Δεκαπενταύγουστος. Το Πάσχα του καλοκαιριού. Μεγάλη γιορτή! Γιορτάζομε την κοίμηση της μητέρας του Χριστού. Της μητέρας όλου του κόσμου θα έλεγα, μιας και η Παναγία δέχεται αναγνώριση και σεβασμό ακόμα και από ανθρώπους που είναι μακριά από θρησκείες και δόγματα.
Πολλά γράφονται και λέγονται γι’ Αυτήν, τις ημέρες ετούτες. Για τη ζωή και τον θάνατό Της. Για τα πάνω από 500 επίθετα που ο ανθρώπινος πόνος, η ανθρώπινη πίστη και ευλάβεια έχουν προσθέσει δίπλα από το όνομά Της. Για τα εκατοντάδες θαύματα που Της αποδίδονται. Γιατί η στοργική μάνα έχει πάντα «ευήκοον ους» για τον πόνο και τις συμφορές του κοσμάκη. Και πάντα στέκει αρωγός και παραστάτης όπου Της ζητηθεί.
Σε ένα θαύμα της Παναγιάς θέλω να αναφερθώ σήμερα στον απόηχο της προχθεσινής Της γιορτής. Ένα θαύμα που το έμαθα από τα πρώιμα εξωσχολικά μου διαβάσματα, μαθήτρια ακόμη των πρώτων τάξεων του εξαταξίου τότε γυμνασίου. Το θαύμα έγινε στα παλιά τα χρόνια, τότε που η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αυτή που αποκαλούμε σήμερα Βυζάντιο, μεσουρανούσε, Συνέβη την εποχή που βασίλευε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, εκεί γύρω στον 7ο μετά τη γέννηση του Χριστού, αιώνα.
Όταν ανέλαβε τον θρόνο ο Ηράκλειος, βρήκε την αυτοκρατορία χτυπημένη από δυό μεγάλες συμφορές. Η πρώτη ήταν οι Πέρσες, οι οποίοι επανερχόμενοι για πολλοστή φορά είχαν καταλάβει πλούσια και εύφορα εδάφη στη Μεσοποταμία και τη Μικρά Ασία, ζωτικά για την σίτιση και το εμπόριο της αυτοκρατορίας. Περνώντας δε, από την Ιερουσαλήμ είχαν αρπάξει τον Τίμιο Σταυρό και χιλιάδες αιχμαλώτους. Η άλλη συμφορά ήταν οι Άβαροι, νομαδικός λαός της μογγολικής στέπας που είχε κυριαρχήσει τον καιρό αυτό στα βόρεια σύνορα του Βασιλείου, στις ουγγρικές πεδιάδες. Οι Βυζαντινοί είχαν καταφέρει να τους κρατήσουν μακριά από τα εδάφη τους καταβάλλοντας ετήσια εισφορά. Μόνο που η απληστία του χαγάνου (ηγεμόνα) των Αβάρων αύξαινε συνεχώς το ποσό. Υπολογίζεται ότι σε διάστημα 65 ετών οι Βυζαντινοί τους είχαν καταβάλει 6,5 εκατομμύρια χρυσά νομίσματα.
Ο Ηράκλειος θέλοντας να βάλει σε μια τάξη τα προβλήματα του βασιλείου του, αποφάσισε να εκστρατεύσει ο ίδιος εναντίον των Περσών, που αποτελούσαν μεγαλύτερη απειλή τη δεδομένη χρονική στιγμή. Άφησε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη τον μικρό του γιο Κωνσταντίνο με επιτρόπους τον μάγιστρο (πρωθυπουργό) Βώνο και τον πατριάρχη Σέργιο καθώς και ένα μικρό τμήμα στρατού για τη φύλαξη της, αφού το μεγαλύτερο το πήρε μαζί του.
Τον καιρό της εκστρατείας του Ηρακλείου και ενώ η πρωτεύουσα είχε μείνει στην ουσία ακέφαλη, με κάποιον τρόπο έρχονται σε συνεννόηση Άβαροι και Πέρσες και αποφασίζουν να επιτεθούν από κοινού στη βασιλεύουσα. Τον Ιούνιο του 626 οι Άβαροι με στρατό και πολιορκητικές μηχανές βρίσκονται μπροστά στα τείχη της Πόλης στον βορρά. Οι Πέρσες είναι στρατοπεδευμένοι στην Χαλκηδόνα, απέναντι στην ασιατική πλευρά, στον νότο. Οι Βυζαντινοί είναι αποκλεισμένοι ολόγυρα.
Οι εχθροί έξω από την Πόλη είναι πολλαπλάσιοι από τους 12.000 όπως υπολογίζεται στρατιώτες υπερασπιστές της. Ο αυτοκράτορας στέλνει σε βοήθεια τον αδελφό του με άλλο ένα τμήμα στρατού, μόνο που αυτοί βρίσκονται 1.000 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα. Ο ίδιος ο Ηράκλειος δεν έχει σκοπό να γυρίσει. Είναι τώρα κοντά στον στόχο του, στη διάλυση των Περσών, δεν μπορεί να τον αφήσει.
Μέσα στην Πόλη το μικρού αριθμού στράτευμα προσπαθεί να κρατήσει τη Βασιλεύουσα ζωντανή. Οι έντρομοι πολίτες βοηθούν όπου μπορούν. Τότε αναλαμβάνουν δράση πρώτα ο μάγιστρος Βώνος που προσπαθεί να προσεγγίσει χρηματικά άλλη μια φορά τους απίστους και μετά ο πατριάρχης Σέργιος. Με την εικόνα της Παναγίας περιδιαβαίνει τα τείχη και εμψυχώνει στρατό και πολίτες. Διατρανώνει την πεποίθηση και τους κάνει όλους να το πιστέψουν, πως η Πόλη βρίσκεται υπό θεϊκή προστασία και δεν μπορεί να χαθεί.
Οι Βυζαντινοί στέλνουν για μια ακόμα φορά πρέσβεις να διαπραγματευτούν την αποχώρηση των Αβάρων. Ο χαγάνος τους βέβαιος για τη νίκη ζητά την παράδοση της Πόλης και τονίζει ότι οι πολιορκημένοι δεν έχουν καμιά ελπίδα σωτηρίας, εκτός αν γίνουν ψάρια να κολυμπήσουν ή πουλιά για να πετάξουν μακριά.
Τότε λένε οι θρύλοι, εμφανίζεται μια μορφή γυναικεία στα τείχη. Μαυροφορούσα με σεμνή περιβολή να περιτρέχει τις οχυρώσεις μόνη. Την περιγράφει πρώτος ο άπιστος χαγάνος. Τη βλέπουν όμως και οι στρατιώτες καθώς και οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας.
Συγχρόνως ανεμοστρόβιλος και δυνατή θύελλα ξεσπάνε πάνω από τα εχθρικά σκάφη. Τα πλοιάρια βουλιάζουν και οι άνδρες του εχθρού που περιμένουν να περάσουν απέναντι στην Πόλη, πνίγονται. Μέγας ανεξήγητος θόρυβος σαν να επιτίθενται χιλιάδες, ακούγεται. Οι εχθροί έντρομοι εγκαταλείπουν την πολιορκία και τρέπονται σε φυγή.
Την άλλη μέρα οι Άβαροι καίνε τους πολιορκητικούς κριούς και εγκαταλείπουν το στρατόπεδό τους. Οι Βυζαντινοί ανακουφισμένοι σπεύδουν στην Παναγία των Βλαχερνών. Γνωρίζουν ποια είναι Εκείνη που υπερασπίστηκε την πόλη Της και τους γλύτωσε από τα χέρια των εχθρών. Εκεί λοιπόν στην εκκλησία ψέλνουν για πρώτη φορά ένα ύμνο για χάρη Της. Την δοξολογούν ως Στρατηγό που πήρε το μέρος τους και τους λύτρωσε από την καταστροφή. Της απονέμουν τα ευχαριστήρια. Ο ύμνος αυτός επειδή οι πιστοί τον έψαλαν όρθιοι, ονομάστηκε Ακάθιστος ύμνος και ψάλλεται ακόμα και σήμερα, στις εκκλησιές μας τις εβδομάδες πριν από το Πάσχα.
Στην Κωνσταντινούπολη η ημέρα της αποχώρησης των Αβάρων, η 7η Αυγούστου του 626 έμεινε στη μνήμη των κατοίκων της ανεξίτηλα. Κάθε χρόνο εόρταζαν τη μέρα αυτή και την ανάμνηση του θαύματος της Παναγιάς ως μεγάλη εορτή.