Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Σκέψεις… από μιαν εθελόντρια

Τον γνώρισα παλιότερα. Πρώτα είδα την Κοιμωμένη, το πιο γνωστό του δημιούργημα, τυχαία στο α’ Νεκροταφείο της πρωτεύουσας στα φοιτητικά μου χρόνια.

Αρκετό καιρό αργότερα, τον ξανασυνάντησα σε μια έκθεση με το σύνολο του έργου του, στη μετα-των ολυμπιακών αγώνων-Αθήνα. Ύστερα κάπου σε ένα έντυπο είδα μια φωτογραφία του που τον έδειχνε σε μεγάλη ηλικία. Η εικόνα ξαφνικά με κράτησε. Το βλέμμα αυτού του ηλικιωμένου άνδρα της φωτογραφίας με αιχμαλώτισε. Τι βλέμμα ήταν αυτό! Σαν να κουβαλούσε όλα τα βάσανα του κόσμου. Κι αυτό τα πονεμένα μάτια ήταν που με έκαναν να ψάξω να μάθω για τη ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά, του μεγαλύτερου όπως παραδέχονται όλοι, γλύπτη της νεότερης Ελλάδας. Μια ζωή μυθιστορηματική, βασανισμένη, κατατρεγμένη από λογής- λογής δαίμονες δικούς του και της οικογένειάς του. Των πιο αγαπημένων του, κατά τεκμήριο, ανθρώπων. Τότε μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ιστορία του. Μάλιστα είχα αναφερθεί σε αυτήν και σε παλιότερο κείμενό μου. Είχα δε την εντύπωση ότι γράφοντάς το εκείνη τη φορά, είχα τελειώσει με το θέμα αυτό.

Σήμερα όμως, έπεσα και πάλι πάνω σε μια δημοσίευση με την ίδια φωτογραφία. Τέτοιες μέρες 14 του Αυγούστου το 1851 ήταν η γενέθλιος ημέρα του. Πολλοί τον θυμήθηκαν και πολλοί αναφέρθηκαν για ακόμα μια φορά στη μυθιστορηματική του ζωή και το έξοχο έργο του. Εμένα με αιχμαλώτισε ξανά το ίδιο πονεμένο βλέμμα, καθώς και η ιστορία του που την ήξερα πια, καλά.

Γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου. Το πρώτο παιδί μέσα στα έξι του μαρμαρογλύπτη αρχιτέκτονα και πρωτομάστορα του μαρμάρου, Ιωάννη Χαλεπά και της Ειρήνης Λαμπαδίτη.

Ο Γιαννούλης από μικρός δείχνει να συνεπαίρνεται από τη δουλειά και την τέχνη του πατέρα. Μεγαλώνοντας πείθει με πολύ κόπο τους γονείς του, ιδιαίτερα τη μάνα, που έχει άλλα σχέδια για τον χαϊδεμένο της, ότι η μόνη του επιθυμία είναι να σπουδάσει και να ασχοληθεί με την τέχνη. Η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα και ο πρωτότοκος εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών, όπου τελειώνει τα πέντε χρόνια των σπουδών σε τρία. Καταφέρνει να αποκτήσει μια υποτροφία από το Πανελλήνιο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου και συνεχίζει τις σπουδές του στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του κατασκευάζει και εκθέτει έργα που κερδίζουν διεθνή αναγνώριση και βραβεία. Όπου παρουσιάζει δουλειές του, γίνεται αμέσως αντιληπτό το έμφυτο ταλέντο και η καλλιτεχνική ευφυΐα του.

Η υποτροφία του όμως διακόπτεται ξαφνικά, πριν τελειώσει τις σπουδές του. Ο Γιαννούλης επιστρέφει στην Αθήνα, όπου σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών ανοίγει δικό του εργαστήριο.

Την επόμενη χρονιά δουλεύει το πιο γνωστό του έργο. Την Κοιμωμένη, που τον κάνει διάσημο. Όμως κάτι δεν πάει καλά με τον νεαρό γλύπτη. Παθαίνει νευρικό κλονισμό, καταστρέφει έργα του και επιχειρεί κατ’ επανάληψη να αυτοκτονήσει. Η οικογένειά του δεν μπορεί να καταλάβει τι του συμβαίνει. Τον στέλνουν στην Ιταλία μήπως και συνέλθει. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα τα συμπτώματα επιτείνονται: θυμός, καταβύθιση στη σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο. Σήμερα εξηγούμε την ψυχασθένειά του ως οφειλόμενη εκτός άλλων στην τελειομανία του καλλιτέχνη, στην υπερκόπωση από την συνεχή δουλειά και σε μια ερωτική απογοήτευση. Δεν αποκλείεται και κάποια οικογενειακή κληρονομικότητα.

Ο πατέρας θέλει να τον κλείσει σε φρενοκομείο, αλλά η μητέρα που έχει τεράστια αδυναμία στον πρωτότοκό της αντιστέκεται και αρνείται. Τον παίρνει υπό την προστασία της και επιστρέφουν οι δυό τους στην Τήνο. Περνούν οκτώ χρόνια. Ο Γιαννούλης δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης. Αντιθέτως. Όταν η μητέρα αντιλαμβάνεται ότι ο γιός της κινδυνεύει να αυτοκτονήσει, ενδίδει στην πρόταση του πατέρα και ο τριανταεφτάχρονος πια Χαλεπάς στέλνεται στο πρώτο ψυχιατρείο της Ελλάδας, στην Κέρκυρα. Ιατρική διάγνωση: άνοια.

Τις θεραπευτικές μεθόδους του φρενοκομείου Κερκύρας τον καιρό εκείνο που η ψυχιατρική βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα, μόνο να τις φανταστούμε μπορούμε σήμερα. Μαρτυρούνται το ξύλο με μαστίγιο, το δέσιμο με χοντρές αλυσίδες, τα ζεστά και κρύα μπάνια, η απομόνωση και οι ανώφελες αγγαρείες, όπως το να κουβαλούν οι ασθενείς νερό με το κοφίνι.

Ο καλλιτέχνης σταδιακά αναμορφώνεται και με τον καιρό μεταφέρεται στην πτέρυγα με τα ελαφρότερα περιστατικά. Κάπου μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια ψάχνει να βρει ένα μολύβι, ένα χαρτί ή λίγο πηλό και φτιάχνει σχέδια και προπλάσματα. Οι γιατροί επιμένουν ότι αυτά είναι η αιτία της αρρώστιας του και τα καταστρέφουν. Το 1901 ο πατέρας πεθαίνει και η κυρά Ρήνη, η μάνα του Γιαννούλη, σπεύδει στην Κέρκυρα. Ο γιος της θεωρείται πια θεραπευθείς και καταφέρνει να τον πάρει μαζί της. Χρόνος εγκλεισμού στο φρενοκομείο: 13 έτη 10 μήνες και 27 ημέρες. Ο Γιαννούλης είναι πια πενήντα ενός χρονών.

Γυρίζουν με τη μάνα στην Τήνο. Στο πατρικό σπίτι. Εκεί, για να μπορέσουν να συντηρηθούν, βόσκει τα λίγα τους πρόβατα, κάνει αγγαρείες. Είναι ο τρελός του χωριού, μόνιμος αποδέκτης πειραγμάτων και κακοηθειών. Σιγά- σιγά αρχίζει να ασχολείται ξανά με την τέχνη του. Μιας και δεν έχει υλικά, σκιτσάρει στα παλιά κατάστιχα του πατέρα πάνω από τα δούναι και λαβείν. Ψάχνει ανάμεσα στα βράχια για λίγο βρεγμένο χώμα που θα το κάνει αγαλματάκια. Αν δεν τα βρει του καλλιτεχνικού ύψους που επιθυμεί, τα σπάει ο ίδιος. Αν τα κρατήσει και τα βρει η κυρά Ρήνη, τα καταστρέφει αυτή. Οι γιατροί είναι κατηγορηματικοί: ο γιος της αρρώστησε από τη γλυπτική. Για να είναι καλά δεν πρέπει να ασχολείται με αυτήν.

Ο Γιαννούλης όμως δεν μπορεί πια να ζήσει μακριά από την τέχνη του. Κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού και δημιουργεί κρυφά, σαν να θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Η μάνα του φωνάζει πως καταστρέφει τον εαυτό του, τον παραμονεύει και του χαλά οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή της.

Αλλα δέκα τέσσερα χρόνια περνούν μέσα στις λοιδωρίες του κόσμου και το κυνήγημα των έργων του από μια μητέρα, φύλακα και δυνάστη μαζί. Ωσπου στα εξήντα πέντε του πεθαίνει η μάνα και τον αφήνει μόνο.

Κι αυτός, σαν έτοιμος από καιρό, δεν πάει στην κηδεία, μόνο κλείνεται στο σπίτι και αρχίζει ελεύθερος πια να δημιουργεί. Συνεχίζει να βόσκει πρόβατα. Όμως παράλληλα δουλεύει στο υπόγειο καινούργια γλυπτά. Κάποιοι παλιοί φίλοι από την Αθήνα θυμούνται τον ξεχασμένο γλύπτη και τον επισκέπτονται. Γράφουν γι’ αυτόν και την περιπέτεια της ζωής του.

Παρουσιάζουν στην Ακαδημία Αθηνών έκθεση με τα έργα του. Το 1927 ο γλύπτης βραβεύεται με το Αριστείο των τεχνών. Στα εβδομήντα εννιά του χρόνια το 1930 ακολουθεί τα ανίψια του στην Αθήνα όπου συνεχίζει ακάματα να δημιουργεί μέχρι το τέλος του, το 1938.

Τα οκτώ αυτά τελευταία χρόνια της ζωής του γνώρισε την αποδοχή της αξίας και του ταλέντου του. Οι ειδικοί λένε πως η νεοελληνική γλυπτική βρήκε την κορυφαία της έκφρασή στο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, που εξελίχτηκε σε έναν δημιουργό μοναδικής ποιότητας.

Το γνήσιο ταλέντο του, αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του, τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των Ελλήνων καλλιτεχνών.

Σε όλη αυτή την ογδονταεπτάχρονη ζωή, μόνο τα οκτώ τελευταία χρόνια έμαθε την οικογενειακή θαλπωρή στο σπίτι του Βασίλη και της Ειρήνης Χαλεπά, καθώς και την καλλιτεχνική καταξίωση από τον φιλότεχνο κόσμο των Αθηνών.

Λένε πως κάποτε η πεντάχρονη ανιψιά του Κατερίνα καθισμένη στα γόνατά του, χαϊδεύοντας του τα λευκά γένια τον παρακάλεσε:

-Παππού πες μου ένα παραμύθι.
-Παραμύθι! Απάντησε. Τι παραμύθι να σου πω; Να, εγώ ο ίδιος, είμαι παραμύθι.
Πραγματικά ο ίδιος ήταν ένα παραμύθι. Με την ψυχική ασθένεια που σαν τον κακό μάγο τον βασάνιζε. Με έμπιστους ανθρώπους που αντί να τον στηρίξουν, του έβαζαν συνεχόμενες τρικλοποδιές.

Συλλογίζεται όμως κανείς. Άξιζε τον κόπο; Και από την άλλη. Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή με τη σφραγίδα ενός χαρίσματος, όποιο κι αν είναι αυτό. Μπορούν να το απαρνηθούν; Κι αν το κάνουν μπορούν να ζήσουν ποτέ ευτυχισμένοι; Αναρωτιέμαι, όμως, αν τελικά το παραμύθι του Γιαννούλη είχε καλό τέλος. Ο ήρωας στο τέλος της ζωής του φαίνεται να δικαιώνεται. Είναι όμως αρκετό αυτό;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Αγαπητή μας Αγγελική,
    σ’ ευχαριστούμε θερμά για την λεπτομερή κι άκρως σπαρακτική αφήγηση σου για τον μεγάλο εθνικό μας γλύπτη. Είχαμε ακούσει μερικά πράγματα, αλλά αφειδώλευτα με το ανωτέρω άρθρο σου μοιράστηκες μαζί μας τόσο πολλές λεπτομέρειες και ιδιαιτερότητες της ζωής του μεγαλοφυούς Γιαννούλη Χαλεπά. Κι όσο σκέπτομαι, ότι αποξεχάστηκα ολότελα και στην μεγάλη στήλη των αρθρογράφων, σχολιαστών και συνεργατών των “Χ.Ν.” που σχολίασα με αφορμή το άρθρο του κ. Κώστα Ζορμπά -Διευθυντού Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης- , δεν ανέφερα -αδικαιολόγητος εντελώς- και το δικό σου καταξιωμένο πρόσωπο που συνεχώς κι αδιάκοπα γράφεις σπουδαία άρθρα, ταξιδιωτικές όμορφες εμπειρίες και γνώσεις, πολλές κι ωφέλιμες γνώσεις που ομορφύνουν και τη δική μας ζωή. Ωστόσο, λησμόνησα κι άλλους γνωστούς, εξαίρετους αρθρογράφους και συνεργάτες των “Χ.Ν.” κι ελπίζω να με συγχωρέσετε. Τα θερμά μας συγχαρητήρια και νά’ σαι πάντα καλά. Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα