Σε τι πρέπει να λέμε «το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Οχι» κάθε μέρα…
Kαθώς γράφω αυτές τις γραμμές την παραμονή της ημέρας του Όχι, αναλογίζομαι τι θα έλεγα στα νέα παιδιά αν μου ανέθεταν να εκφωνήσω τον πανηγυρικό της ημέρας. Όχι απαραίτητα σε κάποια πλατεία κατά την κατάθεση των στεφάνων, όπου ακόμη κι αν λειτουργούν καλά τα μεγάφωνα, λίγοι δίνουν σημασία στον ομιλητή. Αλλά γύρω από μια προσκοπική πυρά, σε μια τάξη με λίγους μαθητές, σε μια παρέα …
Θυμάμαι στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού σχολείου που είχα την τιμή και την ευκαιρία να έχω έναν φωτισμένο δάσκαλο. Ο Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός το 1940 και στην Αλβανία είχε χάσει το πόδι του από κρυοπαγήματα. Κυκλοφορούσε με ξύλινο πόδι και μπαστούνι. Και συμπλήρωνε συχνά το μάθημα με ιστορίες από το μέτωπο. Ιστορίες, που θύμιζαν το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη.
Μετά, γνώρισα τον μακαρίτη τον πεθερό μου, Μανώλη Ι. Σταγάκη. Κι αυτός είχε πολεμήσει στην Αλβανία. Όπου και τραυματίστηκε βαριά από θραύσμα οβίδας. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε επειδή είχε διπλώσει σωστά την κουβέρτα και τα υπόλοιπα πράγματά του στο σακίδιο του. Μάλιστα, ως περήφανος Κρητικός δεν καταδέχτηκε ποτέ να ζητήσει την αναπηρική σύνταξη που δικαιούνταν από την πολιτεία. Γιατί δεν τον απασχολούσε τι θα έκανε η πατρίδα γι’ αυτόν αλλά τι θα έκανε αυτός για την πατρίδα.
Θυμάμαι ακόμη την ιστορία του Κωνσταντινουπολίτη πρώτου ξαδέλφου της μητέρας μου. Ο Νίκος Λεμπεσόπουλος, ήλθε νεότατος στην Ελλάδα, κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό και αφού πολέμησε στην Αλβανία, γύρισε στην Αθήνα με τα πόδια … Όπου έφτασε με μια τεράστια γενειάδα και γεμάτος ψείρες! Πολλοί άλλοι Έλληνες της διασποράς ήλθαν και πολέμησαν ενώ πολλοί θυσιάστηκαν για την πατρίδα αν και γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο εξωτερικό.
Τέτοιες ιστορίες θα έλεγα στα παιδιά. Και θα τους ζητούσα να μου διηγηθούν κι αυτά τι θα είχαν ακούσει για τους παππούδες και τους πατεράδες τους. Για τους αφανείς ήρωες που πολέμησαν «δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά τους και τας ιεράς παραδόσεις». Θα τους έλεγα ακόμη ότι όταν επισκέφτηκα το σπίτι του Ιωάννη Μεταξά είδα και την πολυθρόνα στην οποία κάθισε ο Ιταλός πρέσβης που μετέφερε στις 3 το πρωί το ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο.
Όμως θα πήγαινα την κουβέντα και λίγο παραπέρα. Τι σημαίνει να είναι κανείς πατριώτης σήμερα; Μήπως να παθιάζεται με την διεκδίκηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας ή με την μεγάλη ιδέα της ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης; Μήπως να είναι έτοιμος να βιαιοπραγήσει εναντίον προσφύγων και μεταναστών ζητώντας την απομάκρυνσή τους για να μην αλλοιωθεί η σύσταση του πληθυσμού; Ή μήπως να καταφέρεται εναντίον των Ευρωπαίων πιστεύοντας ότι ευθύνονται για την τελευταία χρεωκοπία της χώρας;
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που γνώρισε από κοντά την εθνική καταστροφή των απελάσεων των Ελλήνων της Πόλης κατά την δεκαετία του 1960. Γι’ αυτό και δακρύζω κάθε φορά που βλέπω την ταινία «Πολίτικη κουζίνα». Μου θυμίζει πραγματικές καταστάσεις και συναισθήματα. Γιατί πατριωτισμός δεν είναι μόνο να παθιάζεσαι με κάποιες φανταστικές μελλοντικές νίκες και κατακτήσεις. Αλλά και να αναλογίζεσαι τις αιτίες κάθε περασμένης ήττας …
Τι ώθησε τους Έλληνες ανεξαρτήτως κόμματος αλλά και τους ομογενείς να πολεμήσουν με αυτοθυσία στον πόλεμο του 1940-41; Τι τους ένωσε έτσι που να καταφέρουν περίτρανες νίκες στο Αλβανικό μέτωπο; Κατέθεσαν τα όπλα μόνον όταν, μετά την κατάρρευση της Σερβίας περικυκλώθηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις! Και μετά από μιάν ομολογουμένως ηρωική Εθνική Αντίσταση, τι τους έσπρωξε σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος δυστυχώς υποβόσκει μέχρι σήμερα με άλλη μορφή;
Η απάντηση βρίσκεται στον ίδιο τον εθνικό μας ύμνο, τον οποίο λίγοι φαίνεται να έχουν μελετήσει. Η δολερή Διχόνοια. Η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού με βάση εθνικούς στόχους. Η αχρεία φιλοσοφία του «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε …», του «ωχαδελφισμού» και «ήσσονος προσπάθειας». Και φυσικά η κομματικοποίηση κάθε πτυχής της δημόσιας ζωής με προσοδοθηριακούς και κερδοσκοπικούς στόχους.
Πάντα η νίκη αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ’ ακολουθεί, μας υπενθυμίζει ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό μας Ύμνο. Κάτι που έχει αποδειχτεί στην πράξη κατ’ επανάληψη κατά την πολύχρονη ιστορία μας. Όπως έχει αποδειχτεί και το αντίθετο. Αν κινδυνεύουμε λοιπόν, κινδυνεύουμε πρωτίστως από την διχόνοια που μας εμποδίζει να ασχοληθούμε με την προστασία της πατρίδας μας.
Ας σκεφτούμε λοιπόν πόσο πατριώτες είμαστε κάθε φορά που ετοιμαζόμαστε να πετάξουμε τα σκουπίδια μας στη φύση. Όταν βρωμίζουμε τις θάλασσες και τα ποτάμια μας. Όταν οδηγούμε επικίνδυνα χωρίς ζώνη και κράνος αγνοώντας τα όρια ταχύτητας και τα σήματα του ΚΟΚ. Μα και όταν διευκολύνουμε την κατανάλωση οινοπνευματωδών από ανήλικους. Πόσο πατριώτες είμαστε όταν πυροβολούμε άσκοπα στον αέρα βάζοντας σε κίνδυνο τους συμπολίτες μας. Ή όταν βάζουμε φωτιά από αμέλεια στο δάσος.
Είμαστε άραγε πατριώτες όταν δεν σεβόμαστε τα μνημεία που μας άφησαν οι πρόγονοί μας. Όταν δεν φροντίζουμε να μάθουμε σωστά την γλώσσα, την ιστορία και την κληρονομιά μας. Όταν ωθούμε τους νέους μας στην ανεργία και την ξενιτιά. Όταν δεν σεβόμαστε τον ξένο, εμείς οι απόγονοι εκείνων που λάτρευαν τον Ξένιο Δία;
Στο χέρι μας είναι να πούμε «το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι». Όχι «μια μέρα» όπως λέει ο ποιητής. Αλλά κάθε μέρα …