τους τα πλαϊνά του πλοίου κομμάτια σίδερο με μεγάλα ανοίγματα. Μοιάζανε λες και ήταν το πλαίσιο μιας γιγαντιαίας οθόνης κινηματογράφου. Και ανάμεσα τους έβλεπες το έργο που παιζόταν σήμερα. Όλη την απέναντι ακτή φωτισμένη σαν μέρα και τις φλόγες να φτάνουν μέχρι τον ουρανό. Σπίτια, μαγαζιά, ομπρέλες, ξαπλώστρες μα και σχέδια, όνειρα κι ελπίδες, όλα στο έλεος της καταστροφής.
Όμως τούτη την ώρα που «η ψυχή μου έστιν περίλυπος έως θανάτου», που θαρρώ πως τα λόγια στερεύουν θα αφήσω τους ποιητές να μιλήσουν. Γιατί οι ποιητές σαν από ένστικτο ή ίσως επειδή μιλάνε από καρδιάς, βλέπουν πιο καλά και πιο μπροστά. Ακόμα και γιατί η τέχνη υπήρξε ανέκαθεν, μεγάλη παρηγοριά σε όλες τις δύσκολες καταστάσεις.
Ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης γράφει στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’:
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
(μνησιπήμων πόνος: αυτός που πρέπει να διατηρηθεί ζωντανός για να μας υπενθυμίζει τα παθήματα μας και να μας συνετίζει).
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος παρακαλεί:
Μη μου σκοτώσετε το νερό
Μη μου σκοτώσετε τα δέντρα,
Μη μου ξεσκίσετε αυτές τις θείες σελίδες
Που τις γράψανε τα ασύλληπτο φως
Κι ο ασύλληπτος χρόνος
Κι όπου σταθώ με περιβάλλουν.
Μη μου σκοτώσετε της γης το ποίημα!…
…………………………….
Σας παρακαλούμε:
Αφήστε μας τα πράγματα.
Μη μας τα καίτε.
Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τ΄άνθη τους.
Ο Αργύρης Χιόνης προφητεύει:
Θα ΄ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν μα παράγουν ίσκιο, θροίσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.
Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στην γη εκεί που ήταν πριν τα δένδρα.
Όταν οι άνθρωποι καταλάβουν τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω από αυτές τις τρύπες.
Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν.
Κανείς δεν θα φυτρώσει.
Και οι Ινδιάνοι, λαός δεμένος απόλυτα με την φύση και την Μητέρα Γή, στέλνουν εδώ και πολλά πολλά χρόνια ένα μήνυμα που συνήθως περνάει απαρατήρητο:
«Όταν το τελευταίο δέντρο θα έχει κοπεί, όταν τα ποτάμια θα έχουν μολυνθεί, όταν τα ψάρια της θάλασσας θα είναι νεκρά, τότε ο άνθρωπος θα καταλάβει ότι τα χρήματα δεν τρώγονται».