Μετά την κατάληψη του αεροδρομίου στο Μάλεμε και ενώ η Μάχη της Κρήτης ήταν ακόμα σε πλήρη εξέλιξη, το πρώτο μέλημα των Γερμανών ήταν να αποκτήσουν πρόσβαση προς την Παλαιόχωρα για να εμποδίσουν την τυχόν σχεδιαζόμενη απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Κομβικό σημείο στην διαδρομή, η Κάντανος
Το ξέρανε αυτό οι κάτοικοι. Μαζευτήκανε λοιπόν, για να αποφασίσουν τι θα πράξουν. Τότε, κάποιος γνώστης των πραγμάτων επεσήμανε, πως αν αποφάσιζαν να αντισταθούν σίγουρα θα αντιμετώπιζαν και αντίποινα. Όλοι μαζί όμως, γυναίκες κι άνδρες, απάντησαν με ένα στόμα.
-Δεν είναι η πρώτη φορά. Τρείς φορές μέχρι τώρα έχουνε κάψει τον τόπο μας . Μα εμείς τον ξαναχτίσαμε. Δεν γίνεται να μείνωμε άπραγοι να τους αφήσωμε να περάσουνε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Θα πολεμήσωμε.
Έτσι, όταν η 5η ορεινή Γερμανική Μεραρχία θέλησε να φτάσει στον προορισμό της, βρήκε αντίσταση που δεν την περίμενε. Οι κάτοικοι ήταν ανεκπαίδευτοι και δεν είχαν όπλα. Στην πρώτη μάχη στα Κουλουκουθιανά κοντά στις Βουκολιές, με μπροστάρη τον έφεδρο λοχία Γιάννη Λαζόπουλο οι αμυνόμενοι προκαλούν μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς. Λίγο πιο κάτω στα Φλώρια, οι Σεληνιώτες καταφέρνουν να πάρουν την Γερμανική σημαία. Συγχρόνως αποκτούν ένα άλλο πιο πολύτιμο λάφυρο. Ένα οπλοπολυβόλο. Γι αυτούς που πολεμούσανε με δρεπάνια και με γκράδες το όπλο αυτό είναι θησαυρός. Οι επιθέσεις συνεχίζονται μέσα στο φαράγγι της Καντάνου και οι Γερμανοί δεν μπορούν να προχωρήσουν. Έχουν μεγάλη χρονική καθυστέρηση, αλλά το κυριώτερο: Έχουν μεγάλες απώλειες γιατί οι αμυνόμενοι είναι πλέον καλύτερα οπλισμένοι με τα όπλα που τους έχουν αρπάξει.
Κάποια στιγμή όμως, τα πολεμοφόδια τελειώνουν. Οι Σεληνιώτες αποσύρονται στα βουνά. Δεν μπορούν να πράξουν κάτι άλλο. Οι Γερμανοί συνεχίζουν τον δρόμο τους με πολύ μάνητα. Δεν μπορούν να πιστέψουν ότι άμαχοι πολίτες υπερασπίζουν το σπιτικό τους. Ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς γιατί γι αυτούς η λευτεριά είναι το ύψιστο αγαθό. Από την λύσσα τους για όλα αυτά που τους συνέβησαν, σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά τους. Γέρους ανάπηρους, γυναίκες. Περνάνε, πάνε στην Παλαιόχωρα και μετά το τέλος της μάχης και την παράδοση της Κρήτης, επιστρέφουν… εκδικητές. Τόλμησαν, λέγανε οι Γερμανοί, να αντισταθούν οι ντόπιοι και να σκοτώσουν δικούς μας. Έπρεπε να τιμωρηθούν.
Μαζευτήκανε λοιπόν, φέρανε πυροτεχνουργούς ως και από το Ηράκλειο και οπλισμένοι κι αποφασισμένοι μπήκανε το πρωΐ της 3ης του Ιούνη του 1941 μέσα στην Κάντανο και την κάψανε. Ανθρώποι (όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν), ζώα, γεννήματα, όλα στην φωθιά. Εκείνη την χρονιά, μαρτυρείται ότι υπήρχε μεγάλη βεντέμα και οι μαγατζέδες των σπιτιών ξεχείλιζαν από αγαθά. Τα λάδια σκάγανε σαν βόμβες. Το ελαιουργείο καιγότανε για ένα μήνα. Ο καπνός και οι μυρωδιές έπνιγαν τα πάντα και οι κάτοικοι έγιναν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο.
Οι Γερμανοί βάζουν δυό πινακίδες. Τον μαυροπίνακα του σχολείου στην είσοδο από Παλαιόχωρα και μια ξύλινη πόρτα στον δρόμο που έρχεται από Χανιά. Αργότερα τις αντικαθιστούν με μια μαρμάρινη: Εδώ υπήρχε η Κάντανος, έγραψαν. Και ότι την ξεθεμελιώσανε γιατί άνδρες, γυναίκες, παπάδες, τολμήσανε να αντισταθούν στο μεγάλο Ράϊχ.
Η Κάντανος, διαβάζω, κατέχει μια πρωτιά παγκοσμίως . Είναι το μέρος που για πρώτη φορά αποφασίστηκε η εκ θεμελίων καταστροφή ολόκληρου οικισμού. Το μέρος που για πρώτη φορά οι καταστροφείς άφησαν γραπτώς εξηγήσεις για τις επαίσχυντες πράξεις τους.
Ο τόπος της πρώτης μάχης σε αυτήν την διαδρομή, τα Κουλουκουθιανά και η γύρω περιοχή γλύτωσαν τα αντίποινα, γιατί ο Λαζόπουλος φορούσε στρατιωτικά ρούχα και οι Γερμανοί θεώρησαν ότι τους πολέμησε ταχτικός στρατός και όχι άμαχοι (πράγμα που κατά την άποψή τους αντιστρατευόταν στους κανόνες του πολέμου). Βέβαια για να πειστούν χρειάστηκε να γίνει η εκταφή του ήρωα.
Σκέφτομαι αυτούς τους ανθρώπους τους καθημερινούς, τους συνηθισμένους, που όταν τους τέθηκε η δύσκολη ερώτηση, αυτοί δεν δείλιασαν παρά τις όποιες αναμενόμενες συνέπειες.
Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
………………………………………………………
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε (Κ.Π.Καβάφης)