Την Δευτέρα που μας πέρασε, τέλειωσε θεωρητικά το καλοκαίρι. Μια καινούργια σχολική χρονιά άρχισε για μαθητούδια και δασκάλους. Και για τις οικογένειές τους βέβαια. Καινούργιες οικονομικές υποχρεώσεις αλλά και νέα ημερήσια ρουτίνα με σχολεία, φροντιστήρια και εξωσχολικές δραστηριότητες. Οι πρώτες διαμαρτυρίες έχουν ήδη ακουστεί:
-Τα σχολικά έχουν πάρει φωτιά. Ύστερα σου λένε δωρεάν παιδεία, σχολιάζουν κατηφείς, οι γονείς.
-Δεν θέλω να πάω σχολείο, γκρινιάζουν κάποια παιδιά. Θέλω να έχω κι άλλο καλοκαίρι.
Συνεπής στο κλίμα των ημερών και εναρμονισμένη πλήρως με το άνοιγμα των σχολείων, σκέφτηκα να σας μεταφέρω δυό μικρά αποσπάσματα από σχολικές αναμνήσεις παλιότερων χρόνων κι ανθρώπων. Το πρώτο του γεννημένου το 1861 στην Βιάννο λογοτέχνη και δημοσιογράφου Γιάννη Κονδυλάκη από το έργο του «ο Πατούχας». Το δεύτερο είναι από το «αναφορά στον Γκρέκο» του νεώτερου, γεννημένου στο Ηράκλειο το 1883, Νίκου Καζαντζάκη.
Α.
Ο Μανόλης,… είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα, δια να τον παραδώσει εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα. Ο καλόγηρος εδίδασκε τα κοινά ή εκκλησιαστικά λεγόμενα γράμματα και κατήρτιζεν αναγνώστας, δυναμένους να ψάλλουν εις την εκκλησίαν…
Αλλ’ εις διάστημα δεκαπέντε ημερών ο Μανόλης δεν κατόρθωσε να μάθει τίποτε περισσότερον από την φράσιν «Σταυρέ βοήθει», την οποία προέτασσον τότε του αλφαβήτου. Ο δε διδάσκαλος, αφού εις μάτην εξήντλησεν εναντίον του όλας τας δευτερευούσας τιμωρίας και έσπασεν εις την ράχην του δεκάδας ράβδων, εδοκίμασε και τον περιβόητον φάλαγγα*. Ο Μανόλης, όστις είχε φοβεράν ιδέαν περί του διδακτικού τούτου κολαστηρίου, αντέταξεν απελπιστικήν αντίστασιν αλλ’ ο καλόγηρος, βοηθούμενος υπό των πρωτοσκόλων*, κατόρθωσε να συλλάβει τας γυμνάς του κνήμας εις τον φάλαγγα και να του μετρήσει εις τα πέλματα παρά μίαν τεσσαράκοντα.
Το παιδίον αιμάσσον* τους πόδας, ορκίσθη να μη επανέλθει πλέον εις την κόλασιν εκείνην. Αλλά και ο πατήρ του είχεν ορκισθεί «να τον κάμει άνθρωπον»· δεν ήθελε να μείνει το παιδί του, όπως αυτός, ξύλον απελέκητον και την επιούσαν* τον οδήγησε δια της βίας εις το σχολείον, κλαίοντα και ικετεύοντα, και έδωκε προς τον διδάσκαλον την φοβεράν παραγγελίαν: «Μόνο τα κόκαλα γερά, δάσκαλε».
Ο δάσκαλος ηκολούθησεν ευσυνειδήτως την πατρικήν εντολήν, αλλ’ ο Μανόλης, ο αμεσότερον ενδιαφερόμενος, δεν συνεμερίζετο την γνώμην του πατρός του· και μίαν ημέραν εκσφενδονίσας κατά του δασκάλου την επί καλάμου προσηρμοσμένην φυλλάδα, ετράπη εις φυγήν. Αντί δε να μεταβεί εις την πατρικήν οικίαν, οπόθεν θα οδηγείτο πάλιν την επιούσαν προς τον φοβερόν καλόγηρον, ετράπη την προς τα όρη άγουσαν και μετά τινας ώρας ευρίσκετο εις την μάνδραν του πατρός του.
φάλαγγα: βάρβαρο μέσο σωματικής τιμωρίας στα παλιότερα σχολεία. Αποτελούνταν από δύο παράλληλα ξύλα, που ανάμεσά τους έσφιγγαν τα πόδια του μαθητή και χτυπούσαν με ένα ραβδί τις πατούσες του.
πρωτόσκολος: ο πρώτος μαθητής της τάξης. Βοηθούσε στη διδασκαλία και επέβλεπε την τάξη.
αιμάσσω: στάζω αίμα.
επιούσα: η επόμενη μέρα.
Β.
Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζομαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
– Με την ευχή του Θεού και με την ευχή μου… μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
– Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
– Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο.
– Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
– Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
Σας μεταφέρω τα κείμενα και αναρωτιέμαι πόσο διαφορετικές αλλά και πόσο ίδιες είναι οι καταστάσεις.
Πόσο αλλιώτικα είναι τα χθεσινά παιδιά, τα υποκείμενα στην απόλυτη πατριαρχική και διδασκαλική αυθεντία, με τα σημερινά που τα έχουν ήδη σπουδάσει η τηλεόραση και οι υπολογιστές. Αυτή η κουβέντα επωδός σε όλες τις συζητήσεις δασκάλων και γονιών «μόνο τα κόκκαλα γερά» προβληματίζει πολύ. Αλλά θαρρώ προβληματίζει και πονάει περισσότερο η σημερινή βία, με την οποία δεν αγγίζομε ποτέ κακοποιητικά το σώμα του παιδιού. Μόνο ξεσκίζομε ολοκληρωτικά και με σύστημα, το μυαλό και την ψυχή του.
Η επιθυμία μέσα από την μόρφωση να γίνει κανείς άνθρωπος είναι διαχρονικά, πάντα η ίδια. Μόνο που τώρα γνωρίζομε καλά, πως για την ανθρωπιά δεν φτάνουν μόνο τα πτυχία και οι στείρες γνώσεις.
Και από την άλλη τούτο «το μικρό καταστόλιστο σφαγάρι, μισό χαρούμενο μισό αλαφιασμένο που ένοιωθε μέσα του υπερηφάνεια μα και φόβο» δεν σας θυμίζει κάτι; Δεν σας θυμίζει ένα αίσθημα που όλοι μας λίγο πολύ το έχομε νοιώσει, σε περιπτώσεις τόσο εντός μα και εκτός του σχολείου;