Λένε πως μια πράξη που καθόρισε τον δωδεκαετή τότε Γιάννη ήταν, όταν καθισμένος δίπλα στην παραστιά είδε την γιαγιά του την Σουλιώτισσα, έτοιμη να ταΐσει την φωτιά με ένα χαρτί γεμάτο σφραγίδες.
Το άρπαξε από τα χέρια της, διαπίστωσε ότι ήταν ένα πρακτικό μεταξύ Σουλιωτών καπεταναίων και μετά μάζεψε και τα υπόλοιπα από τα χαρτιά που είχε η βάβω για προσάναμμα. Αυτά τα έγγραφα αποτέλεσαν και την πρώτη συλλογή του Γιάννη Βλαχογιάννη, αυτού που κάποιοι αποκάλεσαν ειρωνικά εθνικό μας «ρακοσυλλέκτη» και κάποιοι άλλοι θαυμαστικά «φύλακα της επανάστασης». Αυτού του ανθρώπου που όλοι παραδέχονται ότι αν δεν υπήρχε, οι γνώσεις μας για το 1821 θα ήταν ελλιπείς και τελείως διαφορετικές από αυτές που κατέχομε σήμερα.
Γεννημένος το 1867 στην Ναύπακτο και μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον όπου ζούσαν ακόμα αγωνιστές και άνθρωποι που είχαν λάβει μέρος σε μάχες, σε πολιορκίες και εξόδους, ποτίστηκε νωρίς με τις αφηγήσεις και τις ιστορίες από τον μεγάλο αγώνα. Μετά το τέλος των μαθητικών του χρόνων ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στην Φιλοσοφική σχολή την οποία ποτέ δεν τέλειωσε, μιας και η ανέχεια τον ανάγκασε να εργασθεί από νωρίς. Δάσκαλος ιδιωτικών μαθημάτων, διορθωτής και αργότερα συντάκτης σε εφημερίδες. Συγχρόνως να ψάχνει σε αποθήκες, σε πατάρια, σε μπακάλικα, σε παλιά τυπογραφεία μέχρι και στα δημόσια αφοδευτήρια. Να εντοπίζει έγγραφα, ντοκουμέντα, χειρόγραφα. Οτιδήποτε αφορούσε την Επανάσταση και το μετά διάστημα. Να τα αγοράζει παρ όλη την ανέχειά του, να τα μελετά και να τα εκδίδει.
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα υπουργεία ξεχειλίζουν από αρχειακό υλικό. Το αδιέξοδο της φύλαξης τόσου όγκου εγγράφων (υπολογίζεται σε 20,000 με 30,000 οκάδες-1 οκά 1280 γραμμάρια) καθώς και δημοσιεύσεις σε εφημερίδες του τύπου «αντί να κάνωμε οικονομίες, πληρώνομε για τα Αρχεία» αναγκάζουν το δημόσιο να τα εκποιήσει. Τα «άχρηστα χαρτιά» φορτώνονται σε κάρα και πετάγονται σε μάντρες για να μπορέσουν να τα δουν οι πλειοδότες-γιατί εκείνη την εποχή που δεν είχε εφευρεθεί ακόμα το πλαστικό, το χαρτί ήταν πολύτιμο και ένα προϊόν που το χρησιμοποιούν παντού. Με το που πληροφορείται ο Βλαχογιάννης για την εκποίηση, σπεύδει αμέσως κι αρχίζει να ξεχωρίζει όσα έγγραφα ή φακέλλους νομίζει σημαντικά. Τα ξεχώριζε, έπειθε τον υπεύθυνο να του τα φυλάξει και τα αγόραζε τους επόμενους μήνες με δόσεις και συνήθως σε μεγαλύτερη τιμή από τους άλλους.
Με τον τρόπο αυτό διέσωσε πολύτιμα αρχεία όπως τα αρχεία του Κασομούλη, του Σπυρομήλιου. το Χιακό και ένα σωρό άλλα. Στην πορεία καταφέρνει να κάνει κοινωνούς του οράματός του μερικούς ευκατάστατους επιχειρηματίες, όπως τον Αντώνιο Μπενάκη, οι οποίοι στην συνέχεια του παρέχουν και χρηματοδότηση. Η εργασία του εξαιρετικά συστηματική, συμβάλλει αποφασιστικά στην καταγραφή της Ελληνικής ιστορίας του 1821 και την καλύτερη κατανόησή της.
Το 1914 γνωρίζει στο σπίτι των Μπενάκηδων, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μετά και από δικές του θερμές παραινέσεις και παθιασμένες εισηγήσεις ψηφίζεται Νόμος με τον οποίο ιδρύονται τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ο Βλαχογιάννης τοποθετείται διευθυντής, θέση στην οποία παραμένει ως το 1937. Κάποια στιγμή δωρίζει στην Υπηρεσία και το δικό του σημαντικό προσωπικό αρχείο.
Συγχρόνως με όλο αυτό το ψάξιμο, την διάσωση, την επιμέλεια και την δημοσίευση των ευρημάτων του, συγγράφει και ο ίδιος- διηγήματα, ιστορικές μελέτες, ποιήματα, κριτικά τεκμήρια. Γράφει στην δημοτική και τα έργα του είναι εξαιρετικά δημοφιλή.
Βιώνει τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο, την Γερμανική κατοχή, την απελευθέρωση και πεθαίνει το 1945.
Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία της εύρεσης των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη. Η οικογένεια του στρατηγού αγνοούσε την ύπαρξή των, αλλά ο Βλαχογιάννης παρακινημένος από κάτι που είχε διαβάσει σε κάποιο παλιό χειρόγραφο, πιέζει τον Κίτσο, γιό του Μακρυγιάννη, να ψάξει. Αυτός μετά από λίγο καιρό περιχαρής του αναγγέλλει ότι βρήκε μέσα σε ένα παραπεταμένο ντενεκέ κάτι χαρτιά. Ταλαιπωρημένα, μουχλιασμένα, αλλά ευτυχώς μπορούσαν ακόμα να διαβαστούν. Ο Βλαχογιάννης τα πήρε, τα επιμελήθηκε-μην ξεχνάμε ο στρατηγός ήταν ολιγογράμματος, έγραφε χωρίς τόνους και σημεία στίξης-και τα εξέδωσε. Μας παρέδωσε όπως λένε οι ειδικοί ένα εξαιρετικό κείμενο που εκτός των άλλων διασώζει την αυθεντική γλώσσα του 1821. Πουθενά αλλού δεν θα βρούμε το πώς ακριβώς μιλούσαν οι άνθρωποι, τότε.
Το πόσο σημαντικό ήταν το έργο του και πόσα του χρωστάμε για την σημερινή γνώση της μεγάλης επανάστασης, μπορούμε να το καταλάβωμε από ένα και μόνο γεγονός. Αν προσέξομε σε όλα, μα σε ΟΛΑ τα πρόσφατα αφιερώματα για το 1821, το όνομά του φιγουράρει στην βασική βιβλιογραφία των. Δεν νοείται οτιδήποτε γραφτεί για τον αγώνα, να μην έχει βασιστεί σε στοιχεία που αυτός είχε συγκεντρώσει. Από πληροφορίες σημαντικών γεγονότων, μέχρι ανέκδοτα και παραλειπόμενα που μοιάζουν άσημα και παρακατιανά. Που μας γνωρίζουν όμως τον κόσμο των ανθρώπων τότε, καθώς και τις αρχές και τις αξίες που τον καθόριζαν.
Κάποιοι λένε πως ο Βλαχογιάννης αντιπροσωπεύει το όραμα των πρωτοπόρων Ελλήνων. Αυτών που οδήγησαν την πατρίδα μας από μία οθωμανική επαρχία σε ένα ευρωπαϊκό νεωτερικό πρότυπο κράτους.
Κι εγώ σκέπτομαι πόσο λείπουν από την εποχή μας οι παθιασμένοι άνθρωποι, οι ταγμένοι σε ένα σκοπό που να ξεπερνά το εγώ και τις καθημερινές βιοποριστικές ανάγκες του.