Κύριε διευθυντά,
με αφορμή το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, σας παραθέτω δύο ιστορίες αληθινές. Είναι από το βιβλίο του Arun Gandhi: “ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ: το δώρο του θυμού”.
1) «…Η Τάτα Γκρουπ, με έδρα το Μουμπάι, είναι μία από τις μεγαλύτερες κοινοπραξίες επιχειρήσεων στην Ινδία, με σχεδόν 30 εταιρείες που κατασκευάζουν από αυτοκίνητα και ατσάλι μέχρι καφέ και τσάι. Ξεκίνησε το 1868 και η οικογένεια Τάτα, που τη διοικεί από τότε, διατηρεί τη δέσμευσή της σε αυτό, που αρέσκομαι να αποκαλώ, “συμπονετικός καπιταλισμός”.
Αντί να ζουν σαν βασιλιάδες, οι Τάτα έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους τη σεμνότητα· δίνουν μεγάλο μέρος των προσωπικών και εταιρικών κερδών κάθε χρόνο,για να βοηθούν τους φτωχότερους των Ινδών να έχουν, καθαρό νερό, καλύτερες συνθήκες στην καλλιέργεια της γης, και μια ευκαιρία στη μόρφωση. Στην Τζαμσχεντπούρ, που βρίσκεται η έδρα της Τάτα, η εταιρεία παρέχει σχεδόν τα πάντα, στους ντόπιους εργάτες: προγράμματα, σπίτια, αυτοκίνητα και δημοτικές παροχές (διευθύνουν τον ζωολογικό κήπο της πόλης και το νοσοκομείο).
Οι Τάτα είναι ζωροαστριστές, μέλη ενός αρχαίου θρησκευτικού κινήματος, που ξεκίνησε στην Περσία (Ιράν). Οπως συμβαίνει συχνά με τις θρησκείες, οι πιστοί αντιμετώπισαν τρομερό διωγμό, όταν πήρε την εξουσία μια διαφορετική θρησκεία, και τον έβδομο αιώνα, πολλοί εγκατέλειψαν τη χώρα. Μια βάρκα γεμάτη πρόσφυγες έφτασε στη δυτική ακτή της Ινδίας, και σε μια ακρόαση με το βασιλιά, οι ζωροαστριστές, του ζήτησαν να τους επιτρέψει να μείνουν. Ομως ο βασιλιάς έδειξε ένα ποτήρι με νερό στο τραπέζι και είπε: “Οπως αυτό το ποτήρι είναι γεμάτο με νερό, το βασίλειό μου είναι γεμάτο με ανθρώπους. Δεν έχουμε χώρο να φιλοξενήσουμε άλλους”. Ως απάντηση,ο επικεφαλής της ομάδας των προσφύγων, έριξε μια κουταλιά ζάχαρη μέσα στο νερό και το ανακάτεψε. “Οπως διαλύθηκε αυτή η ζάχαρη μέσα στο νερό και το γλύκανε, έτσι θα ενσωματωθεί ο λαός μου στην κοινότητά σας και θα τη γλυκάνει”. Ο βασιλιάς κατάλαβε και τους άφησε να μείνουν -και η παρουσία των ζωροαστριστών γλυκαίνει από τότε την Ινδική κοινωνία.
Η πρώτη αντίδραση του βασιλιά είναι αυτό που λένε όλοι στον κόσμο, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν πρόσφυγες, φτωχούς ή ανθρώπους με διαφορετική θρησκεία, φυλή ή εθνότητα. Γιατί δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι κάθε κοινότητα μπορεί να χρησιμοποιήσει λίγη ζάχαρη ή μπαχαρικά; Σκεφτείτε τη δική σας αξία μέσα σ’ αυτό το ποτήρι νερό, και θέστε ως αρχή της ζωής σας να γλυκαίνετε πάντα αυτό το ποτήρι».
2) «…Ισως το πιο λυπηρό είναι ότι παραπετάμε ανθρώπους τόσο αδιάφορα… Μια μέρα το 1971, περπατούσαμε με τη γυναίκα μου στους πολύβουους δρόμους της Βομβάης, επιστρέφοντας σπίτι από μια κοινωνική επίσκεψη. Τότε, όπως και τώρα, η Βομβάη είναι μια πολυπληθής μητρόπολη γεμάτη ανθρώπους που περπατούσαν βιαστικά ανάμεσα σε ζητιάνους στα πεζοδρόμια και μικροπωλητές. Σκουπίδια που είχε πετάξει ο κόσμος στους δρόμους μόλυναν τις γειτονιές και προσέλκυαν μύγες. Περπατούσα, κοιτάζοντας κάτω, ώστε να μην πατήσω κάτι δυσάρεστο, όταν παρατήρησα ένα μπόγο τυλιγμένο σε χρωματιστό ύφασμα. Το προσπέρασα, αλλά όταν είδα ότι κουνιόταν, κοντοστάθηκα και φώναζα τη γυναίκα μου. Γονατίσαμε και ξετυλίξαμε το ύφασμα. Μέσα ήταν ένα αποσκελετωμένο νεογέννητο κοριτσάκι, ούτε τριών ημερών. Κανείς δεν φαινόταν να μας δίνει σημασία. Όταν ήρθε η αστυνομία, που καλέσαμε, πήρε το μπογαλάκι από τα χέρια της γυναίκας μου, μάς είπαν ότι συχνά έβρισκαν εγκαταλειμμένα μωρά, και είπαν ότι θα πήγαιναν το παιδί σ’ ένα δημόσιο ορφανοτροφείο.
Υποθέτω, πως όταν βλέπεις διαρκώς δυστυχία γύρω σου, παύεις να την παρατηρείς, αλλά εγώ έμεινα άφωνος όταν έφτασα στο ορφανοτροφείο και είδα δεκάδες μωρά και παιδιά που είχαν χαθεί, εγκαταλειφθεί ή ορφανέψει. Τα παιδιά αργόσβηναν και πολλές φορές πέθαιναν. Σε μικρές πόλεις και χωριά η θνησιμότητα στα ορφανοτροφεία έφτανε το 80%. Αν τα παιδιά τελικά επιβίωναν, τα έδιωχναν στην ηλικία των 18, συχνά δίχως να έχουν κανένα στο οποίο να στραφούν για βοήθεια, και καμιά προστασία. Πολλά κορίτσια κατέληγαν στην πορνεία και πολλά αγόρια σε συμμορίες, όπου μάθαιναν πρώτα να κάνουν μικροκλοπές και σταδιακά μεγαλύτερα εγκλήματα. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω κάτι. Επισκέφθηκα πολλά ορφανοτροφεία και άσυλα αστέγων. Σ’ ένα απ’ αυτά, είδα ένα νεαρό ζευγάρι με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια να κρατά ένα μωρούλι Ινδάκι. Συζητώντας μαζί τους, ανακάλυψα ότι ήταν Σουηδοί και είχαν ξεκινήσει μια πολύπλοκη νομική διαδικασία για να υιοθετήσουν το μωρό, μου είπαν ότι πολλές οικογένειες από τη Σουηδία θα ήθελαν να υιοθετήσουν μωρά και θα ήθελαν κάποιο έντιμο άτομο να τους βοηθήσει στη διαδικασία. Θα μ’ ενδιέφερε να συμμετάσχω; Στα 10 χρόνια που ακολούθησαν, η γυναίκα μου κι εγώ, βρήκαμε σπίτια σε 128 μωρά, στέλνοντας κάποια στη Σουηδία, μερικά στην Ινδία και ένα στη Γαλλία. Οι εμπειρίες μας ήταν από χαρούμενες μέχρι σπαρακτικές. Η χαρά των οικογενειών που έπαιρναν μωρά, ήταν ανείπωτη. Οι περισσότεροι κράτησαν επαφή μαζί μας και μας έστελναν φωτογραφίες των παιδιών. Δυο φορές κάναμε ένα πάρτι συνάντησης των μωρών που είχαν υιοθετηθεί στη Σουηδία. Την πρώτη φορά τα παιδιά ήταν έφηβοι, στη δεύτερη συνάντηση είχαν πλέον ενηλικιωθεί και τα περισσότερα είχαν παντρευτεί και είχαν αποκτήσει δικά τους παιδιά.
Οσο τους κοιτούσα σκεφτόμουν πόσο πολύτιμο μπορεί να είναι κάθε άτομο αν του δείξουμε λίγη φροντίδα και ενδιαφέρον (σ.σ. δική μου υπογράμμιση).
Επειδή κάθε πράξη πολλαπλασιάζεται, τα μικρά βήματα που κάναμε με τη γυναίκα μου μέτρησαν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από αυτήν που φανταζόμασταν τότε… Μερικές φορές μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτόμαστε: “είμαι ένας από τους 7 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Τι διαφορά μπορώ να κάνω;”. Ολοι είμαστε συνδεδεμένοι σ’ ένα ευρύτερο δίκτυο. Σε μια εποχή που η βία μαστίζει -στους δρόμους, στη σκέψη και τον λόγο μας, στην παγκόσμια πολιτική- και η ειρήνη μοιάζει κάτι άπιαστο, πρέπει να καταλάβουμε ότι η μη βία περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από τη χαλιναγώγηση της δύναμης και του απερίσκεπτου θυμού. Είναι βαθιά και σφιχτά ριζωμένη στο πώς βλέπουμε τον κόσμο και πώς προσεγγίζουμε κάθε ενέργεια».
Αυτές οι δύο ιστορίες μπορούν να οδηγήσουν τη δράση της χώρας μας στην αντιμετώπιση του τόσο σοβαρού ζητήματος του προσφυγικού – μεταναστευτικού, αλλά και πολλών συμπατριωτών μας που ζουν σε μεγάλη ανέχεια. Η “πολιτισμένη” και “ανθρωπιστική” δύση, αφού με τις δράσεις της, αντί να δημιουργεί, καταστρέφει, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να γίνονται πρόσφυγες ή μετανάστες, μετά κλείνει τα σύνορά της σ’ αυτούς τους δυστυχείς και φτιάχνει και διάφορες συνθήκες, για να δένει τα χέρια των χωρών. Η χώρα μας, ας αναλάβει επιτέλους και μια πρωτοβουλία στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της κι ας μην περιμένει άλλοι ν’ αποφασίσουν. Εμείς έχουμε το πρόβλημα, εμείς θ’ αποφασίσουμε (κι ας δυσαρεστηθούν οι άλλοι) απαιτώντας κιόλας την ανάλογη οικονομική βοήθεια. Πολλοί άνεργοι άνθρωποι μπορούν να παίξουν ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία (με αμοιβή). Να καταγραφούν όσοι μπαίνουν στη χώρα μας και αφού πάρουν τα έγγραφά τους, ας μετακινηθούν – φιλοξενηθούν σε όλη την Ελλάδα (όχι σε χώρους περιφραγμένους σα να είναι ζώα).
Ας δώσουμε ζωή στα χέρσα κι ακαλλιέργητα χωράφια μας, ας αναστηλώσουμε τα ερειπωμένα σπίτια και χωριά μας, ας λειτουργήσουν τα κλειστά σχολεία μας. Ας τους διδάξουμε τη γλώσσα μας, την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας τους νόμους που διέπουν την κοινωνία μας. Να σεβαστούνε τα πιστεύω μας κι εμείς τα δικά τους. Ας αναλογιστούμε πόσο πολύτιμο όντως μπορεί να είναι κάθε άτομο αν του δείξουμε λίγη φροντίδα κι ενδιαφέρον.
Ας αξιοποιήσουμε τα ταλέντα, τις γνώσεις, τις δεξιοτεχνίες κάθε ανθρώπους.
Ας αγκαλιάσουμε πρώτα απ’ όλους τα παιδιά, που τα μάτια, η ψυχή και το αίμα τους, έχουν αντικρίσει το θάνατο, τη βία και τη συνεχή κακοποίηση στις πατρίδες τους αλλά κι εδώ. Αγκαλιάζοντας αυτούς τους ανθρώπους, δεν θα εξισλαμιστεί η χώρα μας, μπορεί να εκχριστιανιστούν αυτοί, αν νιώσουν πως αξίζει.
Έχοντας μια ανθρώπινη κατοικία, νιώθοντας ασφάλεια και ζεστασιά, θα δουλέψουν και θα συμβάλλουν στην οικονομία του τόπου και δεν θα είναι φιλοξενούμενοι. Θα είναι ευγνώμονες. Κι όταν ο καταραμένος πόλεμος τελειώσει, οι περισσότεροι θα γυρίσουν στις εστίες τους να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους μέσα από τα ερείπια. Με τις συμπεριφορές μίσους, μόνο αντιδράσεις βίας θα καλλιεργήσουμε.
Οι δήμοι ας παίξουν το ρόλο τους. Και ο καθένας από εμάς. Ζωή δεν μας δίνει μόνο ο τουρίστας.
Ευχαριστώ
Μετά τιμής
Ελευθερία Λιονάκη
συνταξιούχος γιατρός του ΕΣΥ
Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Γυναικών Μάλεμε
Πόσους πρόσφυγες εννοείτε πως πρέπει να δεχτούμε για να ζήσουν μόνιμα στην χώρα μας; 50 000; 100000; 1 εκατομμύριο; πιο πολλούς; όλους που έρχονται; Με τους αριθμούς αλλάζουν όλα τα δεδομένα και όλος ο προβληματισμός.