Η τελευταία ταινία του Περικλή Χούρσογλου έχει τον τίτλο “Εξέλιξη”. Ο όρος έχει πολλές σημασίες, στην περίπτωσή μας όμως παίρνει το νόημά της από την ελληνική ακαδημαϊκή ορολογία, στην οποία σημαίνει προαγωγή ενός πανεπιστημιακού δασκάλου στην επόμενη βαθμίδα.
Το θέμα αυτό, από μόνο του, θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλές κωμωδίες και δράματα του νεοελληνικού κινηματογράφου. Ωστόσο, στην ταινία του Χούρσογλου γίνεται η αφορμή για να φωτιστεί ο μικρόκοσμος του καθηγητή Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου στο ΑΠΘ, Νίκου Συμεωνίδη, την περίοδο της κρίσης (2012). Την ημέρα της ορκωμοσίας του στην επόμενη βαθμίδα, σημαντικό σταθμό της επαγγελματικής του ζωής, ζητάει από τον ηλικιωμένο πατέρα του να τον συνοδεύσει, αφού ο μικρός γιος του προτιμά να πάει σε ένα πάρτι.
Η ανάγκη της πατρικής αναγνώρισης για όσα έχει καταφέρει μέχρι σήμερα στη ζωή του, φαίνεται να είναι το κίνητρο του Νίκου. Μέσα στο τραίνο που κάνει το νυκτερινό δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Αθήνα (διαδρομή που αργότερα έμελλε να σημαδευτεί από την τραγωδία των Τεμπών), ο Νίκος βρίσκει τον χρόνο να ξανασκεφτεί συμβάντα του παρελθόντος και να επαναπλαισιώσει τη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του.
Στο χώρο του Πανεπιστημίου, τον χώρο όπου παράγεται η νέα γνώση και αποτελούσε το υπέρτατο όνειρο για τους παλαιότερους, συναντώνται και συγκρούονται τρεις γενιές. Ο Νίκος προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει τη γενιά του πατέρα του, την ηρωική γενιά που επέζησε της προσφυγιάς και των πολέμων από εκείνη των φοιτητών του, οι οποίοι «μαθαίνουν» τη ζωή μέσα από τη ζοφερή ατμόσφαιρα της Ελλάδας της κρίσης. Ο Νίκος αναγνωρίζει τις αξίες της προηγούμενης γενιάς και τις ευθύνες της δικής του απέναντι στην επόμενη. Το πάθος για τη δουλειά του, που είναι η διδασκαλία της τέχνης του σινεμά (αποκαλυπτική η σεκάνς για τη διαδικασία δημιουργίας του σύμπαντος μιας ταινίας) αναδεικνύει την τέχνη ως έναν τόπο επικοινωνίας που υψώνεται, έστω και προσωρινά, πάνω από τα προβλήματα της καθημερινότητας, συμφιλιώνει με το παρελθόν, θεραπεύει και δίνει διέξοδο σε ό,τι δημιουργικό δίνει νόημα στη ζωή. Έτσι, η συμβατική «εξέλιξη» του πανεπιστημιακού δασκάλου δίνει τη θέση της, μέσα στο μάθημα, στην ουσιαστική εσωτερική εξέλιξη, φοιτητών και καθηγητή, ο οποίος αναπληρώνει τα κενά της σχέσης πατέρα – γιού, και επανορθώνει όσα ο εγωκεντρισμός της νεότητάς του είχε περιφρονήσει. Η αναπάντεχη ανατροπή του τέλους, που δημιουργεί αμφιβολίες στον θεατή, υπογραμμίζει τη σημασία της αυτογνωσίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο που αυτή κατακτάται.
Ο Χούρσογλου μέσα από το λεπτοδουλεμένο χτίσιμο των χαρακτήρων (βλ. και τις προηγούμενες ταινίες του «Λευτέρης Δημακόπουλος», «Ο Διαχειριστής», κ.α.) φτιάχνει «μικροϊστορίες», που αντανακλούν με ζωντάνια το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, σχολιάζουν με ειλικρίνεια και διάθεση αναστοχασμού λάθη, παραλείψεις και αξίες που παραμερίστηκαν ή άλλες που παραμένουν ζωντανές. Οι ταινίες του, με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, συγκινούν με την εντιμότητά τους. Θίγουν άκρως ελληνικές ιδιαιτερότητες και ως εκ τούτου, μας αφορούν. Όπως μας αφορά και η θεμελιακή σχέση πατέρα – γιου, που διερευνά η «Εξέλιξη».
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, ο «δικός μας» Αλέξανδρος, με καταγωγή από τα Χανιά, λιτός και άμεσος, δεν υποδύεται αλλά «ενσαρκώνει» τον ρόλο και μάς κάνει να νομίζουμε ότι είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ενώ ο Βασίλης Κολοβός, στον ρόλο του πατέρα, του μορφωμένου Μικρασιάτη με τις στέρεες πεποιθήσεις, που δεν καταλαβαίνει τον, τόσο διαφορετικό από τον δικό του, σύγχρονο κόσμο, δίνει μια μοναδική και βαθιά συγκινητική ερμηνεία. Τέλος, η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ερμηνεύει απολαυστικά, στον σύντομο ρόλο της, την πρύτανη του Πανεπιστημίου, που διεκπεραιώνει με ψυχρότητα τα καθήκοντά της.